Πολιτικη & Οικονομια

Και με τι θα γελάμε, δηλαδή;

Δύσκολη εποχή για κωμικούς

Γιώργος Παναγιωτάκης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Με τις ξανθιές απαγορεύεται να γελάμε επειδή είναι σεξιστικό. Με τoυς γκέι επειδή είναι ομοφοβικό. Με τους μαύρους επειδή είναι ρατσιστικό. Με τους χοντρούς επειδή δεν είναι σωστό. Και με τι θα γελάμε, δηλαδή;». Η απελπισμένη αυτή ρητορική ερώτηση τέθηκε με τη μορφή φεϊσμπουκικού σχολίου κάτω από άρθρο εφημερίδας. Επιβραβεύτηκε δε με εκατοντάδες likes, όπως και πολλά ανάλογα σχόλια στο ίδιο νήμα. Κάποιοι το προχώρησαν ακόμη πιο πολύ. «Η νέα τάξη πραγμάτων θέλει να μας στερήσει μέχρι και το γέλιο», έγραψε ένας χρήστης, ενώ μία άλλη, άγνωστο πώς, κατάφερε να χωρέσει στη συζήτηση τις καταλήψεις των μαθητών για το μακεδονικό «που τις σαμποτάρουν οι ακροαριστεροί».

Το γέλιο έχει δικό του μπαϊράκι και αρνείται να εγκλωβιστεί σε πολιτικές θέσεις. Αν κάτι σου φανεί αστείο, θα γελάσεις θέλεις δεν θέλεις.

Αφορμή για τα παραπάνω σχόλια ήταν η κόντρα ανάμεσα στον Μάρκο Σεφερλή και την Έλενα Ακρίτα και η μήνυση που υπέβαλε ο πρώτος επειδή η δεύτερη εκφράστηκε απαξιωτικά για το έργο του. Η συντριπτική δε πλειοψηφία των αναγνωστών της εφημερίδας –η οποία, για να το πούμε κομψά, δεν φημίζεται για τους αγώνες της για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων– πήρε το μέρος του κωμικού, στολίζοντας την Ακρίτα με χαρακτηρισμούς που εκείνος δεν θα τολμούσε ποτέ να βάλει σε μια επιθεώρηση.

Το ζήτημα δεν είναι φυσικά καινούριο. Η συζήτηση για το τι συνιστά καλό χιούμορ και τι όχι επανέρχεται πολύ συχνά – κάτι που μεταξύ άλλων αποδεικνύει πόσο σοβαρή υπόθεση είναι το γέλιο. Στις μέρες μας, όμως, φαίνεται πως έχει ενταχθεί σε μια ευρύτερη παγκόσμια σύγκρουση ιδεών. Τα δύο στρατόπεδα δεν είναι απόλυτα συμπαγή και ομοιογενή στο εσωτερικό τους. Χοντρικά όμως θα λέγαμε πως από τη μία στέκονται οι οπαδοί του λαϊκιστικού αντισυστημισμού, οι περισσότεροι εκ των οποίων βγάζουν φλύκταινες όταν ακούν για αποδοχή, δικαιώματα των μειονοτήτων, φεμινισμό κλπ. Και από την άλλοι εκείνοι που, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, αντιδρούν στη ρητορική και τις πρακτικές των πρώτων.     

Η σύγκρουση είναι καταδικασμένη να κρατήσει για χρόνια. Και αυτό γιατί το γέλιο έχει δικό του μπαϊράκι και αρνείται να εγκλωβιστεί σε πολιτικές θέσεις. Αν κάτι σου φανεί αστείο, θα γελάσεις θέλεις δεν θέλεις. Την ίδια στιγμή, όμως, η αίσθηση του τι είναι αστείο δεν είναι σταθερή και αμετάβλητη, μα αλλάζει, αργά έστω, ακολουθώντας τις αλλαγές της κοινωνίας. Ο Μιχαήλ Μπαχτίν στο ογκώδες έργο του «Ο Ραμπελαί και ο κόσμος του» (κυκλοφορεί από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σε μετάφραση-άθλο του Γιώργου Πινακούλια) παρουσιάζει μια μακριά σειρά από τέτοιες αλλαγές στην κουλτούρα του γέλιου. Τον Μεσαίωνα, για παράδειγμα, διοργανώνονταν στις πλατείες ξυλοδαρμοί οι οποίοι χάριζαν άφθονο γέλιο σε όσα μέλη της κοινότητας δεν συμπεριλαμβάνονταν στα θύματα. Κάποτε αυτό απλά έπαψε να θεωρείται αστείο.

Όμως δεν χρειάζεται να πηγαίνουμε τόσο πίσω. Προσωπικά θυμάμαι μια ολόκληρη γενιά, του εαυτού μου συμπεριλαμβανομένου, να ξεκαρδίζεται στα γέλια παρακολουθώντας στην τηλεόραση τον Μπένι Χιλ να κοπανάει (πατ πατ πατ) στο κεφάλι εκείνον τον μικρόσωμο γέροντα κωμικό. Σήμερα, τα ίδια ακριβώς σκετσάκια μου φαίνονται θλιβερά. (Παρεμπιπτόντως, ορισμένα από τα νούμερα του Σεφερλή μοιάζουν σε ύποπτο βαθμό με εκείνα του Μπένι Χιλ). Όπως και να έχει, τα πράγματα αλλάζουν και αν κανείς το αποδεχτεί μπορεί κάλλιστα να πάψει να θεωρεί αστείο κάτι με το οποίο ξεκαρδιζόταν κάποτε. Ή να ανακαλύψει καινούριες πηγές γέλιου σε άλλες ανεξερεύνητες περιοχές.

Υπάρχει όμως και ένας άλλος άγραφος κανόνας της κωμωδίας και της σάτιρας, ο οποίος αφορά το πρόσωπο το οποίο διακωμωδείται. Όσο πιο ισχυρό είναι αυτό πρόσωπο, όσο περισσότερη εξουσία κατέχει, τόσο μεγαλύτερη αξία έχει το αστείο εναντίον του. Οι καλοί γελωτοποιοί του Μεσαίωνα, για παράδειγμα, τολμούσαν με κίνδυνο της ζωής τους να κοροϊδεύουν ακόμη και τον ίδιο το βασιλιά. Κάποιοι από αυτούς έμειναν και στην ιστορία, πράγμα δύσκολο για όποιον επιλέγει να στρέφει τα κωμικά του βέλη στους αδύναμους ώστε να ικανοποιήσει τα κατώτερα ένστικτα του κοινού του.