Πολιτικη & Οικονομια

Μεγάλα ψέματα για τα Μνημόνια (5): «Το Μνημόνιο ήταν ανθελληνικό»

Ο πραγματικός ανθελληνισμός βρίσκεται στις κραυγές των αγανακτισμένων ψευτοπατριωτών

Δημήτρης Ιωάννου
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τα οκτώ τελευταία χρόνια ζήσαμε μέσα στην ιδεολογική τρομοκρατία και στον υστερικό παραλογισμό σε τέτοιο βαθμό ώστε πολλά από τα ψέματα και τις ανακρίβειες με τις οποίες βομβαρδιζόμασταν κατέληξαν να θεωρούνται, από τους περισσότερους, αυταπόδεικτες αλήθειες. Είναι τραγικό ότι βγαίνοντας από αυτή την περίοδο δεν έχουμε αντιληφθεί σε συλλογικό επίπεδο τι συνέβη και δεν έχουμε μάθει να χρησιμοποιούμε την απλή λογική για να ξεχωρίζουμε το ψεύδος από την αλήθεια - ιδιαίτερα για θέματα που αφορούν καθοριστικά την ίδια τη ζωή μας και το μέλλον μας.

Ψέμα πέμπτο:  «Το Μνημόνιο ήταν ανθελληνικο»

Ο Λέων Τολστόι γράφοντας στο τέλος του προπερασμένου αιώνα την «Ανάσταση», ανάμεσα σε πολλά άλλα που περιγράφει με αριστουργηματικό τρόπο, δίνει και μία εικόνα που είναι προφητική για το μέλλον της Ρωσίας στον 20ό αιώνα, δηλαδή για την κόλαση που επρόκειτο να ζήσει ο ρωσικός λαός στις επόμενες δεκαετίες. Ο μετανοημένος ήρωάς του, ο πρίγκιπας Νεχλιούντοφ, ο οποίος επιζητά τη σωτηρία και την εξιλέωση για τα ηθικά σφάλματά του, επιθυμεί να χαρίσει όλη του την περιουσία σε αυτούς που τη δουλεύουν, δηλαδή στους γεωργούς, πρώην δουλοπάροικους. Αυτοί όμως τον αντιμετωπίζουν με δυσπιστία. Δεν δέχονται την προσφορά του και την απορρίπτουν. Ο λόγος είναι απλός, δεν έχουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, δεν έχουν εμπιστοσύνη στην δυνατότητά τους να διαχειριστούν τη ζωή τους και την περιουσία που τους προσφέρει ο Νεχλιούντοφ. Θεωρούν ότι πίσω από την ασυνήθιστη προσφορά κρύβεται μία παγίδα που δεν μπορούν να αντιληφθούν. Έχοντας ζήσει μέσα στις μόνες συνθήκες που θεωρούν φυσιολογικές για τους ίδιους, στην εξαθλίωση και στην αμορφωσιά, δυσπιστούν και φοβούνται την πρόκληση που θα αποτελούσε το να αναλάβουν οι ίδιοι την ευθύνη για την τύχη της δικής τους ζωής. Είναι αυτός ακριβώς ο λαός που, ακριβώς λόγω της παθητικότητας του και της αδυναμίας του να εξουσιάσει τον εαυτό του, θα γίνει, στις επόμενες δεκαετίες, θύμα των μεγαλύτερων, ίσως, εγκλημάτων, της μεγαλύτερης καταπίεσης και της μεγαλύτερης παράνοιας που γνώρισε η Ιστορία.

