Πολιτικη & Οικονομια

Ας αποκρατικοποιήσουμε την Ε.Ε.

Νίκος Γιάννης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Με τη συνθήκη της Βεστφαλίας το 1648 έληξε ο Τριακονταετής πόλεμος που ήταν ο τελευταίος σημαντικός θρησκευτικός πόλεμος στην Ευρώπη και δημιουργήθηκε ο σκελετός του έθνους – κράτους, όπως το γνωρίσαμε μέχρι τον β’ παγκόσμιο πόλεμο, που ήταν ο τελευταίος εθνικός πόλεμος στην Ευρώπη. Σκελετός παρέμεινε, σκελετούς αφήνει το έθνος - κράτος! Η εφαρμογή της ευρωπαϊκής ιδέας μεταπολεμικά ενταφίασε τη φυσική βία ως πεδίο εκδήλωσης των εθνικών και οικονομικών ανταγωνισμών και ως μέσον επίλυσης των διαφορών, σε ένα μεγάλο μέρος της γηραιάς ηπείρου και σταδιακά μέχρι σήμερα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το κράτος – έθνος εξέπεσε ως αποκλειστική και αδιαπραγμάτευτη ταυτότητα των ανθρώπων, έπαψε να είναι μια «θεϊκή» οντότητα.

Η έκπτωση του κράτους – έθνους οφείλεται στο ότι ενώ ξεκίνησε για να προσφέρει την ειρήνη και τη σταθερότητα, με επίκεντρο τον ελεύθερο άνθρωπο και την ισότητα πολιτικών δικαιωμάτων, συνθέτοντας διαφορετικές παραδόσεις και προσδοκίες, ως προϊόν της βιομηχανικής επανάστασης, της αστικοποίησης και της πολιτικής δημοκρατίας, τελικώς οδήγησε σε αντίθετα αποτελέσματα. Με τον β΄παγκόσμιο πόλεμο έγινε αντιληπτό ότι το κράτος μόνο του δεν είναι η πιο αποτελεσματική οργάνωση για την ευημερία των πολιτών, αντιθέτως είναι επικίνδυνο. Γιατί εξελίχθηκε σε ένα μόρφωμα που σκέπτεται μόνο τη δική του επιβίωση και οικονομική πρόοδο χωρίς να ενδιαφέρεται για τα προβλήματα ή και την καταστροφή που μπορεί να προξενήσει στα άλλα κράτη-έθνη. Η εθνική κυριαρχία έγινε ταμπού που, εσωτερικώς μεν ισοπέδωσε τις ιδιαιτερότητες συρρικνώνοντας την ελευθερία, στο εξωτερικό δε χρειαζόταν την επέκταση και τον ζωτικό χώρο, τόσο ως απειλή για τη διασφάλιση της εσωτερικής τάξης όσο και ως τροφή τους δικού μας λαού και ιδιαίτερα των δικών μας πολιτικών πελατών σε βάρος των άλλων λαών. Αυτό παρήγαγε ακόρεστη τάση προς κυριαρχία των ισχυροτέρων έναντι των ασθενεστέρων, τόσο στο εσωτερικό από τις κυρίαρχες ομάδες όσο και στο εξωτερικό έναντι των άλλων κρατών. Όλα αυτά φυσικά στο όνομα της εθνικής ενότητας, εξ’ ου η ποινικοποίηση της αντίθετης άποψης ως εσχάτης προδοσίας! Κατά συνέπεια «το κράτος, από θεματοφύλακας της ελευθερίας των πολιτών, μεταμορφώθηκε σε δεσπότη υπηκόων εν υπηρεσία, με όλες τις εξουσίες για να αντλεί τη μέγιστη πολεμική απόδοση. Ακόμα και σε περιόδους ειρήνης, που στην πραγματικότητα αποτελούν ανάπαυλα για την προετοιμασία των επόμενων αναπόφευκτων συγκρούσεων, η βούληση της στρατιωτικής τάξης υπερισχύει σε πολλές χώρες εκείνης της αστικής και καθιστά όλο και δυσκολότερη τη λειτουργία των ελεύθερων πολιτευμάτων» (Αλτ. Σπινέλι-1943).

