Πολιτικη & Οικονομια

Ο συνοδοιπόρος Σπύρος Βούγιας και η Θεσσαλονίκη

Σπάνια συναντάς την τεχνοπολιτική συγκρότηση, αυτή τη διπλή συνλειτουργία, σε ένα πρόσωπο στην πολιτική ζωή

Σταύρος Κωνσταντινίδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μετά απο 25 χρόνια συνοδοιπορίας, ξέρω ότι κάθε πολιτική λέξη και σκέψη του, ελπίδα και προσδοκία, εκκινούν απο τη Θεσσαλονίκη

Ο Σπύρος Βούγιας ασκεί την επιστήμη με δημόσιο, πολιτικό λόγο και λειτουργεί την πολιτική σαν τεχνοκράτης. Σαν συγκοινωνιολόγος, για την ακρίβεια. Σπάνια συναντάς την τεχνοπολιτική συγκρότηση, αυτή τη διπλή συνλειτουργία, σε ένα πρόσωπο στην πολιτική ζωή. Μόνιμη επωδός του, έτσι ή αλλιώς, είναι η πόλη του η Θεσσαλονίκη. Έμπρακτα το έχει αποδείξει σε κάθε φάση και στιγμή της πολιτικής και κοινωνικής του διαδρομής μέχρι σήμερα. Εξάλλου συνηθίζει με χαμόγελο να παραφράζει πολύ συχνά τον γνωστό στίχο του ποιητή Τάκη Σινόπουλου, λέγοντας: «Έρχομαι συνεχώς απο τη Θεσσαλονίκη».

Όντως έγινε γνωστός στο πανελλήνιο απο τα μέσα της δεκαετίας του ’80 με τις πρωτοπόρες για την εποχή προτάσεις του για τη Θεσσαλονίκη, για το Τραμ, τη θαλάσσια αστική συγκοινωνία και την ανάδειξη των θεμάτων των πεζοδρομήσεων, των ποδηλατοδρόμων και της προστασίας των πεζών. Αλλά όχι μόνο για αυτές καθ’ αυτές τις προτάσεις αλλά και για το στιλ της εύγλωττίας, της πειστικότητας του αφηγήματος. Με ιδεολογικές καταβολές στην ανανεωτική αριστερά και στο ΡΗΓΑ ΦΕΡΑΙΟ της μεταπολίτευσης φαίνεται να κέρδισε τη σκεπτόμενη και ευαίσθητη πολιτική συναίσθηση, ενώ με την τεχνοκρατική παιδεία του Πολυτεχνείου και των σπουδών του στην Αγγλία έμενε πιστός στον πραγματισμό του εφικτού.

Ο Σπύρος Βούγιας κατάφερε εκείνα τα χρόνια με τη γλαφυρή και ιδιαίτερη γραφή του να εκλαΐκεύσει στο δημόσιο λόγο έννοιες άγνωστες για την εποχή. Μίλησε πρώτος για τον πολιτισμό της καθημερινότητας, συνέδεσε τη Συγκοινωνιολογία με την ευρύτερη αρχιτεκτονική και πολεοδομική προσέγγιση των πόλεων αναβιβάζοντας την ολιστική θέαση των προβλημάτων, έθεσε τα ζητήματα της βιώσιμης κινητικότητας, της ήπιας κυκλοφορίας και της ανατροπής του ισχυρού δόγματος της αυτοκινητούπολης. Έφερε τον μοντερνισμό της επιστήμης των δρόμων και πόλεων στη Θεσσαλονίκη, απευθείας απο την Ευρώπη. Τις προσεγγίσεις αυτές τις εξέθετε ταυτόχρονα στο Πανεπιστήμιο ως καθηγητής, στο πεδίο της εφαρμοσμένης πρακτικής μελετώντας πόλεις, και στις εφημερίδες και στα ΜΜΕ με τις πυκνές απο τότε παρεμβάσεις του.

Εκείνα τα χρόνια τον γνώρισα κι εγώ σαν δάσκαλό μου στο Πολυτεχνείο, αλλά και σαν νεαρός ταξιδευτής της δεκαετίας του ’80, που έψαχνα να συναρμόσω τις μετεφηβικές αγωνίες. Να συνδυάσω την επιστήμη των τεχνικών και τις πρόωρες ακόμη περιβαλλοντικές αναζητήσεις, με τα ρεαλιστικά πολιτικά διακυβεύματα, το δημόσιο λόγο, και την ίδια την πόλη που νοηματοδοτούσε την ύπαρξή μου. Έγινε δάσκαλος τελικά σε όλα, και μου έδωσε το νεύμα που έψαχνα.

