Πολιτικη & Οικονομια

Το success story του λαϊκισμού

Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες δεν έχουν χάσει τη μάχη των ιδεών. Αλίμονο όμως εάν χάσουν τη μάχη της οικονομίας

Περικλής Δημητρολόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αξίζει να ασχοληθεί κανείς σοβαρά με το Νταβός; Λίγοι θα έδιναν καλύτερη απάντηση στο ερώτημα από τους Times του Λονδίνου, αλλά ούτως ή άλλως όλοι θα συμφωνούσαν: «Δισεκατομμυριούχοι των hedge fund», γράφει η εφημερίδα, «πετάνε στο ελβετικό θέρετρο με ιδιωτικά τζετ που καταναλώνουν χιλιάδες λίτρα καυσίμων για να μιλήσουν για την κλιματική αλλαγή. Εκατομμυριούχοι ceo ανταλλάσσουν απόψεις για τις ανισότητες ανάμεσα στο ένα κοκτέιλ και το άλλο. Πλούσιοι που συστήνονται ως “ηγέτες της σκέψης” αναλώνονται σε ατέρμονες συζητήσεις».

Όχι, δεν αξίζει να ασχοληθεί κανείς σοβαρά με το Νταβός. Και δεν αξίζει επειδή σε αυτά τα δέκα χρόνια που πέρασαν από το ξέσπασμα της κρίσης, οι πλούσιοι είναι πιο πλούσιοι από ποτέ. Το πρακτορείο Bloomberg, για παράδειγμα, μέτρησε τις περιουσίες καμιά δεκαριά μεγιστάνων του πλούτου που συνηθίζουν να δίνουν το «παρών» στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, ανάμεσα στους οποίους είναι ο Γκέιτς, ο Ζούκερμπεργκ και ο Σόρος για να διαπιστώσει ότι σε αυτά τα δέκα χρόνια η περιουσία τους αυξήθηκε κατά 175 δισεκατομμύρια δολάρια. Σε αυτά τα δέκα χρόνια αυτό το πιο πλούσιο (και συνήθως διάσημο) 0,1% του παγκόσμιου πληθυσμού υπερδιπλασίασε τα πλούτη του από τα 3,4 δισ. στα 8,9 δισ. δολάρια, ενώ μόνο τον τελευταίο χρόνο το πιο φτωχό μισό του πλανήτη έχασε το 11% των εισοδημάτων του.

Ακόμη δυο αριθμοί στους οποίους αποτυπώνεται όχι μόνο το μέγεθος αλλά και η τεράστια αύξηση των ανισοτήτων: Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η ετήσια αποζημίωση των επικεφαλής των μεγαλύτερων επιχειρήσεων είναι 312 φορές μεγαλύτερη από το ετήσιο εισόδημα του μέσου εργαζόμενου από 200 που ήταν το 2009, τη χρονιά δηλαδή ξέσπασε η κρίση, 58 το 1989, οπότε ολοκλήρωνε τη δεύτερη θητεία του ο Ρόναλντ Ρίγκαν, και 58 από το 1965. Κι ακόμη δυο που δεν μπορεί παρά να προκαλέσουν οργή: εάν το πιο πλούσιο 1% των πλούσιων πλήρωνε 0,5% περισσότερο σε φόρους, θα μπορούσε να σωθούν 100 εκατομμύρια ζωές, ενώ όλα τα παιδιά του κόσμου θα αποκτούσαν πρόσβαση στην εκπαίδευση για την επόμενη δεκαετία. 

Ακόμη χειρότερα, εάν έχει αλλάξει κάτι σε αυτά τα δέκα χρόνια δεν είναι μόνο ότι οι αυξήθηκαν οι ανισότητες επειδή η κρίση ήταν μια εμπειρία που δεν έμαθε σε κανέναν τίποτε. Είναι και ότι οι ψηφοφόροι αντέδρασαν σε αυτήν την προκλητική άγνοια ψηφίζοντας τους λαϊκιστές. Όχι πως υπάρχει περίπτωση ποτέ να δαγκώσουν οι λαϊκιστές τους καρχαρίες – περισσότερο από φίλος του λευκού των μεσοδυτικών πολιτειών που έχει πέσει θύμα της παγκοσμιοποίησης, ο Τραμπ είναι φίλος εκείνου του πιο πλούσιου 0,1% και όλων των πλούσιων, στους οποίους ασφαλώς περιλαμβάνει και τον εαυτό του. Ο ίδιος ο Τραμπ όμως έχει να παρουσιάσει ένα success story στην οικονομία. Η ανεργία μειώνεται στην Αμερική, η επισφαλής εργασία το ίδιο, ενώ οι εργαζόμενοι που εργάζονται με συμβάσεις αορίστου χρόνου ξεπερνούν πλέον το 90%.

Και ο Τραμπ δεν είναι ο μόνος. Στις αρχές του μήνα η γαλλική Monde φιλοξενούσε μια ανάλυση σύμφωνα με την οποία η Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη έχει γίνει «το οικονομικό εργαστήριο του λαϊκισμού». Και έχει γίνει με επιτυχία: στην Πολωνία του υπερεθνικιστή Κατσίνσκι η οικονομία αναπτύσσεται με 4,4%, στην μη φιλελεύθερη Ουγγαρία του Όρμπαν με 4%, στην Τσεχία του Μπάμπις, του «τσέχου Τραμπ», με 3,1%. Την ίδια ώρα η ανεργία έχει πέσει στο 3,8% στην Πολωνία, στο 3,7% στην Ουγγαρία, ενώ στην Τσεχία είναι μόλις 1,9%. Και το μέσο εισόδημα στην Πολωνία έχει φτάσει το 70% του ευρωπαϊκού μέσου όρου από 53% πριν από μια δεκαετία.

Δεν είναι ξεροί οι αριθμοί της επιτυχίας, υπάρχει και πολιτικό αφήγημα που τους συνοδεύει. Στην περίπτωση της Ουγγαρίας, για παράδειγμα, λέει ότι το 2010 η χώρα βρισκόταν στα πρόθυρα της οικονομικής κατάρρευσης, το ΔΝΤ ζητούσε λιτότητα για να δανείσει, τα νοικοκυριά χρωστούσαν σε ελβετικά φράγκα και τα χρέη τους αυξάνονταν επειδή το φιορίνι βυθιζόταν. Και τότε ο Ορμπαν έδιωξε το ΔΝΤ για να ακολουθήσει μια πολιτική στήριξης της οικονομίας που χαρακτηρίστηκε «μη ορθόδοξη» και περιελάμβανε μεταξύ άλλων την κρατικοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων και την επιβολή ενός «φόρου κρίσης» στις τράπεζες.

Απέναντι σε αυτό το μοντέλο του οικονομικού πατριωτισμού που προωθούν οι λαϊκιστές και δείχνει αποδοτικό, οι φιλελεύθερες δημοκρατίες δεν έχουν παρά να προτείνουν ένα μοντέλο διευρυνόμενων ανισοτήτων. Κι εδώ δεν είναι μια μάχη ιδεών που πρέπει να δοθεί. Είναι μια μάχη για την οικονομία. Που, αλίμονο, μοιάζει αδύνατον να κερδηθεί στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ. Το Νταβός μοιάζει πια ξεπερασμένο. Τόσο ξεπερασμένο που από ελβετικό θέρετρο μπορεί να μετατραπεί σε σύμβολο της ήττας.