Πολιτικη & Οικονομια

Πολιτική και Διακυβέρνηση εκτός των λαϊκιστικών τειχών

Ενώ τα βασικά πολιτικά κόμματα δοκιμάσθηκαν σκληρά, κι ενώ η χώρα έφθασε στο μη περαιτέρω, δύο εντελώς απαραίτητα πράγματα δεν έγιναν...

Παναγιώτης Καρκατσούλης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η τύρβη της επικαιρότητας αφήνει ελάχιστο χώρο στον αναστοχασμό, ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες που αυτός είναι απαραίτητος. Προτιμάμε να αναπαράγουμε αδιέξοδα παρά να δώσουμε χρόνο σε μια άλλη άποψη που μπορεί να τα άρει προσκομίζοντας νέα γνώση, ανοιχτότητα πνεύματος και διάθεση καινοτομίας.

Στην πολιτική συζήτηση και πρακτική στην Ευρώπη, για παράδειγμα, κυριαρχούν οι οιμωγές για την άνοδο της «ακροδεξιάς». Ακολουθεί μια αμήχανη καταγραφή όσων κάνουν ή δεν κάνουν οι δεξοί λαϊκιστές (συνήθως σ’ αυτή την κατηγορία συγκαταλέγονται, αδικαρίτως, όλοι από τον Τραμπ μέχρι τον Μακρόν και τον Σαλβίνι) και η συζήτηση κλείνει με ευχές και ελπίδες για εκείνα που «πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ’ναι».

Όποιος, αντιστοίχως, παρατηρεί τη συζήτηση στην Ελλάδα και δεν συμπαθεί τον Τσίπρα και τους Καμμένους, φρικάρει με τον πολιτικό αμοραλισμό και την αισθητική τους, διερωτάται γιατί στην Ελλάδα έχουμε κυρίως αριστερούς κι όχι δεξιούς λαϊκιστές. Οι περισσότεροι εξ αυτών ελπίζουν ότι το μέτωπο των «δημοκρατικών δυνάμεων» θα ανακόψει, με την επικράτησή του στις εκλογές, την πρωτοκαθεδρία της αριστεροδεξιάς συμμαχίας που μας ταλαιπωρεί.

Αυτό που λείπει τόσο στην ευρωπαϊκή όσο και την ελληνική συζήτηση είναι ο αναστοχασμός σε σχέση με το έλλειμμα δημοκρατικής νομιμοποίησης των κέντρων αποφάσεων. Το έλλειμμα αυτό  προκάλεσε, κατά γενική ομολογία, τη μαζική δυασαρέσκεια των ψηφοφόρων που αναζήτησαν παραμυθία στo αφήγημα των λαϊκιστών. Το δημοκρατικό έλλειμμα της Ευρώπης έχει, για παράδειγμα, επισημανθεί τόσες πολλές φορές όσες και η περιφρόνηση που εξακολουθούν να δείχνουν σ’ αυτό οι κυβερνήσεις των κρατών μελών και τα κόμματα που σήμερα πενθούν για το χυμένο γάλα. Κάποιοι, όμως, πολιτικοί χώροι, όπως οι πράσινοι στη Γερμανία ή οι Ciudadanos στην Ισπανία κατάφεραν και ξεπέρασαν την κρίση, ενσωματώνοντας στην ιδιαιτερότητα της ατζέντας τους νέα στοιχεία διακυβέρνησης που συνάντησαν ευρεία συναίνεση και λαϊκή στήριξη.   

Πολλά απ’ αυτά τα στοιχεία περιγράφονται με ενάργεια στο βιβλίο του Γιάννη Παπαδόπουλου «Οι Δημοκρατίες σε κρίση; Πολιτική και Διακυβέρνηση» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Επίκεντρο». Ο συγγραφέας δεν είναι μόνον ένας από τους επιφανέστερους πολιτικούς επιστήμονες στην Ευρώπη αλλά και ένας άνθρωπος που μπορεί να δείξει με πρακτικό τρόπο τα ελλείμματα στην άσκηση της τρέχουσας πολιτικής.   

