Πολιτικη & Οικονομια

Αντετοκούνμπο ή Κασιδιάρης;

Ποιος είναι «περισσότερο» Έλληνας;

Παντελής Καψής
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ποιος είναι «περισσότερο» Έλληνας, ο Αντετοκούνμπο ή ο Κασιδιάρης; Και οι δυο είναι Έλληνες πολίτες, μιλάνε ελληνικά και έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα. Ενώπιον του νόμου δεν έχουν διαφορά. Ο Κασιδιάρης φυσικά έχει γεννηθεί από Έλληνες και σε μια τέτοια λογική, στη λογική του αίματος δηλαδή, θα ισχυριζόταν ότι αυτός μόνο είναι «γνήσιος» Έλληνας. Όμως υπάρχουν και διαφορετικοί ορισμοί της εθνικότητας. Στον όρκο για την απόκτηση υπηκοότητας για παράδειγμα, προβλέπεται η πίστη στην πατρίδα, η υπακοή στο Σύνταγμα και τους νόμους και η ευσυνείδητη εκπλήρωση των καθηκόντων του Έλληνα πολίτη. Με βάση έναν τέτοιο πολιτικό ορισμό της εθνικότητας, ο Αντετοκούνμπο περνά φυσικά μετ’ επαίνων, ένας ναζί ωστόσο όχι.

Τι σχέση έχουν όλα αυτά, θα πείτε, με την πολιτική μας κατάσταση; Ενδεχομένως πολλά γιατί συμβολίζουν δύο διαφορετικές αντιλήψεις της ελληνικότητας και κατ’ επέκταση του είδους της κοινωνίας που θέλουμε να γίνουμε. Διαφορετικές, δεν λέω διαμετρικά αντίθετες, επειδή συνυπάρχουν. Η επιτυχία, βλέπετε, μας κάνει να ξεχνάμε τις προκαταλήψεις μας. Ένας πρόσφυγας από τη Νιγηρία που πουλάει αναπτήρες για να ζήσει την οικογένειά του είναι συνήθως αποδέκτης της αδιαφορίας μας, εκτός φυσικά και αν παίζει καλό μπάσκετ. Κάποιες τέτοιες ακραίες περιπτώσεις όμως μας βοηθάνε να αντιμετωπίσουμε με λίγη μεγαλύτερη ειλικρίνεια τον εαυτό μας. Το θέμα δεν αφορά μόνο τους μετανάστες. Αφορά πολύ περισσότερο το αν και πόσο θα μπορέσουμε να γίνουμε μια κοινωνία των νόμων και των θεσμών.

Στη διάρκεια της κρίσης είχαμε μια τεράστια οπισθοχώρηση στην πολιτική μας κουλτούρα. Πρώτα με το αντιμνημόνιο και στη συνέχεια με το μακεδονικό βγήκαν στην επιφάνεια ρεύματα βαθειά σκοταδιστικά που αμφισβήτησαν στον πυρήνα τους όλες τις αξίες και τους θεσμούς της Δημοκρατίας. Δεν είναι οι διαφωνίες καθαυτές, οι οποίες είναι απόλυτα νόμιμες σε μια δημοκρατία. Είναι το μίσος και οι κρεμάλες στο Σύνταγμα, είναι οι κατάρες στους προδότες πολιτικούς, είναι τα τερατώδη ψέματα, ο ευτελισμός των θεσμών και ιδιαίτερα του Κοινοβουλίου. Είναι φυσικά και οι προπηλακισμοί όσων τολμούσαν να πάνε ενάντια στο ρεύμα.  Όλα αυτά δεν προέκυψαν από την πολιτική διαφωνία, είτε για το Μνημόνιο είτε για τις Πρέσπες. Είναι αστείο και να το λέμε. Μια σύγχρονη δημοκρατική πολιτεία μπορεί ή θα έπρεπε να μπορεί να αντιμετωπίσει τέτοια ζητήματα πολιτισμένα. Με ένταση, με αντιπαραθέσεις, όχι όμως με τη χυδαιότητα και τη βιαιότητα στους λόγους και στις πράξεις, που παρακολουθήσαμε.

Η οργή πυροδοτήθηκε ασφαλώς από την κρίση. Υπήρχε όμως το υπόβαθρο: η αντίληψη για τον αγνό και μονίμως προδομένο λαό, τον γνήσιο εκφραστή της ελληνικότητας, σε μόνιμη σχεδόν αντιπαλότητα με τους θεσμούς του κράτους. Είναι στην πραγματικότητα μια αντίληψη για την ίδια την ελληνικότητα που αντλεί τη νομιμοποίησή της όχι από τη δημοκρατική πολιτειακή τάξη αλλά από τις πολύ βαθύτερες ρίζες της «φυλής» που φτάνουν ως την αρχαιότητα, σύμφωνα με το εθνικό μας αφήγημα. Για έναν αμερικανό πολίτη το να αμφισβητήσει το Σύνταγμα και τους νόμους είναι σαν να αμφισβητεί την ίδια την έννοια του ότι είναι Αμερικανός. Για τον Έλληνα αυτό είναι πολύ πιο απλό γιατί η ελληνικότητά του υπερβαίνει κατά πολύ τους θεσμούς. Με αυτή την έννοια τα συλλαλητήρια των αγανακτισμένων και τα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία, στις ακραίες τους εκφάνσεις τουλάχιστον, είχαν κοινή ιδεολογική μήτρα.

Πρόκειται για έναν πατριωτισμό άρρηκτα δεμένο με το εθνικό μας αφήγημα. Σε δύσκολες στιγμές έχει αποδειχθεί πολύτιμος κι ακόμα και σήμερα εξηγεί ενδεχομένως πώς η πολιτική κρίση δεν διέλυσε την συνοχή της κοινωνίας. Έχει όρια, όμως, και κυρίως δεν μπορεί να υποστηρίξει μια κοινωνία υποχρεωμένη να ανοιχτεί στον παγκόσμιο ανταγωνισμό, να στηριχθεί στην καινοτομία και να προσαρμοστεί σε ριζικά διαφορετικές συνθήκες της παγκοσμιοποίησης που έχουν περιορίσει τις δυνατότητες του εθνικού κράτους. Μια κοινωνία επιπλέον που βρίσκεται σε δημογραφική υποχώρηση κι είναι αντιμέτωπη με τους Αντετοκούνμπο του τρίτου κόσμου τους οποίους δεν ξέρει πώς να υποδεχθεί: σαν κατάρα ή σαν σωτηρία;

Προφανώς δεν θα αλλάξουμε εθνικό αφήγημα πατώντας ένα κουμπί. Αν όμως δεν αρχίσουμε να συζητάμε αυτά τα ζητήματα χωρίς τον φόβο να μη θίξουμε τις όποιες ευαισθησίες, πραγματικές ή φανταστικές, τότε θα είναι σαν να καταδικάζουμε τον εαυτό μας στην στασιμότητα. Ήδη έχουμε μείνει πολύ πίσω.