Αν κάτι μας διδάσκει η ρωσική κοινωνία στον ένα και πλέον αιώνα  μετά την δημοσίευση του αριστουργήματος του Τολστόι είναι πως η παθητικότητα του θύματος προκαλεί την παντοδυναμία του δυνάστη. Όποιος δεν έχει τη δυνατότητα να διοικήσει τον εαυτό του, να φανταστεί το μέλλον του διαφορετικά από το παρελθόν του και να ζήσει ως αυτόνομη και όχι ως ετερόνομη ύπαρξη, είναι μοιραίο και αναπόφευκτο να καταλήγει στην χειρότερη δυνατή θέση στο διάβα της Ιστορίας: να γίνεται το αντικείμενο της βαρβαρότητας που αυτή κρύβει μέσα της.

Έχει σχέση αυτό που περιγράφει ο Τολστόι για τον ρωσικό λαό το 1899 με τον ελληνικό λαό της σύγχρονης περιόδου; Δυστυχώς έχει διότι υπάρχει μεγάλη ιστορική ομοιότητα και αναλογία μεταξύ των δύο περιπτώσεων, ενώ και μία διαφορά που μπορεί να παρατηρήσει κανείς απλώς κάνει τα πράγματα χειρότερα. Η διαφορά είναι ότι οι Ρώσοι πρώην δουλοπάροικοι σε αντίθεση με τους Έλληνες της σημερινής Ελλάδας δεν διεκδικούσαν τίποτα. Παρέμεναν προσαρμοσμένοι στην αθλιότητά τους και δεν μπορούσαν να φανταστούν τίποτα άλλο έξω από αυτήν. Αντίθετα ο σημερινός Έλληνας είναι φιλόδοξος! Είναι οραματιστής και διεκδικητής! Διεκδικεί όλες τις χαρές, τις ανέσεις και τα αγαθά που μπορεί να προσφέρει η οικονομική ανάπτυξη της ανθρωπότητας! Διεκδικεί όλα όσα έχει παράγει η παγκοσμιοποίηση! Με τη διαφορά όμως ότι αρνείται την ίδια την παγκοσμιοποίηση! Δεν δέχεται να προσαρμοστεί στις ανάγκες και στις προτεραιότητες μιας σύγχρονης ανεπτυγμένης κοινωνίας. Θέλει την κατανάλωση χωρίς να προσπαθεί να είναι ανταγωνιστικός και παραγωγικός. Θέλει την ευημερία χωρίς όμως να είναι ορθολογιστής και κοινωνικά υπεύθυνος. Με αποτέλεσμα η διαφορά αυτή να συνδυάζεται με τον πιο καταστροφικό τρόπο με την ομοιότητα μεταξύ των Ελλήνων του σήμερα και των Ρώσων πρώην δουλοπάροικων των αρχών του 20ου αιώνα. Εκείνο, δηλαδή, που είναι κοινό ανάμεσα στους δύο λαούς είναι ότι κανείς δεν ήθελε - δεν θέλει να πάρει την τύχη του στα χέρια του, δηλαδή να γίνει αυτόνομος και να επωμιστεί τις ευθύνες που αυτό συνεπάγεται. Και, βέβαια, για τους Ρώσους απελεύθερους δουλοπάροικους κάτι τέτοιο μπορεί να ήταν φυσιολογικό. Για τους σύγχρονους  όμως Έλληνες είναι μία ύβρις. Διότι, βέβαια είναι ύβρις να θέλεις να απολαμβάνεις χωρίς να κοπιάζεις και χωρίς να διακινδυνεύεις. Να επιδιώκεις και να απαιτείς χωρις να δικαιούσαι.

