Πολιτικη & Οικονομια

Ένας «πρεσπαδόρος» στην κυβέρνηση

Το πρόβλημα δεν είναι στο σήμερα αλλά στο χθες, στον τρόπο που άσκησε και που ασκείται στη χώρα μας η αντιπολίτευση

81922-183211.jpg
Παντελής Καψής
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
367738_1_1.jpg

Οι επιλογές Μητσοτάκη και η κριτική που δέχεται από το κόμμα του: Ο Παντελής Καψής γράφει για την πολιτική και τη στάση της κυβέρνησης

Το ομολογώ, συμπάσχω με τους νεοδημοκράτες αυτές τις ημέρες. Όχι με όλους αλλά με εκείνους που βρίσκονται στα πρόθυρα αποπληξίας με τις επιλογές του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ακούς εκεί να βάλει τον «πρεσπαδόρο» Μαυρωτά γραμματέα αθλητισμού; Αμ τον άλλο, τον αρχηγό της ΕΛΑΣ στο Μάτι, γραμματέα στο Προστασίας του Πολίτη, πού ακούστηκε; Αυτόν για τον οποίο λέγαμε πώς μένει στη θέση του χωρίς να ντρέπεται; Όσο για τον Παπαδημούλη, που τον ψήφισαν κάποιοι «δικοί μας», τι ντροπή, αυτόν που έβριζε τον Κυριάκο. Αλλά φταίει η σιγανοπαπαδιά ο Μεϊμαράκης που έδωσε γραμμή. Καλά που βγήκαν ορισμένες κυρίες της παράταξης κι έκαναν δήλωση αποκήρυξης.

Τέτοια τραβάνε οι φίλοι μας οι νεοδημοκράτες οι οποίοι, φυσικά, σε άλλα σιωπούν. Για παράδειγμα, για τον δικαστικό που μπήκε στην κυβέρνηση λίγες μόνο ημέρες μετά την αποχώρησή του από τον Άρειο Πάγο. Εύλογα θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για δύο μέτρα και δύο σταθμά καθώς ο ίδιος ο Κυριάκος είχε υποστηρίξει ότι οι ανώτατοι δικαστικοί θα πρέπει να μην αναλαμβάνουν κυβερνητική θέση για 3 χρόνια μετά την αποχώρησή τους. Αλλά βέβαια το έλεγε για την κ. Θάνου. Ή για τον συνεργάτη της «Λάμδα» που ανέλαβε να επιβλέπει τώρα την επένδυση του Ελληνικού από την πλευρά της κυβέρνησης. Σιωπή και για αυτόν ή, ακόμα χειρότερα, ερωτήσεις του τύπου γιατί δεν μπορεί κάποιος από τον ιδιωτικό τομέα να μπει στην κυβέρνηση; Λες κι αυτό είναι το θέμα. Για να μην πούμε για τον συγγενή τρίτου βαθμού που είναι επικεφαλής του γραφείου του πρωθυπουργού.

Η μοναδική συμβουλή, λοιπόν, που έχω να δώσω στους φίλους νεοδημοκράτες είναι να χαλαρώσουν. Οι επιλογές του κ. Μητσοτάκη είναι απόλυτα νόμιμες και στην πλειονότητά τους, όχι όλες, πολιτικά ορθές. Το πρόβλημα δεν είναι στο σήμερα αλλά στο χθες, στον τρόπο που άσκησε και που ασκείται στη χώρα μας η αντιπολίτευση. Με υπερβολές δηλαδή, τις οποίες δεν έχουμε κανέναν λόγο να πιστεύουμε και πολύ περισσότερο να συντηρούμε μετεκλογικά.

Με αυτή την έννοια και παρά τις όποιες επιμέρους επιφυλάξεις, η πολιτική που σηματοδοτούν οι επιλογές Μητσοτάκη, ιδίως αυτές που δέχτηκαν κριτική από το κόμμα του, είναι μια καλοδεχούμενη επιστροφή στην κανονικότητα. Είναι μια προσπάθεια αποκλιμάκωσης της ακραίας πόλωσης που χαρακτήρισε την τελευταία δεκαετία. Σαν να μας λέει εντάξει, προεκλογικά είπαμε και μια κουβέντα παραπάνω, τώρα προέχει να πάμε μπροστά. Για κάποιους δεν θα είναι εύκολο. Τα είχαν πάρει τοις μετρητοίς κι είχαν φανατιστεί σε βαθμό που έφτασαν να μοιάζουν με αυτό που μισούσαν. Είπαμε είναι ώρα να χαλαρώσουν.

