Πολιτικη & Οικονομια

Ο Ερντογάν δεν είναι Μπίσμαρκ

Το μεγάλο προτέρημα του Μπίσμαρκ στην εξωτερική πολιτική ήταν ότι γνώριζε πότε πρέπει να σταματήσει

81922-183211.jpg
Παντελής Καψής
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν
Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν © EPA/STR

Πιστεύει κανείς ότι ο Ερντογάν θα κάνει πίσω ή ότι θα τον πειθαναγκάσει η Ευρώπη με τις αποφάσεις της.

Το μεγάλο προτέρημα του Μπίσμαρκ στην εξωτερική πολιτική ήταν ότι γνώριζε πότε πρέπει να σταματήσει. Ο Ερντογάν όμως δεν είναι Μπίσμαρκ κι αυτό τον κάνει αυτοκαταστροφικό αλλά και επικίνδυνο. Η εισβολή στη Συρία δεν ξέρουμε ακόμα πού θα καταλήξει. Η αλαζονεία που επιδεικνύει κερδίζει ενδεχομένως το ακροατήριο στο εσωτερικό, τα αποτελέσματά της ωστόσο θα φανούν σε βάθος χρόνου. Γιατί η απόσταση ανάμεσα στην αλαζονεία και την ύβρη είναι πολύ πιο μικρή από ό,τι ενδεχομένως φαίνεται αυτή τη στιγμή.

Στο παρελθόν έχει καταφέρει να βγει αλώβητος από τέτοιες ζαριές, γεγονός το οποίο τον έχει ίσως αποθρασύνει αλλά ταυτόχρονα τον έχει οδηγήσει σε αλλοπρόσαλλες επιλογές. Για την ώρα για παράδειγμα οι μεγάλοι κερδισμένοι είναι η Συρία του Άσαντ, το Ιράν και η Ρωσία. Οι τρεις δυνάμεις, δηλαδή, οι οποίες ακολουθούν διαμετρικά αντίθετη πολιτική με την Τουρκία στην περιοχή. Και βέβαια έχει καταφέρει να αποξενωθεί από τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και το ΝΑΤΟ.

Ο Τραμπ είναι φίλος του, μέχρι να πάψει να είναι, και τα αντίποινα που ανακοίνωσε είναι αστεία. Ο εξευτελισμός των ΗΠΑ όμως είναι τόσο μεγάλος που δύσκολα θα τον ξεχάσουν στη Γερουσία και το Κογκρέσο, τόσο οι Δημοκρατικοί όσο και οι Ρεπουμπλικάνοι. Για την Τουρκία και για τον Ερντογάν προσωπικά, αυτό το εν εξελίξει διαζύγιο από τη Δύση μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά οδυνηρό. Αντιθέτως δεν είναι σαφές τι έχει πετύχει. Μπορεί να στέρησε από τους Κούρδους την αυτονομία τους, μετά την αναγκαστική συμφωνία τους με τον Άσαντ, κινδυνεύει ωστόσο να μεταφέρει τον πόλεμο μέσα στην Τουρκία. Και καθώς έχει πια απέναντί του τον Συριακό στρατό, η μόνη του επιλογή μοιάζει πια να είναι μια ρωσική εκεχειρία.

