Πολιτικη & Οικονομια

Ο Τζόκερ και ο Τσίπρας

Στις δημοκρατίες οι νόμοι υπάρχουν για να εφαρμόζονται

Παναγιώτης Περάκης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η λάθος συζήτηση στην Ελλάδα για την συγκλονιστική ταινία «Τζόκερ» και ο λαϊκισμός

Κατ’ αρχήν, ας μιλήσουμε για την ταινία. Πρόκειται για μια πραγματικά συγκλονιστική ταινία, που αποδεικνύει ακόμη μια φορά πόσο καλά ξέρουν να κάνουν κινηματογράφο εκεί στην Αμερική. Πέρα από την εξαίρετη ηθοποιία, την μουσική, τη φωτογραφία (σε ορισμένα σημεία εκπληκτική, πιθανότατα θα είναι κι αυτή υποψήφια για Όσκαρ), την τεχνική αρτιότητα σε όλα τα επίπεδα, το μεγαλύτερο κατά τη γνώμη μου επίτευγμα αυτής της ταινίας είναι ότι πήρε μια παλιά και κινηματογραφικά γνωστή ιστορία, οριοθετημένη ως προς τον τόπο, τον χρόνο και την αισθητική της, και κατάφερε να την κάνει εντελώς σύγχρονη και, μάλιστα, τέτοια, που μ’ έναν μαγικό τρόπο μπορεί να τοποθετηθεί το ίδιο καλά σε οποιοδήποτε μέρος του πολυτάραχου σημερινού δυτικού κόσμου μας, σε κάποια εξεγερμένη αμερικανική πόλη, στα φλεγόμενα προάστια του Παρισιού ή στην Αθήνα του 2012. Αυτό είναι το πρώτο μεγάλο επίτευγμα της ταινίας.

Το άλλο, όπως άλλωστε συμβαίνει με κάθε αληθινό έργο τέχνης (και ο κινηματογράφος συνεχίζει να είναι τέχνη, όσο κι αν κάποιοι συντελεστές του νομίζουν, κακώς, ότι μέσω αυτού μπορούν να κάνουν εύκολα πολιτική, χωρίς όμως τους κανόνες της πολιτικής, ιδίως χωρίς αντίλογο), είναι ότι επιτρέπει σε κάθε θεατή την δική του προσωπική ανάγνωση. Πριν δω την ταινία, μου είχε κάνει εντύπωση ότι όταν μιλούσα με φίλους που την είχαν δει, ο καθένας μου παρουσίαζε μια διαφορετική εκδοχή της. Ναι, η ταινία αφήνει αριστοτεχνικά στον θεατή το περιθώριο να τη δει με τη δική του ματιά, ή, πιο σωστά, να τη βιώσει με τη δική του ψυχολογική διάθεση, ανάλογα με τη δική του κατάσταση.

Μέχρι όμως ένα όριο. Διότι, αντίθετα με ό,τι νομίζουν μερικοί -που ίσως δεν έχουν καν δει την ταινία-, δεν αφήνονται τα πάντα στην κρίση του καθενός. Στην πραγματικότητα, δεν επιβεβαιώνεται ούτε ωραιοποιείται ο πρωταγωνιστής, δεν δικαιολογούνται οι πράξεις και τα εγκλήματά του, δεν εξιδανικεύεται η εξαθλίωσή του. Ο σκηνοθέτης δεν δικαιολογεί τίποτα, απλά κατανοεί και αφηγείται με πιστότητα την πορεία των πραγμάτων, σαν την προδιαγεγραμμένη εξέλιξη μιας θανάσιμης αρρώστιας, χωρίς να σχολιάζει, περιοριζόμενος αυστηρά στα γεγονότα. Αυτή η λεπτή γραμμή μεταξύ του δικαιολογώ και του κατανοώ τις πράξεις του άλλου είναι δυσδιάκριτη για πολλούς ανθρώπους. Δεν φταίει όμως η ταινία γι’ αυτό.