Άνθρωπος με ήπιο λόγο και δυναμικό χαρακτήρα ταυτόχρονα, επίμονος στους στόχους, πανεπιστημιακός δάσκαλος αλλά και προσηνής στην απλότητα, επιστήμονας και διανοούμενος, με βαθιά αστική ενσυναίσθηση αλλά και ανοιχτός στις εναλλακτικές και καινοτόμες ιδέες, διεκδικεί σε αυτές τις εκλογές τη δημαρχία της Θεσσαλονίκης, με την ανεξάρτητη δημοτική παράταξη «ΠΟΛΗχρωμη Πόλη». Έχοντας ξεκινήσει πρώιμα την προεκλογική δραστηριοποίησή της και προϋπάρχοντας ήδη στην πόλη, υποστηρίχθηκε στο μεταξύ απο το ΚΙΝΑΛ, το Ποτάμι και Ενώσεις Πολιτών. Η ΠΟΛΗχρωμη Πόλη στηρίχτηκε εκ των υστέρων απο τα κόμματα αυτά, όπως ακριβώς είχε συμβεί στις προηγούμενες εκλογές με την Πρωτοβουλία του Γιάννη Μπουτάρη. Ξεκινώντας την προεκλογική εκστρατεία έφερε στο προσκήνιο αρχικά και με μία διάθεση δημοκρατικού πειραματισμού, τη δίδυμη υποψηφιότητα του ίδιου και του 35χρονου Νίκου Νυφούδη, ως συμβολική και πραγματική σύνθεση δύο γενεών ανθρώπων και της συνεχούς ανάγκης ανανέωσης στο πολιτικό και αυτοδιοικητικό πεδίο.

Ο Σπύρος Βουγιας στην πολιτική και αυτοδιοικητική του πορεία προλείανε το έδαφος τόσο το 1998 όσο και το 2002 τη μετέπειτα επιτυχία του Γιάννη Μπουτάρη να κερδίσει τον Δημο Θεσσαλονίκης. Ήταν κάτι σαν ο αναγκαίος πρόλογος μίας προδιεγραμμένης ιστορίας. Το 1998 ο συνδυασμός του Σπύρου Βούγια, πρωτοεισήγαγε το στοιχείο της αυτοδιοικητικής ανεξαρτησίας χωρίς ασφυκτικές εξαρτήσεις απο τα κοινοβουλευτικά κόμματα. Αυτή η ιδέα επαληθεύτηκε στην πράξη, καθώς το αποτέλεσμα - έκπληξη του 16% ήταν μοιρασμένο σε όλες τις πολιτικές προελεύσεις απο την ΝΔ, το Πασόκ και τον Συνασπισμό, άσχετα αν η βασική υποστήριξη προέρχονταν απο τον ενιαίο Συνασπισμό και την Οικολογία - Αλληλεγγύη της εποχής. Ο συνδυασμός τότε σφυρηλάτησε μέσα στο πολύμορφο αλλά συνεκτικό του προφίλ την οραματική ελπίδα και την ρεαλιστική προοπτική παράλληλα, και έτσι διείσδυσε σε ολόκληρη την πόλη, ασχέτως πολιτικής ιδεολογίας. Ήταν η πρώτη προσπάθεια να σπάσουν τα περίκλειστα και συντηρητικά δεσμά της πόλης, και να επιχειρηθεί ο εκσυγχρονισμός και η ταυτοτική απελευθέρωση της πόλης. Και τότε σε αυτή τη μοναδική περιπέτεια ήμουν εκεί.

Σπουδαίες εκστρατείες, συγκροτημένα προγράμματα, πειστικές προτάσεις που συγκίνησαν τους πολίτες, αλλά φαίνεται πως ήταν ακόμη νωρίς για την πολιτική και ιδεολογική στροφή της Θεσσαλονίκης. Ενώ αργότερα, όταν κατεβήκαμε στην Αθήνα στο Υπουργείο Μεταφορών, καταλάβαινα πως ο Σπύρος Βούγιας υπονοούσε στην πραγματικότητα πως συνεχίζουμε τον αγώνα για τη Θεσσαλονίκη. Ήταν φανερό πως παρά την κεντρική κυβερνητική αρμοδιότητα, η ψυχή κοιτούσε την πόλη. Παρά τη μεγάλη αποδοχή από το κράτος της Αθήνας, που διέγνωσκε την υπεροχή ενός σπάνιου συνδυασμού τεχνοκρατικού, εναλλακτικού και πολιτισμένου λόγου, ο ίδιος αδημονούσε την επιστροφή.