Οι Ρώσοι απελεύθεροι δουλοπάροικοι πλήρωσαν στη διάρκεια του εικοστού αιώνα το γεγονός της ετερονομίας τους, διότι τα κύματα της Ιστορίας και οι επιταγές της ιστορικής αναγκαιότητας ήταν τόσο σφόδρα ώστε η απολιθωμένη συνείδησή έτους δεν μπορούσε να τα ανταγωνιστεί και να τα αποκρούσει, με αποτέλεσμα να γίνουν θύματα. Δεν προκάλεσαν την καταστροφή τους αλλά η καταστροφή, ο πόνος και η τραγωδία ήταν αναπόφευκτα γιατί έτσι είναι Ιστορία: δεν σταματάει και αν δεν μπορείς να την κατευθύνεις εσύ θα σε κατευθύνει εκείνη προς τη συντριβή σου. Αν όμως τέτοια ήταν η τύχη των παθητικών και άβουλων Ρώσων, ποια μπορεί να είναι η τύχη ενός λαού ο οποίος ζει με την ύβριν να θέλει να απολαμβάνει πράγματα που δεν δημιουργεί και για τα οποία δεν έχει διάθεση να κοπιάσει, να παλέψει και να ιδρώσει. Δυστυχώς η Ιστορία μας διδάσκει ότι μακροπρόθεσμα η τιμωρία για αυτήν την ύβρη δεν μπορεί παρά να είναι μία μεγάλη τραγωδία.

Ας αφήσουμε να κρίνουν οι μαθητές του Δημοτικού αν ήταν ανθελληνικό μέτρο το ότι οι προσλήψεις στο δημόσιο τομέα θα πρέπει να γίνονται όχι με βάση ποιον κομματάρχη υποστήριξε η οικογένειά σου αλλά με βάση αντικειμενικές διαδικασίες

Κατά μίαν έννοια αυτό που ήταν ο πρίγκιπας Νεχλιούντωφ για τους μουζίκους των υποστατικών του ήταν το Μνημόνιο για τη σύγχρονη Ελλάδα. Το Μνημόνιο, ή τα Μνημόνια αν θέλει κανείς, ήτανε μία αφελής και απέλπιδα, έξωθεν, προσπάθεια να αλλάξει ένα παρωχημένο τεταρτοκοσμικό κράτος τον τρόπο της λειτουργίας του και τη λογική με την οποία αντιμετωπίζει τη σύγχρονη πραγματικότητα ώστε κάποια στιγμή να καταφέρει να προσαρμοσθεί σε αυτήν. Αυτός είναι και ένας λόγος για τον οποίον τα Μνημόνια θα πρέπει να διδάσκονται στα σχολεία. Θα πρέπει να διαβάζουν οι μαθητές τι ήρθαν αυτοί οι ξένοι να μας επιβάλλουν να κάνουμε και στη συνέχεια -με βάση αυτό- να κρίνουν τους ξένους, αλλά να κρίνουν και τους γονείς τους. Και ας αφήσουμε τα παιδιά να διαμορφώσουν γνώμη μόνα τους. Ας αφήσουμε τα παιδιά να κρίνουν μόνα τους αν όλα τα «προαπαιτούμενα» που έθεταν τα Μνημόνια ήταν συνωμοτικές προσπάθειες να υποτάξουν τον ελληνισμό στον ζυγό το προαώνιων εχθρών του ή αν ήταν προσπάθειες κάποιων ορθολογικών δυνάμεων να ωθήσουν την Ελλάδα έξω από την καθυστέρηση, την παραλυσία και την τεταρτοκοσμική  οπισθοδρόμηση.

Τα παιδιά ας κρίνουν μόνα τους αν ήταν επιβουλή κατά της Ελλάδας το γεγονός ότι όταν ξεκίνησε το Μνημόνιο οι ξένοι επέβαλαν στο ελληνικό Δημόσιο να μετρήσε (για πρώτη φορά!) πόσους δημοσίους υπαλλήλους διέθετε η χώρα και ποια ήταν ακριβώς η απασχόλησή τους (διότι αυτό το πράγμα δεν το ήξερε η χώρα: δεν ήξερε ούτε ποιούς πληρώνει, ούτε γιατί τους πληρώνει!). Ας αφήσουμε τα παιδιά να κρίνουν μόνα τους αν ήταν ανθελληνική ενέργεια το ότι οι ξένοι προσπάθησαν να επιβάλουν να είναι όλες οι δαπάνες του ελληνικού Δημοσίου διαφανείς, και να εντάσσονται στον ίδιο προϋπολογισμό, ώστε να μπορεί ο κάθε πολίτης να ξέρει, έστω και σε γενικές γραμμές, που διατίθενται τα χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων. (Γιατί, πριν από το 2010, οι δαπάνες για τις ΟΤΑ, τα Ασφαλιστικά Ταμεία, τα ΝΠΔΔ, για παράδειγμα, δεν εντάσσονταν στον προϋπολογισμό. Το Δημόσιο πλήρωνε για τα ελλείμματα αλλά ο πολίτης δεν το μάθαινε αυτό πουθενά).

