Πολιτικη & Οικονομια

Κάντε διάλογο, όχι πόλεμο!

Γιώργος Φλέσσας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στη Γερμανία αυτές τις ημέρες ολοκληρώνεται η συμφωνία μεταξύ χριστιανοδημοκρατών (CDU) και σοσιαλδημοκρατών (SPD) για τη διακυβέρνηση της χώρας τα επόμενα χρόνια. Στις ΗΠΑ, άνοιξαν οι δημόσιες υπηρεσίες –μετά από 16 ημέρες λουκέτου και κόστος 24 δις δολαρίων– με τη συμφωνία στο Κογκρέσο Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων.

Τα δύο αυτά πρόσφατα παραδείγματα αποδεικνύουν ότι οι σοβαρές χώρες και οι σοβαροί πολιτικοί ηγέτες, όταν πρόκειται για το συμφέρον της χώρας τους και των πολιτών τους, όσο κι αν διαφωνούν, διαλέγονται, κάνουν αμοιβαίες υποχωρήσεις, συμβιβάζουν τις διαφορές τους και καταλήγουν σε λύσεις κοινής αποδοχής. Κι αυτό συμβαίνει γιατί γνωρίζουν καλά ότι, στο σύγχρονο κόσμο, τα προβλήματα που δεν αντιμετωπίζονται έγκαιρα, σκάνε με τρόπο εκρηκτικό και με πολύ δυσμενέστερες επιπτώσεις για όλους.

Στην Ελλάδα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η ακραία ρητορική, η πόλωση, τα ψέματα, οι εκβιασμοί, οι ιδεοληψίες και οι ανερμάτιστες θεωρίες κυριαρχούν στο δημόσιο λόγο. Οι λυσσαλέες αντιδράσεις σε κάθε μεταρρύθμιση, η υπονόμευση των ξένων επενδύσεων και των αποκρατικοποιήσεων, τα κλειστά πανεπιστήμια αποδεικνύουν περίτρανα ότι δεν υπάρχει καμιά διάθεση συνεννόησης και επίλυσης των χρόνιων προβλημάτων μας.

Η εσωστρέφεια, ο συντηρητισμός, ο λαϊκισμός και το βόλεμα, που ξεκίνησαν τη δεκαετία του ’80 και κλιμακώθηκαν τις επόμενες δεκαετίες, έχουν προξενήσει τελικά πολύ μεγαλύτερη ζημιά από ότι η οικονομική χρεωκοπία.

Παρά το γεγονός ότι μάς αρέσει να λέμε ότι η Ελλάδα είναι η χώρα που γέννησε τη δημοκρατία και πολλοί κόπτονται για τα δημοκρατικά δικαιώματα, η έννοια του διαλόγου και η κατανόηση των θέσεων της άλλης πλευράς, με σκοπό τη σύνθεση και την εξεύρεση της ελάχιστης συμφωνίας, είναι ανύπαρκτη. Γι αυτό και η πρόοδος της επίλυσης ακόμη και των πιο απλών θεμάτων υπονομεύεται εξαρχής και μπλοκάρει. Αντί διαλόγου υπάρχει αντιπαράθεση, που με τη σειρά της οδηγεί στην περιχαράκωση κι από εκεί στη σύγκρουση. Δυστυχώς, διάλογος και συμβιβασμός στη δημόσια ζωή της χώρας μας σημαίνουν “σε θέλω ηττημένο”.

Το φαινόμενο αυτό πολύ εύστοχα αναλύει ο Michael Ignatieff στους New York Times (16.3.2013) στον άρθρο του ”Enemies vs. Adversaries”:

«Για να λειτουργούν οι Δημοκρατίες, θα πρέπει οι πολιτικοί να σέβονται τη διαφορά μεταξύ εχθρού και αντιπάλου. Ο εχθρός είναι κάποιος που θέλεις να ηττηθεί, να καταστραφεί. Με τους αντιπάλους, ο συμβιβασμός είναι θεμιτός: ο σημερινός αντίπαλος μπορεί να είναι ο αυριανός σύμμαχος. Αντίθετα, με τους εχθρούς ο συμβιβασμός είναι προσωρινός κατευνασμός.

