Πολιτικη & Οικονομια

Το «φτάνει πια» δεν ακούστηκε ποτέ

Το νερό στον μύλο της τρομοκρατίας συνεχίζει να πέφτει

Περικλής Δημητρολόπουλος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σε μία από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις που έγιναν ποτέ στην Ισπανία, οι διοργανωτές δεν ήταν οι Αγανακτισμένοι της Πουέρτα δελ Σολ. Ήταν οι συγγενείς και οι φίλοι των θυμάτων της τρομοκρατίας της ΕΤΑ. Στο κάλεσμά τους είχαν ανταποκριθεί εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες που είχαν την τύχη να μην έχουν θρηνήσει θύματα στο οικογενειακό ή το συγγενικό τους περιβάλλον. Είχαν την ατυχία όμως να ζουν σε μια κοινωνία που πλήρωνε βαρύ φόρο στην τρομοκρατία. Και είχαν και την ηθική υποχρέωση να συμπαρασταθούν σε εκείνους που είχαν πενθήσει. Κάπως, έτσι, το «Ya Basta» έγινε και δικό τους σύνθημα. Γιατί δεν χρειάζεται να χαθεί η ζωή κάποιου δικού σου για να πεις «Φτάνει πια». Αρκεί να χάνονται χωρίς λόγο οι ζωές των άλλων για να ενώσεις τη φωνή σου, όχι μόνο ως ένδειξη στοιχειώδους αλληλεγγύης, αλλά και επειδή δεν θέλεις να ζεις σε μια χώρα όπου αποφασίζουν κάποιοι σαν λαϊκοί δικαστές και παρανοϊκοί δήμιοι ποιος θα ζει και ποιος θα πεθαίνει.

Ο θάνατος του Αξαρλιάν δεν ήταν ίδιος με τον θάνατο του Γρηγορόπουλου που δεν ήταν ίδιος με τον θάνατο των τριών υπαλλήλων της Marfin που δεν ήταν ίδιος με τον θάνατο του Τεμπονέρα που δεν ήταν ίδιος με τον θάνατο του Φύσσα που δεν ήταν ίδιος με τον θάνατο του Μπακογιάννη και του Περατικού και του Αγγελόπουλου και όσων σκότωνε η 17Ν 

Στο μεγάλο κεφάλαιο για την τρομοκρατία στην Ελλάδα θα γραφτεί ότι εδώ δεν έγινε ποτέ καμία διαδήλωση για τα θύματα της πολιτικής βίας. Κανένα «Φτάνει πια» δεν ακούστηκε μαζικά παρά μόνο ισχνά από τους συγγενείς των θυμάτων, που εκτός από το πένθος τους βίωσαν και μια τρομακτική μοναξιά. Ακόμη και ο θάνατος του Αξαρλιάν, του ανθρώπου που καταχωρήθηκε στην κοινωνική συνείδηση ως «αθώο θύμα», λες και όλοι οι άλλοι που σκότωσε η 17Ν ήταν ένοχοι, δεν στάθηκε ικανός να συνταράξει την ελληνική κοινωνία.

Τα υπόλοιπα τα ανέλαβαν οι ιδεολογικές διχοτομήσεις και οι κομματικές στρατεύσεις. Ο θάνατος του Αξαρλιάν δεν ήταν ίδιος με τον θάνατο του Γρηγορόπουλου που δεν ήταν ίδιος με τον θάνατο των τριών υπαλλήλων της Marfin που δεν ήταν ίδιος με τον θάνατο του Τεμπονέρα που δεν ήταν ίδιος με τον θάνατο του Φύσσα που δεν ήταν ίδιος με τον θάνατο του Μπακογιάννη και του Περατικού και του Αγγελόπουλου και όσων σκότωνε η 17Ν πάντα αδίστακτα επειδή κάπου ο αρχηγός της είχε διαβάσει κάτι ή, ακόμη χειρότερα, επειδή το θύμα συμβόλιζε κάτι – το μεγάλο κεφάλαιο, τον καπιταλισμό, το «Σύστημα».

Όχι μόνο δεν ακούστηκε ποτέ κανένα «Φτάνει πια» για όλους αυτούς τους θανάτους, αλλά για κάποιους από αυτούς ακούστηκε η υποψία πως «κάτι θα είχαν κάνει». Την εποχή που σκότωνε η 17Ν δεν θεωρείτο μόνο πράξη εκδοτικής αντίστασης η δημοσίευση των προκηρύξεων των δολοφόνων. Κάποιες εφημερίδες παράγγελναν και δημοσκοπήσεις με το ερώτημα «Συμφωνείτε με τη δράση της 17Ν;». Ο παρανοϊκός δήμιος δεν χρειαζόταν να ψάξει το ρεύμα στην ελληνική κοινωνία. Το είχε τυπωμένο μπροστά του στις σελίδες μιας εφημερίδας, η δολοφονική του δράση καθαγιαζόταν από την κοινωνική αποδοχή, από εκείνο το «κάτι θα είχαν κάνει» που εκφραζόταν πλέον και σε ποσοστό. Ο δολοφόνος σήκωνε το όπλο με την αυτοπεποίθηση του τιμωρού με επαναστατική αιτία και κοινωνική ευλογία. Και σκότωνε.