Ας αφήσουμε τα παιδιά να κρίνουν αν ήταν ανθελληνική  προσπάθεια το γεγονός ότι τα Μνημόνια προσπάθησαν να επιβάλλουν ένα Κτηματολόγιο και δασικούς χάρτες, στη χώρα της αυθαιρεσίας και της καταπάτησης. Ας αφήσουμε τα παιδιά να κρίνουν εάν ήταν ανθελληνική ενέργεια υπονόμευσης του κράτους το γεγονός ότι τα Μνημόνια προσπάθησαν να επιβάλουν τα ελληνικά δημόσια νοσοκομεία (στα οποία χάνονταν τεράστια ποσά χρημάτων χωρίς να παρέχεται το αγαθό της Δημόσιας Υγείας στους πολίτες) να έχουν διπλογραφικό σύστημα ώστε να γνωρίζουμε, έστω κατά προσέγγιση και εδώ, πώς ξοδεύονται τα χρήματα που παρέχει ο Έλληνας φορολογούμενος. Ας αφήσουμε να κρίνουν τα παιδιά αν ήταν ανθελληνικό μέτρο η επιταγή του Μνημονίου να τοποθετούνται οι διευθυντές του δημοσίου τομέα με αντικειμενικά και όχι με κομματικά κριτήρια.

Ας αφήσουμε να κρίνουν οι μαθητές του Δημοτικού αν ήταν ανθελληνικό μέτρο το ότι οι προσλήψεις στο δημόσιο τομέα θα πρέπει να γίνονται όχι με βάση ποιον κομματάρχη υποστήριξε η οικογένειά σου ή για ποιο κόμμα κολλούσε αφίσες αλλά με βάση αντικειμενικές διαδικασίες. Ας αφήσουμε τα παιδιά του Δημοτικού να αποφασίσουν αν ήταν αντεθνική ενέργεια το γεγονός ότι το Μνημόνιο επέβαλε τα επιδόματα αναπηρίας να δίνονται στους ανάπηρους και όχι στους ποδοσφαιριστές και στους ακροβάτες-ισορροπιστές. Ας αφήσουμε να διαβάσουν τα παιδιά του Δημοτικού, του Γυμνασίου και του Λυκείου, τα κείμενα και των τριών Μνημονίων (μαζί και με ένα παράρτημα που να εξηγεί τι ακριβώς σημαίνει το κάθε προαπαιτούμενο), και ας κρίνουν μόνα τους μετά για την κοινωνία που έφτιαξαν οι πατεράδες και οι παππούδες τους. Αλλά και για το πόσο ανθελληνικά και προϊόν παγκόσμιας συνωμοσίας εις βάρος της Ελλάδας ήταν τα Μνημόνια.

Ονομάσαμε την επαιτεία «διαπραγμάτευση» και έτσι μάθαμε τα παιδιά μας να πολεμάνε τα Μνημόνια, αποτελώντας ίσως τη μοναδική περίπτωση παγκοσμίως όπου ένα έθνος θεωρεί την επαιτεία επαναστατική πράξη.

