Πολιτικη & Οικονομια

Νομιμοποίηση μέσω διαδικασίας: Ψύλλοι στ’ άχυρα ή ζήτημα δημοκρατίας;

Πότε η συμπολίτευση και η αντιπολίτευση καθίστανται παραγωγικές για την δημοκρατία;

Παναγιώτης Καρκατσούλης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Παναγιώτης Καρκατσούλης εξηγεί γιατί η ρυθμιστική διακυβέρνηση είναι ένας τομέας από τον οποίο πολλά μπορούμε να διδαχτούμε και να βελτιώσουμε.

Όταν η κ. Κωνσταντοπούλου ως ΠτΒ δεχόταν να ψηφιστεί το μνημόνιο Τσίπρα ως «υπερ-κατεπείγον» ήξερε ότι όχι μόνο δεν υπήρχε καμιά τέτοια διαδικασία σε κανένα κοινοβούλιο του κόσμου -ούτε καν σ’ εκείνα της κεντρικής Ασίας-, αλλά δεχόταν την ντε φάκτο κατάλυση του κοινοβουλευτισμού λόγω «υπερκείμενης» αιτίας, που, τότε, συμπυκνωνόταν στην αποφυγή της εκπαραθύρωσής μας από την ευρωπαϊκή οικογένεια.

Το 2015, ο κ. Τσίπρας ευτέλιζε την κοινοβουλευτική διαδικασία με την συνεχή έκδοση Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου χωρίς να συντρέχει καμία έκτακτη και απρόβλεπτη ανάγκη που επιτάσσει το Σύναγμα για την έκδοσή τους. Όταν αντιλαμβανόταν την κριτική που του ασκούσαμε σε σχέση με την κατάργηση των δημοκρατικών λειτουργιών επικαλούνταν μια υπερκείμενη αιτία: Ισχυριζόταν ότι απέδιδε δίκαιο σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες ή ατομικές περιπτώσεις.

Την ίδια επίκληση υπερκείμενης αιτίας έκανε και ο περιώνυμος για την αυθαιρεσία και την περιφρόνησή του στους κανόνες του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας κ. Πολάκης. Εκεί αποφάσιζε ο ίδιος να αποδώσει δίκαιο, αφού οι δικαστές και τα λοιπά εντεταλμένα όργανα της πολιτείας δεν λειτουργούσαν όπως- κατά την γνώμη του-έπρεπε.  

Θα μου πείτε γιατί υπενθυμίζω πράγματα γνωστά και τετριμμένα; Μα, επειδή δεν είναι καθόλου τετριμμένα. Εάν ήταν, δεν θα βλέπαμε την επανάληψή τους από τη νέα κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη, ο οποίος ευαγγελιζόταν -ακριβώς όπως η κ. Κωνσταντοπούλου και ο κ. Τσίπρας- πίστη και εφαρμογή των κανόνων και των διαδικασιών του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας. Τα κατεπείγοντα νομοσχέδια είναι ήδη εδώ και μάλιστα υπό την μορφή «σκούπας» στα οποία περιλαμβάνονται ρυθμίσεις καθαρώς πελατειακών διαφερόντων και η διαβούλευση αποτελεί αναγκαίο κακό που πρέπει να την δεχτούμε για να μην «φωνάζουν» οι αντίπαλοι. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός, καλλιεργώντας μια μεσσιανική εικόνα ανακοινώνει, ο ίδιος, τους εκλεκτούς του για αρχές και υπηρεσίες, συντηρώντας την διαλυτική για τις Ανεξάρτητες Αρχές συμπεριφορά των προκατόχων του.

Στην κριτική όσων επισημαίνουν ομοιότητες στις πράξεις και τις συμπεριφορές μεταξύ των δύο κυβερνητών και ανησυχούν γι’ αυτό, αντιπαρατίθεται η «υπερκείμενη αιτία». Κάτι αξιολογείται, κάθε φορά, ως πιο σημαντικό από την τήρηση των κανόνων. Η διεκπεραίωση της ουσίας ενός θέματος αξίζει, αξιολογείται ως σημαντικότερη από την τήρηση της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθηθεί για να φθάσουμε σ’ αυτήν.

Κι εδώ αποκαλύπτεται ένα βαθύτερο, πολύ σημαντικότερο πρόβλημα από την ποιότητα διακυβέρνησης του κ. Τσίπρα ή του κ. Μητσοτάκη. Έχει να κάνει με την βαθιά αμφισβήτηση ημών των Ελλήνων στις διαδικασίες, σε ότι ορίζουμε ως «τύπο» που τον αντιπαραβάλλουμε προς μια «ουσία» των πραγμάτων. Αυτή αξιολογείται, μονίμως, ως υπέρτερης σημασίας και νοήματος. Ποιος συνέλληνας δεν δέχεται την ορθότητα της πρότασης ότι «πέρα από τον τύπο υπάρχει και η ουσία»; Ή, πόσες φορά, τη μέρα, δεν ακούτε την έκφραση «πάμε τώρα στην ουσία»; Κι όμως η εμμονή μας σ’ αυτό τον τρόπο κατανόησης των πραγμάτων δεν είναι παρά ένα ακόμη σύμπτωμα της υστέρησής μας σε σχέση με την πρόοδο και τις κατακτήσεις των κοινωνικών επιστημών στη χώρα μας.

