Πολιτικη & Οικονομια

Gangland

Δεν πρέπει να μας εκλήσσει το ότι η Ελλάδα εμφανίζει χαρακτηριστικά gangland

Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 455
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η Σώτη Τριανταφύλλου γράφει για την Ελλάδα που εμφανίζει χαρακτηριστικά gangland

Οι συμμορίες –οι παραλλαγές της μαφίας, οι αμερικανικές street gangs, οι πολιτικο-εγκληματικές σπείρες όπως η Χρυσή Αυγή– είναι μια μορφή oργανωμένης, συλλογικής δράσης με αρχικό στόχο την αλληλοβοήθεια των μελών μέσω της εκμετάλλευσης ή εξόντωσης των μη μελών. Και καθώς ο γκανγκστερισμός αναπτύσσεται όπου οι δυνάμεις του νόμου και της τάξης είναι ανεπαρκείς, όσο παλιότερα ανατρέχουμε στην ανθρώπινη ιστορία, τόσο εντονότερη και ευρύτερη είναι η δραστηριότητα των συμμοριών.

Οι συμμορίες δεν είναι φαινόμενο του σύγχρονου κόσμου, αλλά μάλλον ιστορικό υπόλειμμα που, εξαιτίας των σημερινών θεσμών (που, στο δημοκρατικό καθεστώς, έχουν ενισχυθεί και εμπλουτιστεί) αναδύεται με ποικίλα επαγγελματικά ή πολιτικά προσχήματα. Όπως είναι φυσικό, δεν μπορούν να λειτουργήσουν «ανοιχτά» συμμορίες όπως το «Τσούρμο των Καταραμένων» που λυμαινόταν το Λονδίνο τον 16ο και 17ο αιώνα, ή τα «Νεκρά Κουνέλια» που περιγράφει ο Μάρτιν Σκορσέζε στην ταινία «Συμμορίες της Νέας Υόρκης». Τέτοιου είδους ονόματα απαντώνται σήμερα μόνο σε ροκ και χάρντκορ μπάντες – και ο γκανγκστερισμός συνεχίζεται με άλλα μέσα.

Η υπόθεση της Χρυσής Αυγής υπογραμμίζει τόσο τις ασθενικές δυνάμεις του νόμου και της τάξης όσο και τη μη αναγνώριση των κοινωνικών φαινομένων, μια στάση που μαρτυρεί, εκτός από ελαφρότητα, την πεποίθηση ότι η Ελλάδα «διαφέρει» από άλλες χώρες. Το αποτέλεσμα είναι να μην μπορεί να αξιοποιηθεί η πείρα των άλλων χωρών στην αντιμετώπιση της κοινωνικής παθολογίας: αντιδράσαμε με έκπληξη, δειλία, βραδείς ρυθμούς μπροστά στην αριστερή τρομοκρατία, στη λαθρομετανάστευση, στην αύξηση της εγκληματικότητας και, προσφάτως, στη εμφάνιση εγκληματικής συμμορίας η οποία παριστάνει το πολιτικό κόμμα.

Σε ό,τι αφορά το τελευταίο ζήτημα, σε παραδοσιακές κοινωνίες όπως η δική μας υπάρχει μακρύ παρελθόν στην οργάνωση φατριών: πολύ συχνά, η προσχώρηση σε κόμματα και ομάδες γίνεται με βάση την οικογενειακή γραμμή, ή μέσω στρατολογιών που ενέχουν διαδικασίες και τελετουργικά παρόμοια με εκείνα της μύησης σε συμμορίες. Οι κλίκες, οι φάρες, τα σινάφια, καθώς και η ίδια η δομή της παραδοσιακής ελληνικής οικογένειας –που ευτυχώς για όλους μας τείνει να εκλείψει– συνυφαίνονται με την ιδέα της συμμορίας παρότι στις παραπάνω μορφές κοινής διαβίωσης και σύμπραξης σπάνια εμπλέκονται παράνομες δραστηριότητες. Ωστόσο, η ιεραρχία, η σχέση με τον «έξω κόσμο», η υποταγή του ατόμου στις επιθυμίες του συνόλου ή του αρχηγού είναι πρόσφορο έδαφος για τη συγκόλληση ατόμων με κοινά συμφέροντα τα οποία εναντιώνονται με εχθρότητα στα συμφέροντα των «άλλων».