Η ευρωπαϊκή ενοποίηση ήταν φυσική απόρροια της αναδίπλωσης των εθνικών ελίτ και φυσικά προς οριστική αντιμετώπιση του ζητήματος της γερμανικής ισχύος με την ένταξη-κατευνασμό της στο κοινό ευρωπαϊκό οικοδόμημα, σχέδιο που δίκην μεταπολεμικής ανοικοδόμησης χρηματοδοτήθηκε αρχικώς από τον υπερατλαντικό εταίρο ενόψει του ψυχρού πολέμου. Άμεσα δια του σχεδίου Μάρσαλ και έμμεσα επί δεκαετίες με την ανάληψη του μεγάλου βάρους των αμυντικών καθηκόντων. Εν ελλείψει των εργαλείων κυριαρχίας (βίαιης επέκτασης στο εξωτερικό και αυταρχικής επιβολής στο εσωτερικό), κατά τα 60 χρόνια που κύλησαν από την ίδρυση της ΕΕ, ανατοποθετήθηκαν οι ηγετικές τάξεις στην οικονομία δια των πολιτικών κατεστημένων. Νέα εργαλεία ο κρατικός προστατευτισμός και παρεμβατισμός σε βάρος του υγιούς ανταγωνισμού και φυσικά η άμετρη, κευνσιανή δανειακή επέκταση που μετέθεσε στις επόμενες γενιές το τίμημα της επιβίωσης των πολιτικών ελίτ διαμέσου των πελατειακών δικτύων, μακρύ χέρι των οποίων ήταν η πολιτική διαφθορά παντού στην Ευρώπη. Τα φαινόμενα αυτά εντάθηκαν μετά το 1989, λόγω της ανάδειξης του παγκοσμίου οικονομικού ανταγωνισμού, που παροξύνεται πλέον μετά το 2000, προϊούσης της σχετικής έστω διεθνούς απελευθέρωσης και της ανόδου των νέων δυνάμεων, λόγω της ευρωπαϊκής δημογραφικής γήρανσης και του συναπτόμενου μεταναστευτικού ζητήματος, καθώς και του ημιτελούς της ΟΝΕ που συμφωνήθηκε στο Μάαστριχτ.

Αυτή η νοσηρή ευρωπαϊκή πραγματικότητα, στην Ελλάδα προσέλαβε ακραία μορφή, λόγω της τραυματικής ιστορικής εξέλιξης, του νεαρού της δημοκρατικής ζωής και της τεράστιας υστέρησης του βαθύτερου εξευρωπαϊσμού. Αυτόν ουδείς εκ των υπευθύνων ταγών διανόηθηκε να αποτολμήσει, ρισκάροντας τα πάντα από προσωπική άποψη, με αποτέλεσμα τα αλλοτινά συνθήματα της αλλαγής, μετά του εκσυγχρονισμού και αργότερα της επανίδρυσης, να έχουν παραμείνει κενά περιεχομένου, κινδυνεύοντας να συμβεί το ίδιο και με το σημερινό αίτημα των μεταρρυθμίσεων. Ο εθνάρχης Καραμανλής που μας έσπρωξε στη θάλασσα χωρίς να ξέρουμε κολύμπι και ο Κ.Σημίτης που κάτι με το πρόσκαιρο νοικοκύρεμα, κάτι με το καλό «μαγείρεμα» μας έβαλε στις καθαρές λύσεις του Ευρώ, άναψαν τη φωτιά, ωστόσο άφησαν τους επόμενους να πιάσουν την καυτή πατάτα. Οι επόμενοι δεν ήταν «χαζοί», το τρέναραν, μέχρι το επάρατο 2009. Και νάμαστε τώρα επί 33 χρόνια να κολυμπάμε, ή μάλλον να τσαλαβουτάμε, αλλά καλό κολύμπι δεν μάθαμε. Ο πατριωτισμός έγινε επάγγελμα. Η διαφορά είναι ότι στις οικονομικά ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης έγινε, όπως όλα, με επαγγελματικό τρόπο, ενώ στη Ελλάδα με ερασιτεχνικό. Από το 2009 έγιναν αλλαγές, που μάλιστα κάποτε θα ήταν αδιανόητες, όμως παραμένουν ανεπαρκείς σε σχέση με αυτές που χρειάζονται και με τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτός ο από παλιγενεσίας αδιάκοπος εκβιασμός της κοινωνικής έκρηξης και αυτή η τέχνη του εφικτού, ανεβάζουν και κατεβάζουν κυβερνήσεις, σίγουρα όμως κατεβάζουν συνεχώς τον εθνικό πήχυ.