Πολλοί λένε ότι ήταν λάθος η μεταπήδησή του στην κεντρική πολιτική σκηνή, ωστόσο ο ίδιος κατανοούσε μάλλον πως η χώρα βρίσκονταν σε μια φάση έτοιμη να συγκροτήσει ένα σύγχρονο προοδευτικό μέτωπο στα ευρωπαϊκά πρότυπα, που θα περιλάμβανε τις σοσιαλδημοκρατικές και φιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις, την δημοκρατική αριστερά και τα μοντέρνα ρεύματα της οικολογίας. Δεν ξέρω ποιος δικαιώνεται εκ των υστέρων. Πάντως το αίτημα αυτό παραμένει επίμονα μέχρι σήμερα ένα ζητούμενο και ψηλά στην ατζέντα της πολιτικής συζήτησης του πραγματικά προοδευτικού χώρου.

Η προεκλογική περιοδος των δημοτικών εκλογών στη Θεσσαλονίκη θα εισέλθει στην τελική ευθεία μετά το Πάσχα, και το τοπίο διαμορφώνεται μέχρι σήμερα άνευρο από τη μία εξαιτίας των γενικόλογων, αυτοαναφορικών και απλοϊκών διακηρύξεων πολλών δεκάδων υποψηφίων, και απο την άλλη τεχνητά διχαστικό από τους κομματικούς υποψηφίους της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, του Νίκου Ταχιάου και της Κατερίνας Νοτοπούλου. Μεταξύ του τεχνοκρατικού μεν, αλλά ταυτόχρονα βερμπαλιστικού και ελαφρώς κυνικού λόγου του Νίκου Ταχιάου, του απόλυτα βολονταριστικού και ευχολογικού αφηγήματος (δανεισμένο απο την κυβερνητική ρητορεία ) της Κατερίνας Νοτοπούλου, και της απολιτικής γλώσσας του Γιώργου Ορφανού, που ποντάρει σε ένα απροσδιόριστο συναίσθημα της αφηρημένης καλής πρόθεσης, λείπει η συντεταγμένη και πειστική πολιτική πρόταση για την πόλη στο εθνικό και διεθνές περιβάλλον.

Μία πολιτική που χωρίς περιττές φιοριτούρες και με ψυχραιμία και σοβαρότητα περιγράφει ο Σπύρος Βούγιας, στην προεκλογική εκστρατεία του. Τοποθετημένος ιδεολογικά έξω απο τα άκρα της πολιτικής κλίμακας, κατανοεί τις προκλήσεις της μετά Μπουτάρη εποχής. Καταλαβαίνει τι πρέπει να διατηρηθεί, τι να επεκταθεί και τι να βελτιωθεί. Μία πόλη φιλική και λειτουργική, με τεχνοκρατική ακρίβεια σχεδιασμού και περιβαλλοντική συνοχή, με μέτρο την ανθρώπινη κλίμακα και την καθημερινότητα, με πρόσημο προοδευτικό, ανοιχτό και κοσμοπολίτικο, με συνεργατική αντίληψη χωρίς δογματισμούς, με αυτοπροσδιορισμό στο μέλλον χωρίς άκαιρες συγκρίσεις με την Αθήνα, και τέλος απαλλαγμένη απο την εξάρτηση, την ταύτιση ή τη σφοδρή αντίθεση απέναντι στο εκάστοτε κεντρικό και κυβερνητικό σύστημα. .

Ο Σπύρος Βούγιας μέσα στη μακρά πολιτική και επιστημονική του εμπειρία κατανοεί πως δεν χρειάζονται πολλά και περισπούδαστα λόγια, αχρείαστες κόντρες αλλά ταχύτητα και αποτέλεσμα πάνω στο σώμα της πόλης. Ξέρει ότι οι σύγχρονες πόλεις εμφανίζονται χειραφετημένες και αυτόνομες πια στο διεθνές στερέωμα, είναι διεκδικητικές απέναντι στο κράτος, εμπνέονται απο την καινοτομία, προτάσσουν τη συλλογική αλληλεγγύη, δημιουργούν ισχυρό κινητήριο «μύθο» για το μέλλον. Αυτά δεν τα εκφράζει ούτε τα υπονοεί απλώς, αλλά τα αποδεικνύει με την προεκλογική του εικονογραφία που κρατάει σταθερές πολιτισμού, διαλόγου και αισθητικής, ήρεμης δύναμης, υψηλής προγραμματικής επάρκειας, χωρίς μεγαλοστομίες και κοκορομαχίες.

Μετά απο 25 χρόνια συνοδοιπορίας, παράλληλης αγωνίας και κοινής εμπειρίας με τον Σπύρο Βούγια, ξέρω ότι κάθε πολιτική λέξη και σκέψη του, ότι κάθε ελπίδα και προσδοκία του άσχετα απο την βαθιά πολιτική ανάγνωσή του εκκινεί απο τη Θεσσαλονίκη. Όχι γιατί εμμένει σε κάποιον λυρικό συναισθηματισμό για τον τόπο του, αλλά γιατί κάποιοι άνθρωποι ταυτίζονται παντοτινά σημειολογικά και ψυχαναλυτικά με την πόλη τους.