Αυτά βέβαια μένει να φανούν. Για την Ελλάδα αυτό που μετράει είναι το σήμερα. Και στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς ο κίνδυνος θερμού επεισοδίου έχει αναβαθμιστεί δραματικά. Μπορεί η εισβολή να τον απομάκρυνε χρονικά, η συμπεριφορά του Ερντογάν ωστόσο δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού. Η εποχή που ο ΣΥΡΙΖΑ υποστήριζε τη δραστική μείωση των αμυντικών δαπανών με προοπτική να το «ρισκάρουμε» με την Τουρκία έχει περάσει. Η ρητορική της «γαλάζιας πατρίδας», η παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου από τα τουρκικά γεωτρύπανα και η ετοιμότητα Ερντογάν να εισβάλει στη Συρία επικαλούμενος ζητήματα ασφάλειας, δείχνουν ότι αποτελεί στρατηγική επιλογή η ένταση. Μια επιλογή μάλιστα που έχει οδηγήσει την πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου και των πολιτών της Τουρκίας σε έναν επικίνδυνο εθνικιστικό παροξυσμό. Θα ήταν κατά συνέπεια ακραία ανεύθυνο να μην είναι έτοιμη η Ελλάδα για κάθε ενδεχόμενο. Γνωρίζει άλλωστε ότι αν τα πράγματα οδηγηθούν στα άκρα θα είναι μόνη της. Η αναξιοπιστία του Τραμπ και δειλή στάση των Ευρωπαίων, δεν αφήνουν περιθώρια για άλλες σκέψεις.

Όμως ο ακόμα μεγαλύτερος κίνδυνος για την Ελλάδα είναι να λειτουργήσει μοιρολατρικά, να θεωρήσει τη σύγκρουση αναπόφευκτη ή ακόμα χειρότερα να πιστέψει ότι μπορεί να υπάρξει στρατιωτική λύση στα προβλήματα των δύο χωρών. Η αμυντική ενίσχυση έχει στόχο την αποτροπή, καθώς όλοι γνωρίζουν ότι η επόμενη μέρα μιας σύγκρουσης ή ενός θερμού επεισοδίου θα είναι μια πολιτική διαπραγμάτευση. Αυτό δηλαδή που όλες οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης έχουν προσπαθήσει να αποφύγουν. Με αυτή την έννοια αυτό που πραγματικά προκαλεί απορία είναι η εγκατάλειψη του Ελσίνκι, η εγκατάλειψη δηλαδή μιας επιθετικής διπλωματίας που θα φέρνει την Τουρκία αντιμέτωπη με τους ίδιους τους ισχυρισμούς της ότι οι αξιώσεις της στηρίζονται στο διεθνές δίκαιο. Πόσα χρόνια έχουμε να ακούσουμε από ελληνική κυβέρνηση «αφού πιστεύετε ότι έχετε δίκιο ας πάμε στο Διεθνές δικαστήριο»;

Οι συμμαχίες που έχουν γίνει με τις χώρες της περιοχής, το Ισραήλ και την Αίγυπτο, είναι ασφαλώς θετικές. Σημαντική είναι και η εμβάθυνση της συνεργασίας με τις ΗΠΑ. Μόνες τους όμως αυτές οι πρωτοβουλίες, την ώρα που συνοδεύονται μάλιστα και από αυτό που έχει αποκληθεί «ενεργειακός μεγαλοϊδεατισμός» της Κύπρου, στην πραγματικότητα πριμοδοτούν την κλιμάκωση της έντασης. Πρόκειται για μια πολιτική που κάνει για το μπαλκόνι, δεν έχει ωστόσο καμία πρόβλεψη για το αύριο. Εκτός και αν κάποιος πιστεύει ότι ο Ερντογάν θα κάνει πίσω ή ότι θα τον πειθαναγκάσει η Ευρώπη με τις αποφάσεις της. Τις αποφάσεις που εμείς πρώτοι θεωρούμε ότι είναι για τις εντυπώσεις, χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα.

Στην τελευταία συνάντησή τους οι κ. Μητσοτάκης και Ερντογάν μίλησαν για επανεκκίνηση των σχέσεων των δύο χωρών. Για την ώρα πρόκειται για διακηρύξεις κενές περιεχομένου. Η στιγμή ίσως δεν είναι η πιο κατάλληλη για να ξεκινήσει μια ελληνική διπλωματική πρωτοβουλία. Αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ωστόσο ότι έχει καθυστερήσει δραματικά και ότι επείγει όσο ποτέ άλλοτε.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