Όπως παντού στον κόσμο τα κίνητρα για την προσχώρηση σε συμμορίες σχετίζονται με μιαν απόκριση στην ανεργία και στην απουσία κοινωνικών υπηρεσιών. Η κοινωνική αποδιοργάνωση, η διάλυση του σχολείου και του δικτύου κοινωνικής προστασίας ενισχύει την αντικατάσταση των νομίμων θεσμών από παράνομους όπως είναι οι συμμορίες. Το συνεκτικό υλικό ανάμεσα στα μέλη είναι συνήθως η εθνοτική αλληλεγγύη: οι συμμορίες συντίθενται από άτομα με κοινή φυλετική ή και θρησκευτική ταυτότητα η οποία εκδηλώνεται με επιθετικά χρώματα δανεισμένα από τον στρατό ή/και τον υπόκοσμο.

Οι συμμορίες προσφέρουν, εκτός από αυτή την επιθετική ταυτότητα που τονίζεται από συγκεκριμένα σύμβολα (στολές, τατουάζ, χειρονομίες, συνθηματικά), τη συμμετοχή στον συλλογικό ναρκισσισμό, δηλαδή στην ιδέα ότι τα μέλη του “ingroup” (της εσώτερης ομάδας), οι «μυημένοι», είναι ανώτερα από όσους δεν ανήκουν σ’ αυτή. Η νοοτροπία αυτή χαρακτηρίζει πολλές εξτρεμιστικές ομάδες –δεξιές και αριστερές– ξεπατικώνοντας τον εθνικισμό και την αντίληψη της εθνικής εξαίρεσης. Το love story των Ελλήνων με τον εαυτό τους αποτελεί το κατάλληλο υπόβαθρο για αντιλήψεις παρανοειδούς τύπου («όλοι μας επιβουλεύονται») κατά τις οποίες η Ελλάδα και οι Έλληνες πασχίζουν να διορθώσουν τη διεθνή αδικία εναντίον τους τοποθετώντας τον εαυτό τους στο κέντρο του κόσμου και απαιτώντας αναγνώριση μεγαλείου και πρωτείων. Κάπως έτσι σκέφτονται και τα μέλη των συμμοριών.

Η προσχώρηση σε συμμορίες σχετίζεται επίσης με την επιδίωξη της συλλογικότητας, του «ανήκειν» –το οποίο αποδεικνύεται μέσω άσκησης βίας– καθώς με την επανόρθωση κάποιας κοινωνικής αδικίας που υποτίθεται ότι θίγει τα μέλη των συγκεκριμένων συμμοριών. Για παράδειγμα, οι «συμμορίτες» πιστεύουν ότι η συμμορία τους αξίζει να αναγνωριστεί κοινωνικά (ενώ δεν αναγνωρίζεται), ότι πρέπει να της ανατεθούν εξουσίες (τις οποίες δεν έχει), ότι δικαιούται να είναι το κέντρο της προσοχής, ότι τα μέλη ξέρουν ό,τι αγνοούν τα μη μέλη. Αυτή η εξιδανίκευση της συμμορίας δεν οδηγεί μόνο στην προσχώρηση σε αυτή αλλά και στην προθυμία για θυσίες προς χάριν της – έτσι, αν η ηγεσία τοποθετεί οδυνηρά εμπόδια στην προσχώρηση και στην παραμονή στη συμμορία το κύρος της συμμορίας (και της ηγεσίας της) αυξάνεται.

Από τις εγκληματικές συμμορίες “Raskol” της Νέας Γουινέας μέχρι τις συμμορίες των αμερικανικών φυλακών ή των μοτοσυκλετιστών, η λογική, άρα και η δομή, είναι παρόμοιες – διαφέρουν οι εγκληματικές πράξεις. Επειδή όμως οι ανθρώπινες δραστηριότητες είναι μάλλον περιορισμένες και μάλλον επαναληπτικές, συναντάμε σχεδόν πάντοτε εκβιασμούς, λαθρεμπόριο διαφόρων ειδών, κλοπές, ληστείες, εκφοβισμό, προστασία καταστημάτων και κέντρων διασκέδασης που ανήκουν σε συγκεκριμένες «περιοχές» ή «επικράτειες». Σε μερικές ιστορικές περιόδους και τόπους φαίνεται –εντελώς παραπλανητικά– σαν να υπάρχουν δυο δρόμοι για τους νέους: είτε να γίνουν φύτουλες με χοντρά γυαλιά που να διαπρέπουν στο σχολείο, είτε να γίνουν μέλη συμμοριών. Στην Ελλάδα, όπου η αρίστευση στο σχολείο γίνεται όλο και πιο δύσκολη, όλο και σπανιότερη –εφόσον το σχολείο υπολειτουργεί– δεν πρέπει να μας εκλήσσει το ότι η ηλιόλουστη και ανέμελη Ελλάδα εμφανίζει χαρακτηριστικά gangland.