Πολιτικη & Οικονομια

Η κόλαση είναι οι άλλοι

Η εκδίκηση του χώρου και η εκδίκηση των ανθρώπων

Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 674
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το βαγόνι του μετρό είναι ασφυκτικά γεμάτο, αλλά σε μια θέση κάθονται δυο σακούλες του σούπερ-μάρκετ: ο ιδιοκτήτης τους δεν κάνει καμιά κίνηση να την ελευθερώσει. Ούτε κάποιος από τους ορθίους διεκδικεί τη θέση. Τα πεζοδρόμια είναι γεμάτα σκουπίδια λίγες μόνο ώρες μετά το πέρασμα του απορριμματοφόρου· πολλά γλιστράνε στη διάρκεια της αποκομιδής. Ο οδοκαθαριστής σέρνει αφηρημένος τη σκούπα του. Οι κάδοι της ανακύκλωσης ξεχειλίζουν από οικιακά απόβλητα· από ψάρια και φλούδες, αλλά κι από ηλεκτρικές συσκευές, καλώδια και μπαταρίες. Ό,τι περισσεύει από τα σπίτια οι κάτοικοι το κατεβάζουν στον δρόμο και ύστερα χτυπάνε τις παλάμες τους: Πάει κι αυτό! Ξεφορτώθηκα τη σπασμένη λεκάνη της τουαλέτας και το ξεχαρβαλωμένο στρώμα!

Ανακύκλωση δεν ξέρουμε πώς να κάνουμε. Άλλωστε, δεν πιστεύουμε ότι γίνεται ανακύκλωση. Ούτε μαθαίνουμε τι πρέπει να κάνουμε και τι όχι: ή μάλλον μαθαίνουμε κάτι και ξεχνάμε κάτι άλλο. Οι άνθρωποι δεν φτύνουν στον δρόμο όσο συχνά έφτυναν πριν από τριάντα χρόνια, ή πριν από πενήντα, όταν συνέρρεαν στις πόλεις οι χωρικοί, συνηθισμένοι να φτύνουν στους αγρούς. Παλιότερα, στους δημόσιους χώρους και στα μέσα μεταφοράς υπήρχαν ταμπελίτσες που έγραφαν ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟ ΠΤΥΕΙΝ. Σήμερα, εκτός από την αγένεια –βρισίδια, σπρωξίματα– η μακρά σειρά από incivilités, από παραβιάσεις των κανόνων της ευπρέπειας, γίνεται όλο και μακρύτερη· όπως είναι φυσικό, αυξάνονται οι απαιτήσεις μας: οι πολίτες δεν μαζεύουν τα περιττώματα των σκυλιών τους, παρκάρουν σε θέση αναπήρων και καταστρέφουν, με λύσσα, τη δημόσια περιουσία. Οι απειλές κατά της σωματικής ακεραιότητας μειώνονται –ποτέ ο κόσμος δεν ήταν τόσο ασφαλής–, αυξάνεται όμως η μικρή εγκληματικότητα. Η οποία αρκεί για να επιδεινώσει την ποιότητα ζωής. H βρωμιά και η αταξία τροφοδοτούν το αίσθημα της ανασφάλειας και δημιουργούν φόβους που συχνά δεν ανταποκρίνονται σε αληθινή απειλή· όμως, το αίσθημα της ανασφάλειας παραμένει αληθινό. Όταν έξω από το σπίτι μας βλέπουμε μέθυσους πεσμένους ανάσκελα δεν σημαίνει ότι θα μας βλάψουν· αλλά η δυσφορία που μας προκαλούν ενεργοποιεί το αμυντικό μας σύστημα.

Το πρόβλημα είναι ότι δεν αναγνωρίζουν όλοι τον κώδικα που προκύπτει από την κοινή λογική και που μάς υπαγορεύει ακόμα και πώς να ντυνόμαστε (π.χ. κυκλοφορούμε με μπικίνι στην πλαζ αλλά όχι στην πόλη), ή ποια μέρα της εβδομάδας μπορούμε να κάνουμε θορυβώδες πάρτι. Πράγματι, υπάρχουν τοπικές διαφοροποιήσεις: για παράδειγμα (ένα πολυχρησιμοποιημένο παράδειγμα) στα Εξάρχεια, ο κοινωνικός κώδικας είναι ανύπαρκτος και πολλοί κάτοικοι, μολονότι ζουν μέσα στην ασχήμια, υπερηφανεύονται γι’ αυτή την απουσία κώδικα. Στα χωριά, μια μητέρα μπορεί να βγάλει το κεφάλι της από το παράθυρο να φωνάξει τα παιδιά της που παίζουν στο ύπαιθρο· κάτι που δεν μπορεί να κάνει στην πόλη χωρίς να τραβήξει επιτιμητικά βλέμματα.

Παντού, οι πράξεις βανδαλισμού γίνονται στο φως της ημέρας: λείπει ο κοινωνικός έλεγχος, το φυσικό αντανακλαστικό του να λέμε σε κάποιον Μα, τι κάνεις εκεί; Ή, Θα φωνάξω την αστυνομία. Όχι βέβαια ότι αν φωνάξουμε την αστυνομία, θα έρθει… Σε χώρες όπου ο κατεστραμμένος δημόσιος χώρος αποκαθίσταται, η αποκατάσταση κοστίζει ακριβά στους φορολογουμένους. Όταν ο χώρος δεν αποκαθίσταται, ισχύει ο κανόνας του σπασμένου παραθύρου: το περιβάλλον φθείρεται και υποβαθμίζεται ακόμα περισσότερο, ενώ οι πολίτες συνηθίζουν σε μια μη φυσιολογική κατάσταση: αφισοκόλληση, πανό ανάμεσα σε δέντρα και άλλες τέτοιες παρανομίες παύουν να φαίνονται παρανομίες. Ο αντίκτυπος της παραμέλησης, της καταστροφής, της μόλυνσης στη ζωή των πολιτών είναι μια μορφή εκδίκησης του χώρου.