Ενόψει των επικείμενων και αναπόφευκτων κοσμογονικών εξελίξεων στην Ευρώπη, σήμερα η εθνική ταυτότητα γίνεται το προπύργιο των λαϊκιστών που επενδύουν στην εκπτώχευση και την αβεβαιότητα, αλλά βεβαίως και των πιο πονηρών και των δειλών που επικαλούνται τη φεντεραλιστική αρχή της συμβίωσης «ενότητα μέσα από τη διαφορετικότητα», κλείνοντας το μάτι με νόημα στη διαφορετικότητα και μόνον, μην θέλοντας δηλαδή κατά βάθος ν΄αλλάξει τίποτα, παρά μόνον εκ του απολύτως ασφαλούς. Εθνική ταυτότητα δεν είναι όμως το συμφέρον των βολεμένων, όπως επίσης είναι γνωστό, πως απόλυτη ασφάλεια ίσον απόλυτη στασιμότητα κι ακόμη χειρότερα απόλυτη ανελευθερία, αφού ως γνωστόν πρόοδος όπως και επένδυση χωρίς κίνδυνο δεν υπάρχει. Η Ευρώπη, κατά την ευρω-κοινοβουλευτική πενταετία που έρχεται, 2014-2019, ή θα αλλάξει αποφασιστικά και θα μετεξελιχθεί σταδιακά σε μια ευρωπαϊκή ομοσπονδιακή δημοκρατία ή θα υποχωρήσει κι’ άλλο στο παγκόσμιο στερέωμα, μαζί της τα έθνη. Σήμερα πάντως ούτε αποτελεσματική είναι, αλλά ούτε και δημοκρατική.

Όχι απλώς η μέθοδος Μονέ - Ντελόρ, των μικρών βημάτων στην οικονομία, εξήντλησε την ιστορική της δυναμική, αλλά οι ίδιες οι βασικές αρχές του συστήματος της Βεστφαλίας είναι υπό κατάρρευση: η εθνική κυριαρχία ασκείται από κοινού με άλλα κράτη, αλλά όχι διαμέσου μιας πλήρους δημοκρατικής νομιμότητας στο πλαίσιο της Ε.Ε., η άσκηση της έχει επιπτώσεις εκτός των κρατικών συνόρων με άδηλο έναν αποτελεσματικό τρόπο διαχείρισης από κοινού, ο πόλεμος και η φυσική βία δεν είναι μεταξύ των δυνατοτήτων επικράτησης και διευθέτησης διαφορών, ένα ολοκληρωμένο ευρωπαϊκής εμβέλειας κράτος δικαίου, με ένα ενιαίο σύστημα απονομής δικαιοσύνης και ένα ηπειρωτικών διαστάσεων μηχανισμό επιβολής τους είναι ακόμη αδιαμόρφωτο, η, περιορισμένη έστω, κοινή ευρωπαϊκή κυριαρχία δεν αντανακλάται σε μια κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας και άμυνας σε έναν κόσμο που αλλάζει ταχύτατα και άρα είναι γεμάτος προκλήσεις (ενδεικτικά, ευρωατλαντική ζώνη ελευθέρων συναλλαγών και η υπόθεση των κινεζικών ηλιακών συλλεκτών), ο πληθυσμός σε κάθε χώρα υπαγόταν αποκλειστικά στους νόμους και στη βούληση της κυβέρνησης, σήμερα οι εθνικές κυβερνήσεις δεν αποτελούν ούτε de jure αλλά ούτε και de facto τον αποκλειστικό κύριο της απόφασης εντός των εθνικών συνόρων, το ίσο τυπικώς δικαίωμα όλων των πολιτών στη διαμόρφωση της κρατικής βούλησης έχει αμφισβητηθεί στην ουσία από την άτυπη επικράτηση μιας πολιτικής και γραφειοκρατικής αριστοκρατίας και κατ’ επέκταση αυτή η αναντιστοιχία των πολιτικών θεσμών με τη σύγχρονη πραγματικότητα, διαμορφώνει συνθήκες ενός νέου συγκεκαλυμμένου αυταρχισμού με σαφή οικονομικά διακυβεύματα, ανισόρροπη διαπεριφερειακά ενδοευρωπαϊκή ανάπτυξη και αποσπασματική και αμφίθυμη αλληλεγγύη (με έναν κοινό προϋπολογισμό σχεδόν ούτε 1%!) και παραβλέπει την αναμφισβήτητη πραγματικότητα της ανάδυσης υπερεθνικών πολιτών, ενός ευρωπαϊκού δήμου.