Αλλά ακόμη και αν υποθέσει κανείς ότι ένα μέρος της ελληνικής κοινωνίας υπνωτίστηκε από τον μύθο της ασύλληπτης 17Ν και εκφράστηκε από την αντιδημοκρατική αντίληψη ότι σε μια άδικη κοινωνία θα πρέπει κάποιος να απονέμει δικαιοσύνη έστω κι έτσι, η ίδια κοινωνία δεν έκανε ποτέ τους λογαριασμούς της με το παρελθόν όταν ο μύθος κατέρρευσε ενσαρκωμένος πια από τους Ξηρούς, τον Κουφοντίνα και τον Γιωτόπουλο.

Αντίθετα, προσφέρθηκε βήμα σε εκείνον που με τόσες δολοφονίες στην πλάτη απαιτούσε αφενός την καλύτερη δυνατή μεταχείριση από το αστικό κράτος που τόσο μισούσε και αφετέρου έκρινε ως πολιτικός αναλυτής την πολιτική επικαιρότητα. Ο αμετανόητος δολοφόνος θα είχε πάντα μπροστά του ένα δημοσιογραφικό μαγνητοφωνάκι, φίλους για να τον υποδεχθούν κάθε φορά που έβγαινε από τη φυλακή, να του χτυπήσουν την πλάτη, να του σφίξουν το χέρι. Και η νέα γενιά τρομοκρατών θα έβρισκε ένα σημείο αναφοράς, έναν ήρωα που η κοινωνία δεν καταδίκασε, δεν απομόνωσε, δεν του είπε ποτέ «φτάνει πια».

Ποτέ μα ποτέ το Κομουνιστικό Κόμμα Ιταλίας, αυτή η μεγάλη μήτρα του ευρωκομουνισμού που ενέπνευσε αριστερά κινήματα σε όλη την Ευρώπη και ασφαλώς και στην Ελλάδα, δεν φλέρταρε ιδεολογικά με την ακροαριστερή τρομοκρατία

Το μεγάλο κεφάλαιο της τρομοκρατίας στην Ιταλία θα γράψει ότι δεν έγινε ποτέ καμία διαδήλωση για τα θύματα των μολυβένιων χρόνων. Αλλά θα γράψει επίσης ότι το κράτος και οι θεσμοί του αντέδρασαν συντεταγμένα και με κοινή αντίληψη για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Η βία δεν χωρίστηκε σε καλή και κακή. Παρά τα σκοτεινά σημεία για τα οποία μπορεί να διαβάσει και να πιστέψει ή να μην πιστέψει κανείς, η ακροαριστερή και ακροδεξιά τρομοκρατία είχαν την ίδια αντιμετώπιση, οι νόμοι έγιναν πιο αυστηροί, η δικαιοσύνη έκανε τη δουλειά της, η αστυνομία το ίδιο.

Και ποτέ μα ποτέ το Κομουνιστικό Κόμμα Ιταλίας, αυτή η μεγάλη μήτρα του ευρωκομουνισμού που ενέπνευσε αριστερά κινήματα σε όλη την Ευρώπη και ασφαλώς και στην Ελλάδα, δεν φλέρταρε ιδεολογικά με την ακροαριστερή τρομοκρατία, ποτέ δεν ένιωσε ότι κάπου στο βάθος αυτά ήταν δικά της παιδιά, ποτέ δεν τα αντιμετώπισε ως «ένοπλους σύντροφους», ποτέ δεν ζήτησε ελαφρότερες ποινές, καλύτερη μεταχείριση. Και κανένας αριστερός δημοσιογράφος δεν διανοήθηκε να δώσει βήμα στους πιο αμετανόητους από τους αμετανόητους για να παριστάνουν τους κριτές της κοινωνίας.

Το νερό στον μύλο της τρομοκρατίας και της πολιτικής βίας συνεχίζει να πέφτει. Πέφτει από μια κοινωνία που δεν αντιμετωπίζει τη βία ως πρόβλημα ή μάλλον την αντιμετωπίζει ως πρόβλημα που θα αφορά πάντα κάποιον άλλον. 

Δεν είναι η περίπτωση αυτής εδώ της χώρας. Το νερό στον μύλο της τρομοκρατίας και της πολιτικής βίας συνεχίζει να πέφτει. Πέφτει από μια κοινωνία που δεν αντιμετωπίζει τη βία ως πρόβλημα ή μάλλον την αντιμετωπίζει ως πρόβλημα που θα αφορά πάντα κάποιον άλλον. Και πέφτει από ένα πολιτικό σύστημα που χρωματίζει τη βία, από μια κυβερνητική Αριστερά που ανέχεται εκείνη τη βία που πολλές φορές δικαιολογούσε στο παρελθόν, αν δεν την υπέθαλπε κιόλας, και μια Δεξιά που ταυτίζει αυτήν την Αριστερά με την τρομοκρατία.

Τι μένει; Η εργαλειοποίηση του θανάτου. Μένουν οι βίαιοι που σκυλεύουν τα θύματα, τον Γρηγορόπουλο και τον Φύσσα, στο όνομα των επαναστατικών τους ονειρώξεων. Μένουν οι μητέρες τους, που δεν πενθούν μόνο. Αλλά και που κανένας δεν τις ακούει όταν λένε ότι τα νεκρά τους παιδιά δεν θα ήθελαν να γίνουν σημαία καμίας βίας. Πως στο όνομά τους δεν θα ήθελαν ποτέ να σπάσει ένα αυτοκίνητο, ποτέ να καεί ένας κάδος, ποτέ να σκάσει μια βόμβα. Να χαθεί μια ζωή.