Πολιτικη & Οικονομια

Περιμένοντας τα κερασάκια

Διαβάζοντας το βιβλίο του Απόστολου Δοξιάδη, «Ερασιτέχνης επαναστάτης»

Ειρήνη Αγαπηδάκη
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Την ώρα που έγραφα αυτό το κείμενο, μια πεταλούδα στάθηκε στο κάγκελο του μπαλκονιού. Στην αρχή, όπως την είδα από μακριά, δε μπορούσα να διακρίνω τι ήταν. Περισσότερο μου φάνηκε σαν κάποιο ξερό φύλλο ή άλλου είδους βρωμιά, από εκείνες που συνηθίζουν να αφήνουν τα πουλιά στο μπαλκόνι. Όταν όμως πλησίασα, τα ‘χασα. Δεκέμβρη μήνα στην Αθήνα, μια πεταλούδα ζυγίζει τα φτερά της στο μπαλκόνι μου. Αφού πήρε όσο χρόνο της χρειαζόταν, εξαφανίστηκε το ίδιο αθόρυβα όπως είχε εμφανιστεί. «Ελπίδα!» φώναξα μέσα μου, «μήνυμα ελπίδας!». Φυσικά, κανένα μήνυμα ελπίδας δεν ήρθε να μου φέρει η πεταλούδα. Αυτό, είναι η δική μου ερμηνεία για το γεγονός ότι συμπεριέλαβε στα μπαλκόνια της Αθήνας, που επέλεξε να επισκεφτεί εκείνο το πρωί, και το δικό μου. Μετά από λίγο, η κυρία που μένει στο πάνω διαμέρισμα τίναξε τις κουβέρτες, όπως κάνει κάθε πρωί. Μια βαριά σκιά που χόρευε σε ακατανόητο ρυθμό απλώθηκε στο μπαλκόνι. Παρ’ όλο που ξέρω ότι η γειτόνισσα κάνει κάθε πρωί την ίδια κίνηση, δεν μπορώ να συνηθίσω την ξαφνική εμφάνιση της τεράστιας σκιάς. Με τρομάζει, αλαφιάζομαι. Εκείνη, όμως, δεν κάνει τίποτε τρομακτικό.

Ο βαθμός στον οποίο αντέχουμε να αναγνωρίσουμε τον γδούπο ως τέτοιο, τα γεγονότα ως τέτοια, συνιστά και το πόσο ώριμοι άνθρωποι είμαστε, το πόσο έχουμε καταφέρει να μετακινηθούμε ψυχικά από τη θέση του παιδιού που πιστεύει ότι οπωσδήποτε τα κερασάκια θα βγουν νωρίς φέτος

Η ερμηνεία που έδωσα στην επίσκεψη της πεταλούδας, συνοψίζεται στο ανέκδοτο που συνήθιζε να λέει ο πατέρας Δοξιάδης στον γιο του, Απόστολο: «Συζητάνε δυο φίλοι και λέει ο ένας: “Τα κερασάκια θα βγουν νωρίς φέτος”. “Γιατί το λες;” τον ρωτάει ο άλλος. “Γιατί μου αρέσουν πολύ”, απαντάει ο πρώτος». Δεν υπήρχε κανένας λόγος για την επίσκεψη της πεταλούδας. Απλώς έτυχε. Εγώ τη μετέφρασα έτσι. Η ανάγκη μας, πολλές φορές, διαστρεβλώνει το νόημα των γεγονότων. Τα γεγονότα είναι ξερά, σκληρά, ο ήχος τους είναι σαν γδούπος. Εμείς όμως έχουμε ανάγκες και αυτές κάνουν τον γδούπο τραγούδι, ελπίδα, ό,τι έχει ανάγκη η ψυχή του καθενός για να τραφεί. Ο βαθμός στον οποίο αντέχουμε να αναγνωρίσουμε τον γδούπο ως τέτοιο, τα γεγονότα ως τέτοια, συνιστά και το πόσο ώριμοι άνθρωποι είμαστε, το πόσο έχουμε καταφέρει να μετακινηθούμε ψυχικά από τη θέση του παιδιού που πιστεύει ότι οπωσδήποτε τα κερασάκια θα βγουν νωρίς φέτος. Ένα τέτοιο ταξίδι ωριμότητας περιγράφεται και στις σελίδες του «Ερασιτέχνη Επαναστάτη». Ένα ταξίδι όπου ο γδούπος μένει γδούπος και η ερμηνεία, ερμηνεία. Ένα ταξίδι που ξεχωρίζουν τα γεγονότα από την αφήγηση. Μια αφήγηση που συμπεριλαμβάνει κάθε πτυχή της ερμηνείας των γεγονότων, χωρίς να αδικεί το τυχαίο.

