Πολιτικη & Οικονομια

Το τέλος του κάλπικου ανθρώπου

Κάποια στιγμή ο ηγέτης πρέπει να ανοίξει την κουβέντα με την πλέμπα, που δεν άνοιξε ποτέ

Λεωνίδας Καστανάς
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ένας δάσκαλος δημόσιου σχολείου που άρχισε την καριέρα του μετά το 1982 (όταν καταργήθηκαν οι επιθεωρητές) δεν ευτύχησε ποτέ να ακούσει μια αξιολογική κρίση για την ποιότητα της διδασκαλίας του. Ούτε καν για την επιστημονική ή την παιδαγωγική του επάρκεια, μιας και αυτές δεν είναι άμεσες συνέπειες της κατοχής πτυχίου. Κανείς άλλος, εκτός από τους μαθητές του, δεν είχαν την τύχη να γνωρίσουν κάτι από το διδακτικό ταλέντο του.

Το δικαίωμα στην αδιαφάνεια της διδασκαλίας θεωρείται από πολλούς ως η επιτομή των δημοκρατικών δικαιωμάτων ενός δασκάλου. Η όποια αξιολόγηση φαντάζει τουλάχιστον προσβλητική για την πλειοψηφία των εκπαιδευτικών, ανεξαρτήτως ποιότητας. Από την άλλη, η ίδια η κοινωνία που τους μισθοδοτεί, δεν έχει από αυτούς ιδιαίτερες απαιτήσεις. Σπανίως κάποιοι γονείς ή μαθητές θα διαμαρτυρηθούν στον διευθυντή του δημόσιου σχολείου για την ποιότητα της διδασκαλίας, χωρίς φυσικά κανένα πρακτικό αποτέλεσμα. Μιθριδατισμός.

Υπάρχουν σοβαρά θέματα για τα οποία η μισή Ελλάδα αποφεύγει να μιλήσει. 

Υπάρχουν σοβαρά θέματα για τα οποία η μισή Ελλάδα αποφεύγει να μιλήσει. Παλιότερα ήταν πολύ περισσότερη. Η κρίση βελτίωσε κάπως τα ποσοστά. Τη βλέπεις να ξιφουλκεί για το «δημοκρατικό δικαίωμα» στην κατάληψη του σχολείου, αλλά για οτιδήποτε άλλο εκτός από την ποιότητα της διδασκαλίας. Ή να υπερασπίζεται τις συντάξεις των παλαιότερων συνταξιούχων, αλλά να αδιαφορεί για αυτές των νεότερων ή των μελλοντικών. Να πιπιλάει ηδονικά τις καραμέλες του περιβάλλοντος, της κλιματικής αλλαγής και της αυθαίρετης δόμησης γενικώς, αλλά να σιωπά για τα πραγματικά και άμεσα αίτια που προκάλεσαν τις πρόσφατες πολύνεκρες τραγωδίες. Δηλαδή για την εγκληματική αδιαφορία των υπηρεσιών Πολιτικής Προστασίας που δεν προέβλεψαν τη Μάντρα και δεν εκκένωσαν το Μάτι. Και ίσως δεν θα το κάνουν και στο μέλλον.

Όμως η δημόσια ζωή δεν είναι μόνο η ημιτελής συμφωνία των Πρεσπών, οι μειώσεις των συντάξεων, η ανάπτυξη που δεν έρχεται και η ημερομηνία των εκλογών. Δεν είναι καν τα λαμπερά πρόσωπα που θα διεκδικήσουν με επικοινωνιακά, κατά κανόνα, κόλπα τους θώκους της τοπικής αυτοδιοίκησης. Είναι και το δράμα των μαθητών ενός υποβαθμισμένου δημόσιου σχολείου, το δράμα των οροθετικών, των ανθρώπων με αναπηρία, των φυλακισμένων, των εξαθλιωμένων ναρκομανών, των αστέγων, των μεταναστών. Των πάμφτωχων. Το δράμα ολόκληρων κοινωνικών ομάδων που δεν κάνουν φασαρία, δεν διαδηλώνουν, δεν έχουν πολιτική πρόσβαση ούτε συνδικαλιστική εκπροσώπηση. Απλά ζουν και παλεύουν στο περιθώριο. Σιωπηλά. Συνήθως μόνοι.