Σε 35 εβδομάδες, στις 25 Μαίου 2014, οι 8ες Ευρωεκλογές της ιστορίας είναι οι κρισιμότερες για την Ευρώπη, άρα και για την Ελλάδα. Δεν αφορούν τη διακυβέρνηση των κρατών, άρα δεν αποφασίζουν την κυβέρνηση της Ελλάδας. Επομένως τα κόμματα που ξέρουμε ας ασχοληθούν με τις εθνικές εκλογές, για τη Βουλή των Ελλήνων. Οι Ευρωεκλογές δεν αποτελούν ούτε "δημοσκόπηση" των εθνικών κομμάτων, ούτε ευκαιρία "χαλαρής" ψήφου, ειδικώς δε προς δυνάμεις που αντιστρατεύονται τη δημοκρατία και την ειρήνη. Σε όλη την Ευρώπη χρειάζεται να αυτονομηθεί το ευρωεκλογικό διακύβευμα από τα κατεστημένα και φθαρμένα εθνικά κόμματα, γραφειοκρατίες και επαγγελματίες πολιτικούς, των οποίων οι Ευρωβουλευτές δεν μπορεί να είναι άλλο εντολοδόχοι. Ευρώπη των πολιτών, αντί της Ευρώπης των κρατών, τα οποία ευθύνονται για την κρίση που μας οδήγησε εδώ, με τις λάθος πολιτικές και τη διασπάθιση δημοσίου χρήματος, του μόχθου και της αποταμίευσης των ευσυνείδητων ανθρώπων. Χωρίς ταυτόχρονα να στραφούμε στους κήρυκες του μίσους, της βίας, του λαϊκισμού και των νέων αδιεξόδων. Θα είναι ντροπή για τη χώρα που γέννησε τη δημοκρατία να εκπροσωπείται σε αυτήν την ιστορική στιγμή της ευρωπαϊκής ενοποίησης στο δημοκρατικά εκλεγμένο όργανο των Ευρωπαίων πολιτών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, από τους νοσταλγούς του ολοκληρωτισμού που σημάδεψε τον κόσμο αλλά και πυροδότησε το πετυχημένο ειρηνικό εγχείρημα της ευρωπαϊκής ιδέας. Οι συνδυασμοί των υποψηφίων Ευρωβουλευτών δεν μπορεί να είναι προϊόν εσωκομματικών συμβιβασμών, να είναι δώρο του αρχηγού προς νομιμόφρονα στελέχη του και αντικείμενο αδιαφανών διαπραγματεύσεων που ελάχιστα αφορούν στο ίδιο το μέλλον της ΕΕ και την προώθηση της ενοποίησης, αλλά σχετίζονται άμεσα με τα προσωπικά σχέδια και φιλοδοξίες της ηγεσίας που εξαντλούνται ασφυκτικά, όπως είναι φυσικό, εντός των συνόρων των κρατών. Οι Έλληνες έχουμε τους σημαντικότερους λόγους να εργασθούμε για την Ευρωπαϊκή Δημοκρατία. Στόχος να πακτωθεί τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα βαθειά στην Ευρώπη και η Ε.Ε. να γίνει δημοκρατική, άρα ομοσπονδιακή και πολιτικά ενωμένη. Ενότητα με σεβασμό της διαφορετικότητας, αλλά ενότητα!