Ζήλεψα πολύ διαβάζοντας το βιβλίο. Ζήλεψα και θαύμασα τον τρόπο που ο Απόστολος Δοξιάδης με πήρε από το χέρι και δε με άφησε παρά μόνο αφότου τελείωσα το βιβλίο. Του θύμωσα, γιατί το τέλος του βιβλίου μού γέννησε πολλή μοναξιά. Όσο κι αν ψυχανεμιζόμουν ότι δε θα έχει happy end (happy end άλλωστε έχουν μόνο τα παραμύθια, όχι οι μυθιστορίες), κατά βάθος ένα μέρος της ψυχής μου μάλλον είναι με τον τύπο που πιστεύει ότι τα κερασάκια θα βγουν νωρίς φέτος. Ίσως επειδή γνωρίζω αρκετά καλά την τέχνη της απομάγευσης του παρελθόντος και τη μοναξιά που τη συνοδεύει, έχω πού και πού ανάγκη από μια ανάπαυλα ή ίσως και να μην είμαι όσο ώριμη θα ήθελα. Περισσότερο όμως και από το ταλέντο αυτού του ανθρώπου, ζήλεψα και θαύμασα την ψυχική ωριμότητα, τη γενναιότητα, να επιστρέφει στο παρελθόν και να το κοιτά με θάρρος, χωρίς να το καταβαραθρώνει ούτε  να το εξιδανικεύει. Η αφήγηση για τη δική του ζωή, συνιστά παράλληλα μια αφήγηση για τη μυθιστορία της χώρας, θα τολμούσα να πω και μια αφήγηση για το ψυχικό ταξίδι της ελληνικής οικογένειας.

Δεν χωρούν σε ένα κείμενο όλες οι σκέψεις που μου γέννησε το βιβλίο, οπότε θα αναγκαστώ να αυτοπεριοριστώ σε εκείνες που σχετίζονται με την πρώτη από τις τρεις διαστάσεις που εντόπισα: το Ψυχικό, το Πολιτικό, το Κοινωνικό.

Η ψυχική διάσταση, λοιπόν, που κατά τη γνώμη μου είναι από τις σπουδαιότερες στο βιβλίο, εισάγεται ήδη από το πρώτο κεφάλαιο με τη ρήση του Ουίλιαμ Γουόρντσγουορθ, «Πατέρας του άνδρα είναι το παιδί». Το είδος του πατέρα που θα γίνει κάποιος, καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από την παιδική του μυθιστορία. Ποιοι ήταν οι γονείς του; Πώς ανταποκρίθηκαν στις ανάγκες του; Τι γεγονότα κλήθηκε να αντιμετωπίσει; Υπήρχε γονεϊκό φίλτρο ή η πραγματικότητα έπεσε πάνω στο παιδί με όλη της την ωμότητα; Πώς εγγράφεται μέσα του το παρελθόν; Ποιες λέξεις ανασύρει –αν βρίσκει καν τις λέξεις– για να το αφηγηθεί στον ενήλικο εαυτό του; Αυτή η αφήγηση, τα νήματα, τα χρώματα και το κέντημα που επιλέγει καθένας μας για την προσωπική του μυθιστορία, συνιστά το ποιοι είμαστε.

Από την αρχή του βιβλίου, ο συγγραφέας μάς παρουσιάζει ένα βιβλίο μέσα στο βιβλίο: «Το πιο σωστό» του Μάνρο Ληφ είναι ο χάρτης που καθοδηγεί την πολιτική σκέψη του μικρού, του έφηβου, του ενήλικα και του ώριμου Απόστολου. Οι αρχές που εμπνέει στον παιδικό εαυτό του συγγραφέα ο Μάνρο Ληφ, τον ακολουθούν σε όλη του τη ζωή. Οι αρχές αυτές συντονίζονται με εκείνες του πατέρα του και εκπροσωπούνται πολιτικά από τον χώρο που ονομάζουμε «Κέντρο». Τον μόνο πολιτικό χώρο που βάζει 100% τη Δημοκρατία πάνω από την εξουσία (στους υπόλοιπους πολιτικούς χώρους, υπάρχει διαφορετικό κράμα δημοκρατίας και εξουσίας). Ο βαθμός στον οποίο το Κέντρο παίζει ρόλο στα πολιτικά πράγματα στην Ελλάδα καθόρισε διαχρονικά την τύχη της χώρας.