Ο συγγραφέας, έχοντας εδραία γνώση τόσο της πολιτικής επιστήμης/θεωρίας όσο και των πρακτικών έκφρασής της, αναζητά απαντήσεις πέραν των τετριμμένων διαπιστώσεων. Έτσι, στα αίτια που οδήγησαν στη σημερινή κρίση των δημοκρατιών της ΕΕ, συγκαταλέγονται η περιθωριοποίηση των κοινοβουλευτικών θεσμών, η «τεχνοκρατικοποίηση» των πολιτικών αποφάσεων, η έλευση της δημοκρατίας της «συνηγορίας» και το διαζύγιο μεταξύ της «πολιτικής» και της «δημόσιας πολιτικής» (σελ. 31). Απέναντι σ’ αυτά, ο συγγραφέας παραθέτει με σαφήνεια τα αντίδοτα, όπως διατυπώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες και αποτέλεσαν τη νεά γενιά πολιτικών-διοικητικών εισερχομένων: Την αντικατάσταση της πολιτικής με την πολυ-επίπεδη διακυβέρνηση, τα δίκτυα απένατι στις ιεραρχίες και τα αδιαφανή πολιτικο-οικονομικά παίγνια και την συνεργατική χάραξη, άσκηση και αξιολόγηση πολιτικής.

Κάθε χώρα, ξεχωριστά, κλήθηκε να διερευνήσει τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να ενσωματώσει τη νέα γνώση και τις νεες πρακτικές. Η διαδικασία αυτή είναι, κάθε άλλο παρά μηχανιστική. Είναι μια, κατ’ εξοχήν, κοινωνική διεργασία στην οποία μοχλεύονται αξίες, στάσεις εντός κι εκτός της δημοσιοϋπαλληλίας, μέσα μαζικής ενημέρωσης και, βεβαίως, ήθη και πεπραγμένα των πολιτικών κομμάτων.

Όσοι δεν κατάφεραν, μέσα στις τρεις δεκαετίες που παρήλθαν, να ενσωματώσουν τα νέα στοιχεία πολιτικής στη στρατηγική τους, δοκιμάζονται, σήμερα, από αλλεπάληλες κρίσεις. Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση είναι η Ελλάδα. Ενώ τα βασικά πολιτικά κόμματα δοκιμάσθηκαν σκληρά, κι ενώ η χώρα έφθασε στο μη περαιτέρω, δύο εντελώς απαραίτητα πράγματα δεν έγιναν:

Α) Οι δανειστές δεν μπόρεσαν ούτε να εντοπίσουν ούτε να δρομολογήσουν λύσεις στο πολιτικο-διοικητικό πρόβλημα της χώρας και περιορίσθηκαν στη θεραπεία των συμπτωμάτων.

Β) Οι εθνικές κυβερνήσεις έδωσαν μάχες χαρακωμάτων για τη διατήρηση του πελατειακού status quo, που αποτελεί όρο για την ύπαρξή τους, τις οποίες και κέρδισαν.

Έτσι, τα μικρότερα κόμματα που εμφανίσθηκαν με εναλλακτική πολιτική ατζέντα συνεθλίβησαν τόσο για λόγους που αφορούν τις οργανωτικές τους αδυναμίες όσο και, κυρίως, για την αποτυχία τους να λειτουργήσουν ως ένας εναλλακτικός πολιτικός πόλος πέραν του δεσπόζοντος πελατειακού.      

Δέκα χρόνια μετά την προσπάθεια αντιμετώπισης των προβλημάτων που την κατέστησαν αποσυνάγωγη, η Ελλάδα βρίσκεται, δυστυχώς, «επί τα αυτά» με εξαιρετικά αβέβαιο μέλλον. Ελπίδα, ωστόσο, υπάρχει: Η ατζέντα των θεσμικών και διοικητικών μεταρρυθμίσεων αναμένει την αποδοχή της από κάποιον πολιτικό σχηματισμό. Όποιος τολμήσει θα οδηγήσει τη χώρα σε πραγματική κι όχι ψευδεπίγραφη έξοδο από την κρίση που την ταλανίζει.