Μεταξύ αντιπάλων, η εμπιστοσύνη είναι δυνατή. Θα σε κτυπήσουν, αν μπορούν, αλλά θα αποδεχτούν το αποτέλεσμα μιας έντιμης μάχης. Αυτό, μαζί με την επιθυμία να παίζει κανείς σύμφωνα με τους κανόνες, είναι ότι απαιτεί καλόπιστα η δημοκρατία. Μεταξύ εχθρών, η εμπιστοσύνη είναι αδύνατη. Δεν παίζουν σύμφωνα με τους κανόνες (ή αν το κάνουν, το κάνουν μόνο ως κίνηση σκοπιμότητας) και αν κερδίσουν, θα προσπαθήσουν να ξαναγράψουν τους κανόνες, ώστε οι ίδιοι να μην ξαναχάσουν ποτέ.

Οι αντίπαλοι μπορεί εύκολα να μετατραπούν σε εχθρούς. Και αν αρχίσουν να σκέφτονται τη δημοκρατία ως ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, το επόμενο βήμα είναι να αντιλαμβάνονται την πολιτική ως πόλεμο: χωρίς την παραμικρή υποχώρηση, χωρίς αιχμαλώτους, χωρίς έλεος.

Όμως, η πολιτική δεν είναι πόλεμος· είναι η μόνη αξιόπιστη εναλλακτική λύση σ’ αυτόν. Από τη στιγμή που αντιλαμβανόμαστε την πολιτική ως πόλεμο, οι πολεμικές κραυγές πνίγουν τη δημοκρατική πειθώ. Βήμα-βήμα, η φιλονικία και η αυταρέσκεια καθιστούν αδύνατη κάθε συνεργασία».

Η ελληνική κρίση αποδείχτηκε περίτρανα ότι δεν ήταν μόνο οικονομική· πάνω από όλα, είναι συσσώρευση χιλιάδων χρόνιων άλυτων προβλημάτων, τα οποία πολιτικοί, κόμματα και κοινωνία δείχνουν ότι δεν θέλουν ή δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν.

Η εμπειρία έχει διδάξει ότι σε περιόδους κρίσης οι χώρες προοδεύουν, όταν οι ηγετικές ελίτ –πολιτικές, επιχειρηματικές, κοινωνικές και πνευματικές– συσπειρώνονται και αναλαμβάνουν δράση σε μια βάση ελάχιστης κοινής συνεννόησης. Στη χώρα μας όμως τέτοια συνεννόηση δεν υπάρχει, ούτε καν για τα αυτονόητα θέματα. Αυτό ερμηνεύει και την ανυποχώρητη στάση των δανειστών μας, οι οποίοι –παρά το γεγονός ότι έχουν επιτευχθεί αρκετοί στόχοι του μνημονίου– αμφισβητούν την ικανότητα που έχουμε ως χώρα και ως κοινωνία να λύνουμε τα προβλήματα μας.

Η πραγματικότητα είναι δεδομένη και δεν αλλάζει. Όλα όσα πρέπει να γίνουν είναι γνωστά. Κανείς δεν πρόκειται να μας βοηθήσει, αν εμείς δεν δράσουμε, με όποιο μέσο και τρόπο διαθέτει ο καθένας.

Τι μπορεί να γίνει; Είμαστε διατεθειμένοι –ο καθένας από εμάς– να πάψουμε να κοιτάμε μόνο την πάρτη μας και να κάνουμε, έστω τα ελάχιστα για το κοινό όφελος; Είμαστε διατεθειμένοι να πολεμήσουμε το λαϊκισμό, τις ουτοπικές ιδεοληψίες, τις προχειρότητες, τα εθνικιστικά παραληρήματα, τους αφορισμούς; Είμαστε διατεθειμένοι να συζητάμε τεκμηριωμένα και με επιχειρήματα; Είμαστε διατεθειμένοι να βοηθήσουμε τους θυμωμένους συμπολίτες μας να ενημερωθούν πλήρως για τις επιλογές που έχουν μπροστά τους και τη σημασία τους, ώστε να μην παγιδεύονται σε ψευτοδιλήμματα; Είμαστε διατεθειμένοι να ασκούμε αφόρητη πίεση προς όλους να πάψουν να λένε ψέματα, να αρχίσουν να διαλέγονται, να έχουν προτάσεις και να βρίσκουν λύσεις; Είμαστε διατεθειμένοι να αξιοποιήσουμε τη δύναμη που έχουμε: να στηρίξουμε όσους λένε τα πράγματα με το όνομά τους, όσους δεν φοβούνται το κόστος, όσους είναι έτοιμοι να συγκρουστούν, όσους δουλεύουν σκληρά, όσους θέλουν να πάνε τα πράγματα μπροστά;

Αν είμαστε, τότε θα αρχίσουμε να έχουμε ελπίδα. Αν όχι…