Επί της ουσίας, όλοι αυτοί ζουν πίσω από το παραβάν. Οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης τούς θυμούνται μόνο όταν πρόκειται να τους μεταχειριστούν ως εργαλεία. Ασχολούνται μόνο όταν ανοίγει κάπου μια ρωγμή και παράγει γεγονότα που άπτονται της τρέχουσας πολιτικής. Που μπορούν να επιφέρουν βλάβες ή οφέλη στο ένα ή στο άλλο κόμμα. Προχτές οι κλούβες της αστυνομίας έκλεισαν την Ηρώδου Αττικού για τους ανθρώπους με αναπηρικό καροτσάκι. Αύριο ένα ακόμα στυγερό έγκλημα θα γίνει πρωτοσέλιδο. Η κοινωνία σπανίως θα σταθεί, θα αφουγκραστεί και θα αντιδράσει, εκτός αν νιώσει ότι απειλείται από μια μειονότητα. Ένα κέντρο απεξάρτησης στη γειτονία της, ας πούμε. Αυτή ακριβώς η υποκρισία είναι και η αναπηρία της δημοκρατίας μας. Τα δικαιώματα που είναι πάντοτε αλά καρτ.

Ο σύγχρονος πολιτικός έχει καθήκον να φωτίζει τις σκοτεινές γωνιές της κοινωνίας του. Να σκαλίζει τις πληγές της, να εξετάζει τις αιτίες, να κατεβαίνει στο δρόμο, να ρωτά και να μαθαίνει. Καθημερινά. Επί της ουσίας και όχι επί της επικοινωνίας. Για να καταλάβει αυτούς που θέλει να υπηρετήσει και ταυτόχρονα να οδηγήσει. Και να είναι σκληρός τόσο με την αλήθεια όσο και με το ψέμα τους. Γιατί κι αυτά είναι σκληρότερα απ’ όσο φαίνονται. Δεν χρωστάει ο πολίτης στον πολιτικό, αυτός του χρωστάει την ανάθεση της αποστολής του.

Δεν αρκούν οι φιλόσοφοι, οι καλλιτέχνες, οι ποιητές, οι γραφιάδες. Αυτοί είναι γεννημένοι να παίζουν με τις λέξεις, να διεγείρουν τα πάθη, να προβάλλουν τα λάθη, να νουθετούν ή να γκρινιάζουν, αυτή είναι η δουλειά τους. Δεν θα μας σώσουν. Η Ελλάδα δεν άκουσε ποτέ τους ποιητές. Γραμμένους τους είχε και ας καμώνονταν ότι τους θαύμαζε. Στους πολιτικούς όμως στήνει το αυτί της. Γιατί έχουν στα χέρια τους τη στρόφιγγα της φιάλης οξυγόνου. Ρυθμίζουν τις ροές του κρατικού χρήματος. Δηλαδή, του δικού μας χρήματος.

Κάποια στιγμή ο ηγέτης πρέπει να ανοίξει την κουβέντα με την πλέμπα, που δεν άνοιξε ποτέ. Και καθώς θα το κάνει να γδύνεται, να ανοίγεται, να γίνεται ευάλωτος, να δέχεται τα χτυπήματα ακόμα και κάτω από τη μέση. Μόνο έτσι θα καταλάβει. Να αποκαλύπτεται, να βυθίζεται και να συντρίβεται. Να ματώνει. Με τις ίδιες τις λέξεις που είναι τόσο κοινότυπες, αλλά στη σωστή σειρά μπορούν να αποδώσουν τα νοήματα. Αυτά που συκοφαντούνται καθημερινά μέσα σ’ αυτήν την κοινωνία που καρκινοβατεί. Γνώση, εργασία, παραγωγή, φιλοπατρία, εντιμότητα, αλληλεγγύη.