Δυστυχώς ή ευτυχώς εκείνο που θα διαπιστώσουν τα παιδιά διαβάζοντας το κείμενο των Μνημονίων και τα διάφορα προαπαιτούμενα στα οποία αναφέρονταν («προαπαιτούμενα» για να μας δώσουν τα δανεικά) είναι ότι ζούμε σε μία τεταρτοκοσμική κοινωνία η οποία δεν έχει καταφέρει να λύσει διάφορα προβλήματα που πολλές χώρες οι οποίες γεωγραφικά βρίσκονται κοντά στον Ισημερινό, στην αφρικανική ήπειρο, τα έχουν από μακρού επιλύσει. Και ο λόγος βέβαια που δεν το κάναμε δεν είναι μόνο η ανικανότητα και η ομαδική μικρόνοια. Είναι και το γεγονός ότι θέλουμε να συνεχίσουμε να ζούμε έτσι όπως ζούσαμε μέχρι τώρα, με τις ίδιες αξίες που μας έφεραν ως εδώ. Και για αυτό αγωνιστήκαμε, με νύχια και με δόντια, να σταματήσουμε και να αναστείλουμε την καταστρεπτική γι’ αυτές τις αξίες μεταρρυθμιστική δυναμική των Μνημονίων. Ζώντας στον 21ο αιώνα, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και των cryptocurrencies, εμείς προτιμήσαμε να αγωνιστούμε μέχρι εσχάτων για να διατηρήσουμε τα πατροπαράδοτα του 19ου αιώνα, για να διατηρήσουμε, δηλαδή, την κρυπτο-ανάθεση στα δημόσια έργα, τον κρυπτο-διαγωνισμό για τις δημόσιες προμήθειες, και τον κρυπτο-διορισμό των ημετέρων (για εξυπηρέτηση, βεβαίως, «παγίων και μόνιμων αναγκών»). Αγωνιστήκαμε για να παραμείνουμε μία καθυστερημένη λειτουργικά κοινωνία του 19ου αιώνα, χωρίς τιμή και χωρίς αξιοπρέπεια. Ονομάσαμε την επαιτεία «διαπραγμάτευση» και έτσι μάθαμε τα παιδιά μας να πολεμάνε τα Μνημόνια, αποτελώντας ίσως την μοναδική περίπτωση παγκοσμίως όπου ένα έθνος θεωρεί την επαιτεία επαναστατική πράξη.

Δυστυχώς η Ιστορία δεν συγχώρεσε τους Ρώσους μουζίκους και δεν τους εξαίρεσε από τις καταστροφές που τους περίμεναν στο διάβα της. Η Ιστορία και οι αναγκαιότητες που επιβάλλει είναι πάντοτε πιο δυνατές από την αδράνεια, την μικρόνοια, την μικροψυχία και την υπαρξιακή ετερονομία. Ένας λαός δεν μπορεί να απαντήσει στις προκλήσεις της Ιστορίας όταν, ενώ αντιμετωπίζει τεράστιες γεωπολιτικές απειλές και ενώ το κοινωνικο-οικονομικό του σύστημα, καταρρέει από την απρονοησία του και την ανοησία αυτών που επέλεξε για να το διαχειρίζονται, αυτός αναλώνεται στο να διαδηλώνει, να καίει τις πόλεις του και να καταστρέφει τον ίδιο του τον εαυτό, νομίζοντας ότι έτσι κάτι διεκδικεί αγωνιστικά από κάποιους.

