Πολιτικη & Οικονομια

Ποιον ευνοεί η πόλωση;

Σκανδαλολογία και κριτική δίχως έλεος εκατέρωθεν, επιθετικότητα και προπαγάνδα άλλων εποχών, είναι στην καθημερινή ατζέντα

Πέτρος Ιωαννίδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στις προεκλογικές μάχες υπάρχουν διαφορετικές επικοινωνιακές προσεγγίσεις στην παραγωγή πολιτικού λόγου. Για παράδειγμα η προσέγγιση με σκοπό τη διεύρυνση της δεξαμενής ψήφων ή η επίθεση στον αντίπαλο μέσα από πολωτικό λόγο με σκοπό την απομείωση του στα ματιά των ψηφοφόρων. Προφανώς κανένα κόμμα δεν ακολουθεί μόνο τη μία ή μόνο την άλλη, το μείγμα όμως έχει τη σημασία του. 

Μελέτες έχουν δείξει ότι όσο κοντεύουμε χρονικά προς τις εκλογές, τόσο θα πρέπει τα κόμματα να χρησιμοποιούν μια πιο catch all επικοινωνιακή στρατηγική. Ενώ δηλαδή σε χρόνο μη εκλογικό προσπαθούν να συσπειρώσουν τους υπάρχοντες ψηφοφόρους/οπαδούς τους, όταν πλησιάζει η εκλογική μάχη απευθύνονται σε ευρύτερα κοινά προκειμένου να κερδίσουν τους αναποφάσιστους.

Την προηγούμενη εβδομάδα είδαμε τόσο τον κ. Τσίπρα όσο και τον κ. Μητσοτάκη να προχωρούν σε τέτοιου είδους επικοινωνιακά «φλερτ»: Ο πρωθυπουργός στο συνέδριο του SPD πραγματοποίησε άνοιγμα στην Κεντροριστερά υποστηρίζοντας ότι «οι Σοσιαλδημοκράτες και η Αριστερά πρέπει να συναντηθούν στη βάση ενός προοδευτικού σχεδίου για τον 21ο αιώνα στην Ευρώπη», ενώ και ο αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης σε συνέντευξη του στην DW σημείωσε ότι «η Ν.Δ. αντιμετωπίζοντας τις προκλήσεις των καιρών, κατάφερε και καταφέρνει να διευρύνει την εκλογική και πολιτική της απήχηση, κάνοντας μία τολμηρή μετακίνηση προς τον χώρο του πολιτικού Κέντρου». Το προηγούμενο διάστημα έχουμε δει και άλλες παρόμοιες κινήσεις, τόσο π.χ. από τον κ. Μητσοτάκη στην ομιλία του στη ΔΕΘ, όσο και από αρκετά σημαίνοντα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ σε δημόσιες τοποθετήσεις τους.

Είμαστε όμως πραγματικά μάρτυρες μιας συνεπούς –ρητορικής τουλάχιστον- στροφής των δύο κομμάτων προς το Κέντρο και σε ευρύτερα τμήματα ψηφοφόρων; Αν παρατηρήσουμε πιο προσεκτικά τις κομματικές ανακοινώσεις, τις πολύ πρόσφατες συνεντεύξεις των βασικών στελεχών της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ ή τις παρεμβάσεις τους στα social media, διαπιστώνουμε ότι πολύ συχνά η συγκεκριμένη στρατηγική υπονομεύεται εκ των έσω. Στην πρώτη ευκαιρία, τόσο οι μεν, όσο και οι δε, ανεβάζουν «στροφές», χρησιμοποιούν σκληρό και πολωτικό λόγο και φυσικά λαϊκίζουν κατηγορώντας ταυτόχρονα τους αντιπάλους τους ως λαϊκιστές. Παράδειγμα η ανακοίνωση της Κουμουνδούρου (3/11) που υπογραμμίζει ότι «στις επόμενες εκλογές θα ηττηθεί ξανά ο λαϊκισμός που εκπροσωπεί ο κ. Μητσοτάκης» ή η ανακοίνωση της ΝΔ αναφερόμενη στον Πρωθυπουργό (10/11) που υποστηρίζει ότι «ο βασιλιάς του ψέματος, του λαϊκισμού και της προπαγάνδας είναι γυμνός».

Στην πράξη δηλαδή και τα δύο κόμματα ουσιαστικά –και λανθασμένα- επενδύουν πολύ περισσότερο στην τυφλή πόλωση. Και δεν είναι λίγοι, εκείνοι που υποστηρίζουν ότι αυτή η πόλωση θα ευνοήσει το δικομματισμό και θα συντρίψει τους μικρότερους παίκτες. Κάτι τέτοιο θα είχε πράγματι βάση σε παλαιότερες εκλογικές αναμετρήσεις (η πόλωση να ευνοεί τους δύο μεγάλους), όταν τα κόμματα δεν είχαν ακόμα απαξιωθεί στα μάτια των ψηφοφόρων και όταν οι ψηφοφόροι είχαν στενή σχέση με το κόμμα που υποστήριζαν. Θυμίζουμε ότι πλέον η κινητικότητα των ψηφοφόρων μεταξύ των κομμάτων (όχι μόνο μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ) είναι πολύ έντονη, ενώ στο παρελθόν το σύνηθες ποσοστό μετακινήσεων από αναμέτρηση σε αναμέτρηση ήταν περίπου 15% με 20% και αυτό κυρίως μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων. 

Δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι την περίοδο της κρίσης -και ενώ υπήρχε τεράστια πόλωση- ο δικομματισμός τόσο στις εκλογές του 2012 όσο και σε εκείνες του 2015 δεν σημείωσε μεγάλα νούμερα, όπως και ότι η αποχή αυξήθηκε δραματικά. Αν επίσης δούμε μια σημερινή δημοσκόπηση και την συγκρίνουμε με μια αντίστοιχη λίγους μήνες πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, θα διαπιστώσουμε ότι δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές στα ποσοστά του δικομματισμού. Στην έρευνα της Metron Analysis (Σεπτέμβριος 2018) η ΝΔ συγκεντρώνει το 27,4%, έναντι 18,7% του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή 46,1% για το δικομματισμό, ενώ σε αντίστοιχη έρευνα της ίδιας εταιρείας τον Σεπτέμβριο του 2014 τα δύο κόμματα λάμβαναν 43,4%. Η αδιευκρίνιστη ψήφος τον Σεπτέμβριο του 2018 είναι 22,6%, ενώ τον Σεπτέμβριο του 2014 ήταν 25,6%.

Γιατί τότε να επενδύουν στην πόλωση; Γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς αφού παρασύρονται από τα πάθη και τον κομματικό φανατισμό, όπως επίσης και από τα «like» των σκληρών οπαδών τους. Μια τέτοια προσέγγιση όμως, μπορεί να φέρνει σταυρούς στον Χ υποψήφιο βουλευτή από την ήδη υπάρχουσα κομματική δεξαμενή, δεν βοηθάει όμως στο να μεγαλώσει αυτή η δεξαμενή. Σκανδαλολογία και κριτική δίχως έλεος εκατέρωθεν, επιθετικότητα και προπαγάνδα άλλων εποχών και από τις δύο μεριές, είναι στην καθημερινή ατζέντα. Αυτού του τύπου η επικοινωνία είναι περιορισμένη σε «σκληρά» κοινά και σίγουρα δε γοητεύει την ευρεία κοινή γνώμη, αλλά και δε συμβαδίζει με τις πραγματικές  αγωνίες των ψηφοφόρων.

Κάποιοι λένε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ορθώς επενδύει στην πόλωση προκειμένου να αυξήσει την πολύ χαμηλή του συσπείρωση. Ξεχνούν προφανώς ότι η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων που επέλεξαν ΣΥΡΙΖΑ το 2015, τον ψήφισαν τότε για πρώτη φορά, επομένως δεν έχουν κάποιο ιδιαίτερο δεσμό με το κόμμα για να εκτιμήσουν τα επιθετικά posts του κ. Πολάκη. Κάποιοι άλλοι λένε ότι οι δηλώσεις του κ. Βορίδη περί κατάργησης των Χριστουγέννων θα βοηθήσουν τη ΝΔ να μη χάσει προς τα δεξιά της. Και αυτοί κάνουν λάθος γιατί ξεχνούν ότι υπάρχουν αυθεντικότεροι εκφραστές της (δήθεν) αντισυστημικής δεξιάς από το κόμμα του κ. Μητσοτάκη. 

Με δεδομένο λοιπόν ότι και τα δύο αυτά κόμματα ακολουθούν σχετικά mainstream
πολιτικές επιλογές, το να ξιφουλκούν ο ένας εναντίον του άλλου με μοναδικό γνώμονα τον κομματικό φανατισμό, είναι σαν να πυροβολούν τα πόδια τους, αφού α) το στενό κομματικό ακροατήριο δεν χρειάζεται κάτι άλλο για να πειστεί ποιον να ψηφίσει, β) όσοι φλερτάρουν με τα άκρα και των δύο πλευρών πιθανότατα θα προτιμήσουν άλλες επιλογές και γ) οι ψηφοφόροι που πραγματικά θα κρίνουν το αποτέλεσμα των εκλογών εξακολουθούν να αισθάνονται άστεγοι και περιπλανώμενοι. Ειδικά για το τρίτο, το μόνο που μπορεί να λειτουργήσει υπέρ των δύο μεγάλων κομμάτων είναι ότι στο μεταξύ τους χώρο δεν υπάρχει σήμερα κάτι πραγματικά ρηξικέλευθο και ελκυστικό.