Ακόμα και επιτυχημένες πόλεις αποτυγχάνουν να διδάξουν τα πλήθη πώς να συμπεριφέρονται. Και η δημιουργία περίκλειστων μειονοτήτων χωρίς αναγνώριση των κανόνων της πλειονότητας επιδεινώνει την ποιότητα του χώρου και κάνει προβληματική τη συνύπαρξη. Τα πρόστιμα δεν φέρνουν αποτέλεσμα. Στο Παρίσι, η δημοτική αστυνομία μαζεύει 20.000 αποτσίγαρα την ώρα παρόλο που το πρόστιμο είναι 68 ευρώ: αν φυσικά σε συλλάβει τη στιγμή που πετάς το αποτσίγαρο· κι αν οι αστυνομικοί έχουν το κουράγιο να φέρουν εις πέρας τον καβγά που ίσως ακολουθήσει. Στην Αθήνα όπου οι άνθρωποι δεν έχουν μάθει ακόμα να μην καπνίζουν σε χώρους μη καπνιζόντων –και που καπνίζουν ακόμα και μέσα στο ίδιο τους το ταξί– τα αποτσίγαρα είναι ψιλά γράμματα. Τίθενται όμως σοβαρά προβλήματα δημόσιας υγείας: από τις παράνομες χωματερές μέχρι τις αναθυμιάσεις ανθρώπινων περιττωμάτων και τη συσσώρευση επικίνδυνων υλικών στα σκουπίδια. Με λίγα λόγια, η έλλειψη κοινωνικής συμπεριφοράς προεκτείνεται σε ζητήματα που υπερβαίνουν εκείνα της ευγένειας και του σεβασμού – δυο αξίες που παρακμάζουν ως αξίες. Οι κυβερνώντες δίνουν το παράδειγμα· μερικοί εξ αυτών επιδεικνύουν παροιμιώδη χοντροκοπιά, ανεξέλεγκτη εξωτερίκευση στον δημόσιο χώρο, απουσία αυτοσυγκράτησης. Πρόκειται για κλιμάκωση του συναισθήματος «δεν είμαι μέλος της κοινότητάς σας»· άρα, δεν υπακούω στους κανόνες ακόμα κι όταν τους γνωρίζω. Αντιθέτως, από το συναίσθημα «είμαι μέλος της κοινότητας, ζω σε μια πόλη που μοιράζομαι μαζί σας», απορρέει η συμπεριφορά που διευκολύνει τη ζωή όλων αλλά που στην Ελλάδα (και στη Ρωσία, και στο Μεξικό, και στην Τουρκία) συγχέεται με την ετικέτα, με την υποκριτική ευγένεια. Η «υποκριτική ευγένεια» είναι επίσης απαραίτητη στην καθημερινότητα, αλλά θα χρειαστεί πολύς χρόνος για να την αποδεχθούμε. Ας πεισθούμε πρώτα για τα στοιχειώδη, όπως το να σεβόμαστε μια σειρά αναμενόντων, να παραχωρούμε τη θέση μας στους ηλικιωμένους, να μην ουρλιάζουμε στο κινητό, να μην ξαπλώνουμε το κάθισμα στο αεροπλάνο, να μην αφήνουμε άδειες σακούλες ποπκόρν στην κινηματογραφική αίθουσα και να μη μουτζώνουμε όταν οδηγούμε.

Η έλλειψη κοινωνικής συμπεριφοράς συνδέεται με τον μύθο του τοπικού τρόπου ζωής: οι Έλληνες καμαρώνουν για τον τρόπο ζωής τους που περιλαμβάνει μια ποικιλία από incivilités οι οποίες προσβάλλουν τις πέντε αισθήσεις. Μια επίσκεψη στα ελληνικά πανεπιστήμια μάς πείθει για το πόσο βάρβαροι είμαστε· για το πώς η παραβίαση του κώδικα κοινωνικής συμπεριφοράς είναι μεταδοτική και για το ότι την έβδομη μέρα ο καλός Θεός ξέχασε να δημιουργήσει τον σκουπιδοτενεκέ.

Ο κόσμος δεν χωρίζεται στους μεν και στους δε: είμαστε όλοι ένοχοι· η αναγνώριση του σώματος του άλλου χρειάζεται σκέψη και επαγρύπνηση· χρειάζεται αντίσταση στο αγελαίο πνεύμα και στα ένστικτα. Οι θεωρητικοί της incivilité χαρακτηρίζουν τις καθαρές και εύκτακτες πόλεις άσηπτες και τους κατοίκους τους ρομποτοποιημένους. Όμως ο «ελεύθερος» πολίτης πέφτει στην παγίδα: μη σεβόμενος τους άλλους διευκολύνει στιγμιαία τη ζωή του, αλλά, εκτός από τον χώρο, τον εκδικούνται οι άνθρωποι. Η κόλαση είναι οι άλλοι.