Πολιτικη & Οικονομια

Η κυρία Σπυριδούλα

Mπορεί όλα αυτά τα χρόνια να άλλαξαν πολλά, όμως την ίδια στιγμή δεν άλλαξε τίποτα

Γιώργος Παναγιωτάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η κυρία Σπυριδούλα: Μια μικρή ιστορία για τη δεκαετία μας

Η κυρία Σπυριδούλα πρέπει να πέθανε το 2010. Θυμάμαι το σουλούπι της, τις κινήσεις της, τον τρόπο με τον οποίο σε χαιρετούσε στις σκάλες ή στην είσοδο της πολυκατοικίας. Ουσιαστικά όμως την ήξερα ελάχιστα. Όταν ήρθα, στο τέλος του προηγούμενου αιώνα, ήταν ήδη εδώ. Και ήταν ήδη ηλικιωμένη. Ζούσε μόνη σε μια γκαρσονιέρα στον τρίτο. Δεχόταν σπάνια επισκέψεις. Έβγαινε μονάχα για τα απαραίτητα ψώνια ή για να πάει στην εκκλησία.  

Είχε μια αίσθηση οικονομίας της παλιάς εποχής. Όταν ήμουν διαχειριστής ερχόταν να πληρώσει τα κοινόχρηστα πάντα με κέρματα. Ακόμα και με μονόλεπτα. Έδειχνε να τα βγάζει δύσκολα πέρα. Όταν της χτυπούσαν τα παιδιά για τα κάλαντα δεν τους άνοιγε. Και μια γειτόνισσα την είδε μια φορά από το ματάκι να σκουπίζει μεθοδικά τα πόδια της στα ξένα χαλάκια καθώς περνούσε. Ίσως για να μην φθείρει το δικό της.

Όπως και να έχει, η κυρία Σπυριδούλα άφησε τον μάταιο και δαπανηρό τούτο κόσμο στην αυγή σχεδόν της κρίσης. Δεν την μνημόνευσα πολλές φορές έκτοτε. Ούτε και οι άλλοι ένοικοι. Εκείνοι που δεν την ξέχασαν ήταν οι υποψήφιοι στις εκλογές. Εξηγώ: Η κυρία Σπυριδούλα, άγνωστο πώς και γιατί, ήταν όσο ζούσε παραλήπτρια δεκάδων φυλλαδίων από υποψηφίους, σε κάθε εκλογική αναμέτρηση. Όχι από ένα μόνο κόμμα. Και όχι από μία μόνο εκλογική περιφέρεια. Το τροπάρι συνεχίστηκε και μετά θάνατον. Με τη διαφορά πως της έστελναν πια και τα νέα κόμματα που είχαν στο μεταξύ ανατείλει στο πολιτικό σκηνικό. Από όλο το φάσμα. Οι πάντες έμοιαζαν να ποθούν την πολύτιμη ψήφο της, την οποία όμως αδυνατούσε πια να τους χαρίσει.

Στο μεταξύ, εμείς οι ζωντανοί βολοδέρναμε στη δίνη της φοβερής αυτής δεκαετίας. Και γνωρίζαμε στο πετσί μας, οι περισσότεροι, τις συνέπειες της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Τη δραματική μείωση των εισοδημάτων, την ανεργία, την ταπείνωση του να παρακαλάς για να σου δώσουν τα δεδουλευμένα σου, την κατάρρευση της δημόσιας υγείας, την ακραία πόλωση, τη βία στις διάφορες μορφές της, την εξάπλωση της ρητορικής του μίσους, την ανασφάλεια για το τι θα ξημερώσει, την ευκολία με την οποία στοχοποιούνταν άνθρωποι και μέσα, τις απειλές και τους ψόφους (που τελευταία έχουν παραχωρήσει τη θέση τους στα πέη –τι μεγάλη αλλαγή, αλήθεια!), τα δύο μέτρα και δύο σταθμά που ξεδιάντροπα χρησιμοποιούν κάποιοι προκειμένου να στηρίξουν το μισαλλόδοξο αφήγημά τους.  

Την ίδια περίοδο, η έκρηξη των σόσιαλ μίντια λειτούργησε καταλυτικά. Κάποιες λίγες φορές με θετικό τρόπο. Τις περισσότερες όμως αρνητικά, με τη μορφή μιας λασποπλημμύρας σχολίων που συνήθως χρησίμευαν απλά για να βγάλει ο σχολιαστής το άχτι του. Οι όποιες συζητήσεις και ανταλλαγές απόψεων σύντομα οδηγούνταν σε αδιέξοδο μέσα στον βόμβο της, συχνά κατευθυνόμενης, αντιπαλότητας. Ακόμα και οι επαγγελματίες –που λέει ο λόγος- της γραφής, παρασυρθήκαμε. Κυνηγήσαμε την εξυπνάδα αντί για την ουσία, το κλικ αντί για την εμβάθυνση, τον κακεντρεχή πετροπόλεμο αντί για την ανάπτυξη θέσεων. Κάποιοι/ες έχουμε συναίσθηση όλων αυτών. Κρινόμαστε, μαθαίνουμε, επιζούμε, προχωράμε. Αλίμονο σ’ εκείνους που δεν κάνουν ποτέ λάθη. Υπάρχουν μιλιούνια τέτοιοι σε τούτη εδώ τη χώρα.

Το κείμενο αυτό γράφτηκε την Κυριακή των εκλογών –και λίγα εικοσιτετράωρα έπειτα από μία ακόμη φασιστικής λογικής επιδρομή ενάντια στην ελευθερία της έκφρασης, στα γραφεία τούτης εδώ της εφημερίδας. Τις τελευταίες μέρες, το γραμματοκιβώτιο της πολυκατοικίας μας ήταν και πάλι γεμάτο από επιστολές υποψηφίων για την κυρία Σπυριδούλα. Από την Αθήνα, την Ηλεία, την Καστοριά, τον Πειραιά, τη Λέσβο. Δεν ξέρω αν ήταν σωστό, όμως πήρα μερικές στο σπίτι και τις χάζεψα. Σταυρωμένα ψηφοδέλτια, χαμογελαστοί υποψήφιοι γεμάτοι όρεξη για δουλειά, πολύ photoshop, λέξεις όπως ανάπτυξη, ανάταση, ασφάλεια, προσέλκυση,  τυπωμένες με μπολντ για να χτυπάνε στο μάτι. Νέοι μεσσίες στη θέση των παλιών, παλιοί μεσσίες σε νέο αμπαλάζ, σωτήρες που τα σκοτεινά συμφέροντα δεν τους άφησαν να μας σώσουν, νέες αφίξεις με άρωμα βόθρου. Και μια αίσθηση ότι μπορεί όλα αυτά τα χρόνια να άλλαξαν πολλά, όμως την ίδια στιγμή δεν άλλαξε τίποτα. Ότι αν, ως δια μαγείας, η κυρία Σπυριδούλα εμφανιζόταν ξαφνικά, δεν θα ένιωθε κάποια έκπληξη. Θα σκούπιζε απλά τα παπούτσια της στο χαλάκι της γειτόνισσας και θα κλεινόταν και πάλι στη γκαρσονιέρα της.