Μια σύγχρονη αντίληψη που θα αμφισβητούσε την κάθετη διάκριση μεταξύ της ουσίας και της διαδικασίας και θα έδινε νέο περιεχόμενο σ’ αυτήν θα μπορούσε να προέλθει, για παράδειγμα,  έσα από την κοινωνική θεωρία των αυτό-αναφερομένων συστημάτων, η οποία είναι ελάχιστα γνωστή στη χώρα μας.    

Εξακολουθεί να ακούγεται ανατρεπτικό κάτι το οποίο μετρά ήδη μισό αιώνα από τότε που διατυπώθηκε. Εννοούμε το πρωτοποριακό για την εποχή του (εξεδόθη το 1969) έργο «Νομιμοποίηση μέσω διαδικασίας», του Niklas Luhmann. Mέσα από την μελέτη τριών, εκ πρώτης, διαφορετικών διαδικασιών, δηλαδή, της πολιτικής, την δικαστικής και της θείας λειτουργίας διετύπωσε τη θέση ότι ο νομιμοποιητικός παράγων των αποφάσεων που λαμβάνονται στο πλαίσιο τους δεν είναι η αλήθεια ή η ορθότητα του περιεχομένου τους, αλλά οι εγγενείς δομές της διαδικασίας καθεαυτής.

Η διαδικασία, όμως, εδώ δεν κατανοείται ως νεκρή φόρμα, ως «γραφειοκρατία» αλλά ως κοινωνικό σύστημα. Συμπεριλαμβάνει νοήματα και αξίες οι οποίες διασφαλίζουν την ιδιαίτερη ταυτότητά της  (δεν μπορεί, δηλαδή, μια διαδικασία να αντικατασταθεί από κάτι παρεμφερές, ας πούμε ένα παίγνιο) και διαδρά με τα υπόλοιπα κοινωνικά και ψυχικά  συστήματα. Τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά της διαδικασίας, δηλαδή, η αβεβαιότητα της έκβασης και των συνεπειών της και η ανοικτότητα των εναλλακτικών δυνατοτήτων της επιτρέπουν πολλαπλές απαντήσεις και κατανοήσεις της, οι οποίες οριοθετούνται εντός του συγκεκριμένου πεδίου αναφοράς.

Οι πολίτες, εμείς που αποτελούμε το κοινωνικό σώμα δεν γνωρίζουμε εκ των προτέρων την ορθότητα κάποιας εκ των λύσεων σ’ ένα κοινωνικό σύστημα, χωρίς να σημαίνει ότι δεν έχουμε τις προτεραιότητές μας. Θα οδηγηθούμε, όμως, στην αποδοχή η απόρριψη κάποιας εκ των εναλλακτικών έχοντας ως κοινό μας οδηγό μια συμφωνημένη διαδικασία. Τότε, η συμπολίτευση και η αντιπολίτευση καθίστανται παραγωγικές για την δημοκρατία.

Η δημιουργία, η τήρηση και η αναθεώρηση των διαδικασιών, ειδικώς δε, εκείνων που αφορούν την διακυβέρνηση έχουν αναχθεί, πλέον, σ’ ένα ιδιαίτερο γνωστικό πεδίο. Η ρυθμιστική διακυβέρνηση είναι ένας τομέας από τον οποίο πολλά μπορούμε να διδαχτούμε και να βελτιώσουμε. Αρκεί να μην καταφεύγουμε στις εύκολες λύσεις του πελατειασμού και του διχασμού.

Προσδοκώ, αν μη τι άλλο, να μην δω τις ίδιες κατεδαφιστικές αντιλήψεις για την δημοκρατία και το κράτος δικαίου που ζήσαμε επί ΣΥΡΙΖΑ. Τότε, ακόμη και με ουσιώδεις διαφωνίες, θα μπορέσουμε τόσο εκείνοι που ασκούν την  διακυβέρνηση όσο και εμείς της αντιπολίτευσης να είμαστε χρήσιμοι. Αν, όμως, ακολουθηθεί η δοκιμασμένη συνταγή του κ. Τσίπρα που έβλεπε στην κριτική μας για την παραβίαση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών «ψύλλους στ’ άχυρα», τότε η δημοκρατία θα έχει δεχτεί ένα ακόμη πλήγμα.

Θα ήταν ένα θετικό σημάδι ότι αφήνουμε πίσω μας την περίοδο εκείνη, εάν οι λαύροι υπερασπιστές του κ. Μητσοτάκη πάψουν να χαρακτηρίζουν μίζερη την κριτική που γίνεται στην κυβέρνηση για τα πρώτα -σοβαρά, είν’ αλήθεια- ολισθήματά της και να την βοηθήσουν να τα διορθώσει.