Τώρα που φεύγει το χτικιό, ίσως είναι η καλύτερη στιγμή να τολμήσει κάποιος να γίνει ηγέτης αυτής της πλέμπας. Να μοιράσει τις λέξεις, όχι το χρήμα που δεν έχει. Τις λέξεις τις κοφτερές σαν το διαμάντι, όμως. Ακόμα και αν δεν τον καταλάβουν, να τον νιώσουν. Να τους ταξιδέψει στα τελευταία 50 χρόνια ιστορίας τουλάχιστον, να ξεδιπλώσει τις ευθύνες ολόκληρου του πολιτικού συστήματος αλλά και τις ευθύνες των πολιτών, των ταγών, των ποιητών, να σταθεί κριτικά στους μεγάλους σταθμούς της κάθε περιόδου, να αποκαλύψει τις σκοτεινές πτυχές τους. Να κάνει την αυτοκριτική που όλοι περιμένουν. Κάποιος που να πάρει επάνω του τις αμαρτίες του έθνους.

Δεν χρειάζεται να δείξει τον δρόμο. Ο δρόμος θα χαράζεται αβίαστα και από μόνος του. Θα τον χαράζουν οι αλήθειες που θα λέγονται και η αυτοκριτική που θα γίνεται. Να σπάσει κάποια στιγμή το απόστημα. Να πέσει το πέπλο υποκρισίας αυτής της κοινωνίας, μπας και απελευθερωθούν οι δυνάμεις που λουφάζουν μέσα της. Γιατί υπάρχουν. Ποιος θα το κάνει αυτό, αν όχι ο αυριανός φιλελεύθερος ηγέτης; Αυτός που θα πάρει την ευθύνη της ανάταξης μετά τη συντριβή, μετά το κάταγμα του «λαού» και του λαϊκισμού.

Μετά τους τσαρλατάνους ο κόσμος τρόμαξε και έχει ανάγκη να νιώσει σιγουριά

Μετά τους τσαρλατάνους ο κόσμος τρόμαξε και έχει ανάγκη να νιώσει σιγουριά. Δεν αναζητείται μεσσίας, πατερούλης ή μεγάλος τιμονιέρης. Ζητείται ο Ηγέτης που θα απελευθερώσει την κοινωνία από τα δεσμά της κομματοκρατίας και του κρατισμού. Κάποιος που να λέει την αλήθεια, και ας είναι σκληρή και ας τον προσβάλει. Να τη λέει να την ακούνε όλοι, πρώτοι απ’ όλους αυτός και οι δικοί του άνθρωποι. Μόνο έτσι θα νικηθούν οι θεωρίες συνωμοσίας, οι προκαταλήψεις και ο φθόνος. Όταν δουν έναν πολιτικό ηγέτη γυμνό να τους μιλάει από τα βάθη της ψυχής του. Ο κάλπης φαίνεται, κάνει «κρα» από μακριά γιατί φωνάζει ντυμένος μες στο ψέμα του. Ελλείψει άλλου τον αγοράζουν, οι περισσότεροι εν γνώσει τους, μα δεν τον αγαπούν. Τον γνώρισαν, τον άφησαν. Στη χλεύη. Ακόμα και του Ριχάρδου.

Τώρα που κατάλαβαν ότι το κάλπικο δεν δουλεύει και αναζητούν τη λύτρωση στην ποιότητα, πρέπει και η ποιότητα να τους προσφερθεί σε λαϊκή συσκευασία, ώστε να έχουν πρόσβαση όλοι. Να τους είναι οικεία ώστε να μπορούν να την κατανοήσουν. Όχι ίσα και όμοια, αλλά οικεία.

«Τι είναι η καθαρότητα, αν όχι μια άλλη ρυπαρότητα» γράφει ο Philip Roth στο «Ανθρώπινο στίγμα». Τι είναι η σκληρή αλήθεια, αν όχι μια άλλη εκδήλωση λαϊκισμού, λέω εγώ. Αλλά είναι εκείνος ο λαϊκισμός που κάθε κοινωνία έχει ανάγκη. Δεν χαϊδεύει αυτιά, αλλά τσακίζει κόκαλα. Ως πολιτικός που θέλεις να αλλάξεις τον ρου της ιστορίας πρέπει να τολμήσεις. Να μιλήσεις για όλα αυτά που δεν τόλμησε να μιλήσει πολιτικός. Δεν ξέρω αν είσαι η μόνη μας ελπίδα, αλλά σίγουρα περιμένουμε να ’ρθείς.