Όποιος έχει δει τον φετινό Τζόκερ ξέρει επίσης ότι είναι μια πολύ βίαιη ταινία. Περιέχει αμέτρητες σκηνές βίας, κάθε είδους, κάποιες εκ των οποίων είναι πραγματικά πολύ σκληρές, αποτροπιαστικές. Κάποιοι θεωρούν ότι πρόκειται για υπερβολική βία, περιττή. Παρόλο που προσωπικά απεχθάνομαι τη βία και κάποιες στιγμές αναγκάστηκα να αποστρέψω το βλέμμα μου από την οθόνη, πιστεύω ότι οι σκηνές αυτές έχουν λόγο ύπαρξης εν προκειμένω, γιατί δεν αποσκοπούν στον εντυπωσιασμό, αλλά συμμετέχουν ουσιαστικά στην πιστή καταγραφή της σκοτεινής πραγματικότητας που θέλει να καταδείξει ο σκηνοθέτης. Πρόκειται για κτυπήματα που δίνονται χάριν της αλήθειας, όσο σοκαριστική κι αν γίνεται ορισμένες στιγμές. Είπαμε, όχι ωραιοποιήσεις, από καμία πλευρά, αυτή είναι η βασική θέση της ταινίας.

Μια τέτοια ταινία, με τόση βία, την οποία δυσκολεύονται να διαχειριστούν ακόμη και ενήλικοι (δεν είναι τυχαίο ότι επεισόδια έχουν συχνά προκληθεί σε τόπους προβολής της από επηρεασμένους θεατές) είναι αυτονόητο ότι σωστά κατατάχθηκε στις ακατάλληλες για ανήλικους, δηλαδή σ' αυτές που επιτρέπεται να δουν άτομα άνω των 18 ετών. Αυτό προβλέπει ο νόμος και σωστά το προβλέπει. Δεν πρόκειται άλλωστε για κάποια ελληνική πρωτοτυπία, παντού στον κόσμο υπάρχουν τέτοια ηλικιακά κριτήρια και ανάλογοι περιορισμοί. Για λόγους προφανείς και αυτονόητους. Πουθενά όμως αλλού εκτός από την χώρα μας (επειδή αυτό δυστυχώς είναι εδώ το επίπεδο του κυρίαρχου δημόσιου λόγου, είτε προέρχεται από τον χώρο της πολιτικής είτε από τον χώρο των ΜΜΕ) δεν θα μπορούσε στα σοβαρά να γίνει δημόσια συζήτηση περί του αν καλώς ή κακώς υπάρχουν οι συγκεκριμένοι περιορισμοί και αν καλώς ή κακώς η συγκεκριμένη ταινία χαρακτηρίστηκε ως ακατάλληλη για ανήλικους. Καλώς, είναι η αναμφίβολη απάντηση και στα δυο ερωτήματα, τουλάχιστον για όποιον έχει στοιχειώδη σοβαρότητα και έχει δει την ταινία, άρα ξέρει ότι δεν πρόκειται για κάποιο ανώδυνο κόμικ.

Εφόσον λοιπόν σωστά χαρακτηρίστηκε έτσι η ταινία, κακώς επετράπη η είσοδος σε ανήλικους σε κινηματογράφους που την πρόβαλαν και, επομένως, σωστά μου φαίνεται ότι ενήργησαν και οι δύο υπάλληλοι του Υπ. Πολιτισμού, όπως βέβαια και ο αρμόδιος Εισαγγελέας, αφού επρόκειτο για ολοφάνερη παραβίαση του νόμου. Στις δημοκρατίες οι νόμοι υπάρχουν για να εφαρμόζονται και όταν δεν εφαρμόζονται φωνάζουμε την αστυνομία. Σε άλλα πολιτεύματα, όχι στις δημοκρατίες, η εφαρμογή ή μη του νόμου εξαρτάται από τη βούληση ορισμένων. Ευτυχώς, εδώ έχουμε ακόμη δημοκρατία, κανονική δημοκρατία, «αστική», όπως κάποιοι υποτιμητικά την αποκαλούν, οι οποίοι προφανώς κάτι άλλο θα προτιμούσαν. Συνεπώς, και για το ζήτημα αυτό, εδώ στην Ελλάδα -και μόνον εδώ- ξεκινήσαμε μια λάθος συζήτηση, από λάθος αφετηρία και με λάθος ζητούμενο, λάθη στα οποία έδωσαν συνέχεια με τις σπασμωδικές, νομίζω, και αδικαιολόγητα αμυντικές αντιδράσεις τους και κυβερνητικά στελέχη που προσωπικά εκτιμώ, λες και η εφαρμογή του νόμου μπορεί να εναπόκειται στα κέφια ή τις απόψεις του κάθε Υπουργού.