Αλλά ξέφυγα ήδη. Αυτή η παρατήρηση ανήκει στην πολιτική διάσταση του βιβλίου, επιστρέφω λοιπόν στο «Ψυχικό». Ο μικρός Απόστολος, όσο τουλάχιστον μπορούμε να καταλάβουμε από το βιβλίο, φαίνεται να έχει μια στενή σχέση με τον πατέρα του. Μπορεί τα επιτεύγματα του τελευταίου να ρίχνουν μια σκιά μεγάλη πάνω στο γιο –σαν αυτή που σκεπάζει το μπαλκόνι μου κάθε πρωί–, ωστόσο ο τελευταίος κατορθώνει με μεγάλο προσωπικό αγώνα να διαφοροποιηθεί από τον πατέρα, να χαράξει τη δική του πορεία, να ζήσει στο φως της δικής του ζωής και όχι στην προστατευτική αλλά και τρομακτική σκιά του πατέρα. Από την επιστολή που τόλμησε να στείλει σε έναν από τους κορυφαίους μαθηματικούς της εποχής και οδήγησε στη φοίτησή του στο Columbia σε ηλικία μόλις 15 ετών, ως τον πολιτικό δρόμο που επέλεξε να ακολουθήσει και όσα έχτισε από την αρχή μετά τον θάνατο του πατέρα, ο Απόστολος Δοξιάδης κέρδισε το δικό του όνομα, δεν είναι ο «γιος του Κωνσταντίνου Δοξιάδη».

Εδώ και χρόνια, πιστεύω ότι ο ρόλος του πατέρα αποτελεί κλειδί για την κοινωνία μας. Ο πατέρας μαθαίνει στα παιδιά την ευθύνη, τα όρια, τον νόμο, αλλά και το ρίσκο, τη διεκδίκηση. Το είδος της ελευθερίας που συνδυάζει τόλμη, δύναμη και σεβασμό στον νόμο. Το είδος της ελευθερίας που εκπορεύεται από τον νόμο και όταν τον αμφισβητεί είναι για να τον αλλάξει με κάποιον καλύτερο και όχι για να επιβάλλει την αδικία ή το κενό, το χύμα. Ο πατέρας, στις περισσότερες περιπτώσεις της ελληνικής οικογένειας, είναι είτε τύραννος είτε απών. Απών φυσικά, απών ψυχικά, απών συναισθηματικά, απών συμβολικά. Μιλώ για τις περιπτώσεις που η φυσική παρουσία δε συνιστά πραγματική παρουσία – να που μερικές φορές το γεγονός αντί να ξεδιαλύνει, συσκοτίζει την αλήθεια. Αντίθετα, όταν η παρουσία του πατέρα είναι τυραννική, τα παιδιά του μαθαίνουν να μισούν τον νόμο- τα αναγκάζει να μισούν τον νόμο γιατί μισούν τον ίδιο και την αυταρχική του εξουσία.

Στο βιβλίο βρήκα μια λειτουργική, ζωντανή, δυναμική σχέση πατέρα-γιου. Ίσως αν ζούσε ο καλός μας Winnicott να μιλούσε και για τον «αρκετά καλό πατέρα». Αυτόν που αναγνωρίζοντας σιωπηρά τα ελλείμματά του, αφήνοντάς τα να διαφανούν από τον τρόπο που αποτυγχάνει, στρώνει το έδαφος για μια δημιουργική πατροκτονία. Ίσως όλες αυτές οι σκέψεις να μην είναι τίποτε άλλο από μια ασυνείδητη δική μου προβολή, αλλά όπως και να έχει, η σχέση πατέρα-γου, όπως εκτυλίσσεται στο βιβλίο, μου προκάλεσε εκτός από σκέψεις και πολλά συναισθήματα. Χαρά, ελπίδα, ζήλεια, ίσως και πόνο. Ίσως γιατί θα ήθελα κάποιες τέτοιες πτυχές να έχει και ο δικός μου πατέρας, ίσως επειδή θα ήθελα αυτού του είδους ο πατέρας να υπάρχει σε αφθονία στην Ελλάδα, ίσως επειδή θα ήθελα να υπήρχαν πολλοί γιοι με τη στόφα του Απόστολου Δοξιάδη.