Η πολιτική αυτή βέβαια θα δοκιμαστεί σε βάθος χρόνου. Δεν συμφωνούν όλοι στη Νέα Δημοκρατία με μια τέτοια προσέγγιση, το αντίθετο. Θυμόμαστε τις οργισμένες δηλώσεις, «θα τους κλείσω φυλακή» ή «θα το πάω μέχρι τέλους», κυρίως με την υπόθεση Νοβάρτις. Όσοι υποστήριξαν προεκλογικά ότι δεν θα πρέπει να δοθεί συνέχεια στην ποινικοποίηση λοιδορήθηκαν.

Η οργή όσων αδίκως κατηγορήθηκαν είναι κατανοητή. Σήμερα ωστόσο το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η ακραία πολιτικοποίηση της δικαιοσύνης, η υπονόμευση των θεσμών, η εντύπωση ότι στόχος των κομμάτων είναι η ηθική εξόντωση των αντιπάλων τους. Αν κάτι ξεχώρισε όμως στην παράδοση-παραλαβή της κυβέρνησης ήταν το συναινετικό κλίμα που επικράτησε. Κι ήταν αυτό το κλίμα περισσότερο από κάθε τι άλλο που δημιούργησε την αίσθηση ότι πραγματικά αφήνουμε πίσω μας την κρίση, ότι μπορούμε να ξαναρχίσουμε να ελπίζουμε για καλύτερες μέρες. Το χειρότερο της τελευταίας δεκαετίας ήταν η ανησυχία και η απαισιοδοξία για το αύριο, μια μαυρίλα που επηρέαζε τον καθένα μας ακόμα και στην προσωπική μας ζωή. Αν μπορέσουμε να βγούμε από τη συλλογική μας κατάθλιψη θα έχουμε κάνει ένα μεγάλο βήμα γι' αυτό που λέμε επιστροφή στην κανονικότητα. Άλλωστε, όπως έχει επισημανθεί από πολλές πλευρές, αν εμείς οι ίδιοι δεν πιστεύουμε στο αύριο της χώρας, γιατί περιμένουμε ότι θα έρθουν οι ξένοι να επενδύσουν;

Με αυτή την έννοια είναι σημαντικό για την κυβέρνηση να διατηρήσει αυτό το κλίμα και να αντισταθεί στις συνήθως ιδιοτελείς φωνές του δήθεν κομματικού πατριωτισμού. Προφανώς ο μήνας του μέλιτος θα τελειώσει, προφανώς θα επιστρέψουμε στις συνήθεις αντιπολιτευτικές υπερβολές. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να επιστρέψουμε στις λογικές της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ή σε πρωτοβουλίες που δικαίως ή αδίκως θα θεωρηθούν από κάποιους ως κινήσεις αντεκδίκησης. Η ανάγκη «αυτοσυγκράτησης» στην οποία αναφέρονται οι Levitsky και Ziblatt στο βιβλίο τους «Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες» προηγείται σήμερα. Και πάντως, πρέπει να αποφευχθεί κάθε κίνηση που μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει πολιτικά κίνητρα, ακόμα και αν αφορά το υπαρκτό θέμα των παρεμβάσεων ΣΥΡΙΖΑ στη δικαιοσύνη, ακόμα και αν αυτό σημαίνει να παραιτηθούν από την «άσκηση των όποιων θεσμικών προνομίων τους».

Ένα σημαντικό βήμα σε αυτή την κατεύθυνση θα είναι η αλλαγή του αναθεωρητέου άρθρου 86 περί ευθύνης υπουργών. Γιατί, φυσικά, όσο η Βουλή έχει την ευθύνη για την άσκηση δίωξης, τόσο οι διώξεις θα θεωρούνται πολιτικές.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