Τέλος, ας πάμε σ’ αυτόν που πυροδότησε την σχετική πολιτική συζήτηση, στον π. πρωθυπουργό Α Τσίπρα. Το έκανε εσκεμμένα, με ανευθυνότητα και επιπολαιότητα, θυμίζοντας σε όλους μας ότι, δυστυχώς, οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Η στόχευσή του προφανής και δολίως απλοϊκή: «εγώ είμαι με τους κατατρεγμένους της ταινίας, με τους μαθητές που πήγαν να τη δουν, με αυτούς που εξεγείρονται, όπως στην ταινία. Ενώ οι άλλοι, οι απέναντι, οι κυβερνητικοί, είναι με το σύστημα που εξαθλιώνει, που θέλει να βάζει περιορισμούς και απαγορεύσεις, που δεν θέλει οι νέοι να βλέπουν εξεγέρσεις», αυτό λέει στο επίπεδο των συμβολισμών και της προπαγάνδας ο ταλαντούχος Α. Τσίπρας, ως μέγιστος λαϊκιστής. Γιατί λαϊκισμός είναι ακριβώς αυτό, να παραβλέπεις την ουσία και τα συγκεκριμένα ερωτήματα που θέλουν κάθε φορά σοβαρές απαντήσεις, και να επιλέγεις να τοποθετηθείς σ´ ένα άλλο επίπεδο, πολύ πιο βολικό, στο επίπεδο της προπαγάνδας, της υπεραπλούστευσης και των βασικών διαχωρισμών (καλοί-κακοί, προνομιούχοι-εξαθλιωμένοι, εμείς ή αυτοί) που με υποσυνείδητους μηχανισμούς λειτουργούν υπέρ σου στο focus group που έχεις επιλέξει, και μάλιστα τόσο πιο πολύ υπέρ σου όσο μικρότερη κριτική ικανότητα διαθέτει, λόγω ηλικίας ή έλλειψης επαρκούς μόρφωσης. Σε αυτούς απευθύνθηκε ο Α. Τσίπρας, χωρίς ν’ ασχοληθεί καθόλου με την ουσία, με την ακατάλληλη γι’ ανηλίκους βία της ταινίας, με τη σκοπιμότητα ή μη του νόμου τον οποίο διατήρησε ανέγγιχτο στα 4,5 χρόνια της πρωθυπουργίας του, την εφαρμογή του οποίου όμως τώρα λοιδωρεί.

Στους περισσότερους από μας δεν προκαλεί πια, νομίζω, καμία εντύπωση η τοξική ανευθυνότητα με την οποία απευθύνεται στην ελληνική κοινωνία και, κυρίως, στην καλοπροαίρετη, έμφυτη με την εφηβεία, τάση αμφισβήτησης των 15άρηδων. Ούτε το πόσο εύκολα θέλει να ξεχνά τα χρόνια της εξουσίας και πόσο αλλεργικός ήταν τότε ο ίδιος και οι σύντροφοί του στις βίαιες εκδηλώσεις, τότε δηλαδή που στόχοι ήταν αυτοί. Είναι προφανές ότι ο Α. Τσίπρας, στο πολυσυλλεκτικό άνοιγμα που επιδιώκει ελπίζοντας ότι κάποια στιγμή θα τον φέρει πάλι στην εξουσία, ξαναδοκιμάζει τα πατήματά του (και) στο προσφιλές γι’ αυτόν γήπεδο της αντισυστημικότητας, της γενικής και αόριστης αμφισβήτησης, των εξεγέρσεων.

Έχει όμως ένα πρόσθετο πρόβλημα τώρα. Όσο κι αν εκείνος θέλει να ξεχνά, δεν ξεχνάμε εμείς. Και όσο βίαιος και εξαθλιωμένος είναι ο κινηματογραφικός κόσμος της συγκεκριμένης ταινίας, τόσο φαιδρό και ειρωνικό φαίνεται η επίκλησή του να γίνεται από κάποιον που πέρασε κρυφά καμία δεκαριά μέρες στην πολυτέλεια του κότερου της Παναγοπούλου καπνίζοντας χοντρά πούρα, για να μπορεί μετά να συνεχίσει να παριστάνει στους αφελείς πως είναι ένας απ’ αυτούς. Γι’ αυτό, όσο κι αν προσπαθεί να τοποθετηθεί στο πλαίσιο της αντισυστημικότητας, την οποία ευνοούν υπαινικτικά οι ζωές των εξαθλιωμένων του φετινού Τζόκερ, στην πραγματικότητα κάποιον άλλο ήρωα των παιδικών μας χρόνων όλο και περισσότερο θυμίζει, εκείνον που δεν είχε κόκκινη αλλά ξύλινη μύτη, που διαρκώς μεγάλωνε.