Όσο κι αν οι γονείς επηρεάζουν την προσωπικότητα, τη σκέψη, τη ζωή μας, αυτό που γινόμαστε είναι ολότελα δικό μας και εξαρτάται εν πολλοίς από αυτό που λέμε «στόφα». Γιατί δεν αρκεί να είσαι γιος ενός σπουδαίου πατέρα, να έχεις μεγαλώσει σε ένα σπίτι με πολλά και πλούσια ερεθίσματα για να σε δεχτούν στα 15 σου για σπουδές στο Columbia, πρέπει να έχεις τη στόφα να τολμήσεις να διεκδικήσεις τη θέση σου με τα δικά σου όπλα. Τα ολότελα δικά σου όπλα.

Αν ευτύχησες να έχεις και έναν πατέρα που μπορεί να υποστηρίξει την προσωπική σου ανάπτυξη, έχει καλώς. Αν όχι, θα χρειαστεί να κοπιάσεις διπλά για να κατακτήσεις τα ίδια πράγματα. Αλλά και πάλι, η στόφα σου θα κρίνει το πρόσωπο που έχεις μετά τα πενήντα. Όχι οι καταβολές σου, οι γονείς σου, παρά μόνο εσύ. Οι πράξεις, οι ιδέες, ο χαρακτήρας, η πορεία σου. Αυτός είναι ο τελικός προορισμός του ψυχικού ταξιδιού: η αυτογνωσία. Ως μια τέτοια άσκηση είδα το βιβλίο. Φυσικά, παρουσιάζεται μια όψη αυτής της διαδικασίας, η οποία δεν έχει τέλος, τελειώνει μόνο όταν τελειώνουμε εμείς, αν ζούσαμε θα συνεχιζόταν. Κατά κάποιο τρόπο, η αυτογνωσία μας υποκύπτει στη φθαρτή μας φύση, αδικείται από αυτήν, είναι αναγκασμένη να τελειώσει, χωρίς να τελειοποιείται ποτέ, απόλυτα.

Το ανέκδοτο με τα κερασάκια μού έφερε στο νου τον τίτλο ενός βιβλίου του Λουντέμη, «οι Κερασιές θα ανθίσουν και φέτος». Ίσως, το ψυχικό μας δράμα να ορίζεται από αυτά τα δύο άκρα «τα κερασάκια θα βγουν νωρίτερα φέτος» και «οι κερασιές θα ανθίσουν και φέτος». Από τη μία η βεβαιότητα για το καλό και από την άλλη η βεβαιότητα για το καλύτερο. Και όμως, καμιά βεβαιότητα δεν προκύπτει από την πραγματικότητα για να υποστηρίζουμε είτε το ένα είτε το άλλο. Το μόνο βέβαιο είναι η ανάγκη μας για κερασάκια. Για τα κόκκινα, χυμώδη, άλλοτε γλυκά κι άλλοτε ξινούτσικα κερασάκια της ζωής. Για έναν πατέρα και μια μάνα που θα μας αγαπούν και θα μας καταλαβαίνουν, ώστε να γίνουμε κι εμείς το είδος του ενήλικα που δεν αναλώνεται σε ευσεβείς πόθους για κερασάκια, αλλά βρίσκει χαρά στο σκάλισμα, το πότισμα, το κλάδεμα. Ενήλικες που ζουν στη χώρα όπου η προσδοκία συναντά την πραγματικότητα.

Μια χώρα που ο πατέρας δεν είναι συνώνυμο της απουσίας ή της τρομακτικής παρουσίας, αλλά κάποιος που αξίζει την αγάπη μας. Και μέσα από την αγάπη για τον εκείνον,  μαθαίνουμε να αγαπάμε τον νόμο.* Το βιβλίο του Απόστολου Δοξιάδη «Ερασιτέχνης Επαναστάτης, Προσωπική Μυθιστορία» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.