Ένας λαός που απαιτεί φορτικά μεγαλύτερη ελεημοσύνη από τους εταίρους του και αυτό το ονομάζει «διαπραγμάτευση» έχει χάσει κάθε επαφή όχι μόνο με την αξιοπρέπεια αλλά και με την πραγματικότητα. Και αυτό γιατί ένα μικρό έθνος δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ούτε την άμεση γεωπολιτική επιβουλή, ούτε την έμμεση διαβρωτική υπονόμευση των όρων της ύπαρξής του,  εάν δεν διαθέτει  ισχυρό διοικητικό μηχανισμό, ισχυρή οικονομία και ισχυρή δύναμη αποτροπής. Αυτά όμως προϋποθέτουν πως το έθνος στηρίζεσαι στις δικές σου δυνάμεις, και πως έχει συνείδηση ότι τα δικαιώματα πρέπει πάντοτε να αντισταθμίζονται με υποχρεώσεις, πως αγωνίζεται για να βελτιωθεί και όχι για να επιδοτηθεί. Πράγματα δηλαδή που είναι αδιανόητα για τη νεοελληνική πραγματικότητα των «αγώνων» και των «κατακτημένων δικαιωμάτων».

 Ο πραγματικός ανθελληνισμός δεν βρίσκεται στα Μνημόνια. Βρίσκεται στις κραυγές των αγανακτισμένων ψευτοπατριωτών.

 Ο πραγματικός ανθελληνισμός δεν βρίσκεται στα Μνημόνια. Βρίσκεται στις κραυγές των αγανακτισμένων ψευτοπατριωτών, οι οποίοι παραπλανούν το έθνος και το λαό περιγράφοντας φανταστικούς εχθρούς και φανταστικές συνωμοσίες ώστε να μην βλέπουν την πραγματική πληγή, τον πραγματικό αίτιο των δεινών της Ελλάδας: την αδυναμία όλων μας να οικοδομήσουμε μία κοινωνία η οποία να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις προκλήσεις και στους κινδύνους του εικοστού πρώτου αιώνα. Για την αδυναμία να οικοδομήσουμε αυτή την κοινωνία είμαστε υπεύθυνοι αποκλειστικά και μόνο εμείς και ο τρόπος που έχουμε μάθει να ζούμε και να σκεφτόμαστε. Τα Μνημόνια δεν ήτανε μία ανθελληνική προσπάθεια συνωμοσίας για την καταστροφή του έθνους. Αντίθετα, ήτανε μία έξωθεν προσπάθεια να παρωθηθεί η Ελλάδα στο να ευθυγραμμισει λογιστικά τις δαπάνες της με τα έσοδά της και στο να μεταρρυθμίσει το κράτος της και την κοινωνία της κατά τρόπο που θα την καταστήσουν συμβατή με τις επιταγές και τις ανάγκες του σύγχρονου κόσμου-αλλά και με την επικρατούσα έννοια του Δικαίου, γιατί ήταν, και είναι, κοινωνικά άδικο οι εκλεκτοί του πελατειακού κράτους να ζουν εις βάρος των πληβείων.

Αυτοί που το έκαναν δεν το έκαναν, ίσως, από καλοσύνη και ευσυνειδησία όπως ο πρίγκιπας Νεχλιούντωφ. Το έκαναν, προφανώς, οδηγούμενοι από το θεμιτό ίδιον συμφέρον τους και από την δική τους ανάγκη διότι αντιλαμβάνονταν ότι αν μεσοπρόθεσμα η Ελλάδα καταρρεύσει και από Ελλάδα μεταβληθεί σε Νέο Βελουχιστάν, και αυτοί οι ίδιοι θα έχουν πολύ σοβαρές συνέπειες. Πλην όμως, είμαστε εμείς, οι Έλληνες πολίτες, κατά κύριο λόγο, που για να επιβιώσουμε ιστορικά οφείλουμε να αντιληφθούμε αυτήν την θανάσιμη αναγκαιότητα και να προσαρμοστούμε στην πραγματικότητα. Τα Μνημόνια, από αυτήν την άποψη, ήταν για την Ελλάδα ό,τι ο πρίγκηπας Νεχλιούντωφ για τους πρώην δουλοπάροικους. Ας προσπαθήσουμε, εμείς οι Έλληνες του 21ο αιώνα, να μην έχουμε την τύχη που είχαν στον 20ο αιώνα οι Ρώσοι απελεύθεροι.