Πολιτικη & Οικονομια

Μεγάλα ψέματα για τα Μνημόνια (2): Το ΑΕΠ της Ελλάδας μειώθηκε 25% εξαιτίας των Μνημονίων

Πολλά από τα ψέματα και οι ανακρίβειες με τα οποία βομβαρδιζόμασταν τα τελευταία 8 χρόνια κατέληξαν να θεωρούνται αυταπόδεικτες αλήθειες

Δημήτρης Ιωάννου
13’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τα οκτώ τελευταία χρόνια ζήσαμε μέσα στην ιδεολογική τρομοκρατία και στον υστερικό παραλογισμό σε τέτοιο βαθμό ώστε πολλά από τα ψέματα και τις ανακρίβειες με τις οποίες βομβαρδιζόμασταν κατέληξαν να θεωρούνται, από τους περισσότερους, αυταπόδεικτες αλήθειες. Είναι τραγικό ότι βγαίνοντας από αυτήν την περίοδο δεν έχουμε αντιληφθεί σε συλλογικό επίπεδο τι συνέβη και δεν έχουμε μάθει να χρησιμοποιούμε την απλή λογική για να ξεχωρίζουμε το ψεύδος από την αλήθεια – ιδιαίτερα για θέματα που αφορούν καθοριστικά την ίδια την ζωή μας και το μέλλον μας.

Ψέμα δεύτερο: το ΑΕΠ της Ελλάδας μειώθηκε 25% εξαιτίας των Μνημονίων

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ το 2008 το (ονομαστικό) ΑΕΠ της Ελλάδας είχε φτάσει στα 242 δισ. ευρώ. Αντίθετα το 2017 είχε μειωθεί στα 174 δισ. ευρώ. Πρόκειται για μία μείωση περίπου 28%, με έτος βάσης το 2008. (Τα μεγέθη είναι αντίστοιχα περίπου και για τις πραγματικές, αποπληθωρισμένες, τιμές). Στηριγμένοι σε αυτό οι επικριτές των Mνημονίων ισχυρίζονται πως αιτία της μείωσης του ΑΕΠ είναι η πολιτική λιτότητας», η οποία επιβλήθηκε με τα τρία, μέχρι σήμερα, σταθεροποιητικά προγράμματα της ελληνικής οικονομίας. Πρόκειται μάλλον για την πλέον διαδεδομένη πεποίθηση αλλά επίσης και για το μεγαλύτερο ψεύδος της αντιμνημονιακής προπαγάνδας.

Στην πραγματικότητα όχι μόνο τα Μνημόνια δεν ευθύνονται για τη μείωση του ελληνικού ΑΕΠ αλλά, όλως αντιθέτως, η ύπαρξή τους ήταν ο λόγος για τον οποίο η μείωση περιορίστηκε μόνο στο 28% και δεν πήρε καταστροφικές διαστάσεις που θα μπορούσαν να είχαν οδηγήσει τη χώρα στην πλήρη διάλυση και τον λαό της στον εξανδραποδισμό.

Βέβαια η άποψη ότι τα Μνημόνια ευθύνονται για την πτώση του ΑΕΠ θα μπορούσε να ήταν ορθή και βάσιμη σε μία περίπτωση. Στην περίπτωση, δηλαδή, που θα κρινόταν ηθικό και αποδεκτό, και θα εφαρμοζόταν πλήρως, το εξής μέτρο: όλες οι άλλες χώρες της ευρωζώνης αναγνωρίζοντας έμπρακτα την πολιτισμική, ανατομική και βιολογική υπεροχή των Ελλήνων, και υποκλινόμενοι σε αυτήν, να έκριναν απαραίτητο και αναγκαίο να επιβάλουν ετήσιο κεφαλικό φόρο σε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες τους προκειμένου να συγκεντρώνουν ένα ποσό 40 έως 50 δισεκατομμυρίων ευρώ ανά έτος, το οποίο θα το διέθεταν στους Έλληνες, με τη μορφή δωρεάς, για να μπορούν αυτοί να καλύπτουν όσες ανάγκες της διαβίωσής τους δεν μπορούσαν να καλύψουν με τη δική τους εργασία και το προϊόν της.

Τι ακριβώς θα είχαν να αντιπροτείνουν οι υποστηρικτές μιας άλλης πολιτικής, που δεν θα έφερνε την ύφεση;

Όσοι, εθισμένοι και παρασυρμένοι από την αντιμνημονιακή προπαγάνδα, νιώθουν την ανάγκη να εξοργιστούν και να αγανακτήσουν με τα παραπάνω, ας μην το κάνουν πριν λάβουν υπ’ όψιν τους το εξής: η πεποίθηση ότι τα Μνημόνια φταίνε για τη συρρίκνωση του ελληνικού ΑΕΠ μετά από το 2010 στηρίζεται στον ισχυρισμό πως βασική αιτία υπήρξε η μείωση των δαπανών του δημοσίου, δηλαδή η απότομη (υποτίθεται) μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Τι ακριβώς όμως θα είχαν να αντιπροτείνουν οι υποστηρικτές μιας άλλης πολιτικής, που δεν θα έφερνε την ύφεση, δεν μας το έχουν πει ποτέ με κάποιους αριθμούς και με συγκεκριμένα δεδομένα. Δεν το έχουν πει ποτέ διότι στην πραγματικότητα δεν έχουν τίποτα να πουν που να μην είναι ακραία παράλογο, έως και παρανοϊκό.

Το 2009 ήταν ένα έτος στο οποίο δεν είχαμε Μνημόνιο. Ήταν επίσης ένα έτος στο οποίο δανειστήκαμε αφειδώς με αποτέλεσμα να έχουμε ένα δημοσιονομικό έλλειμμα ίσο με το 15,6% του ΑΕΠ. Εν τούτοις τη χρονιά εκείνη το ΑΕΠ δεν αυξήθηκε. Αντιθέτως, μάλιστα, μειώθηκε, έστω και οριακά. Ανακύπτει λοιπόν το ερώτημα: ήταν πολιτική λιτότητας» η πολιτική που το δημιούργησε και ήταν μικρό το έλλειμμα του 15,6% και, γι’ αυτό, θα έπρεπε να έχουμε ένα μεγαλύτερο έλλειμμα για να υπάρχει ανάπτυξη; Το επόμενο έτος, 2010, το δημοσιονομικό έλλειμμα, λόγω της ουσιαστικής χρεοκοπίας η οποία εν τω μεταξύ είχε επέλθει, μειώθηκε κατά 5% και, αντίστοιχα, σχεδόν άλλο τόσο, μειώθηκε και το ΑΕΠ.

Αν παρακαλουθήσουμε τη λογική των αντιμνημονιακών θα πρέπει να υποθέσουμε πως για να είχε η οικονομία το 2010 μία στοιχειώδη ανάπτυξη 2% αντί για 10% έλλειμμα, που έφερε μείωση του ΑΕΠ 5%, ή 15% έλλειμμα που έφερε στασιμότητα του ΑΕΠ, θα έπρεπε να είχε υπάρξει ένα (αναπτυξιακό!) δημοσιονομικό έλλειμμα τουλάχιστον 20-25% του ΑΕΠ! Δηλαδή μία χώρα που μόλις είχε χρεοκοπήσει, και δεν μπορούσε πλέον να εξυπηρετήσει και να αποπληρώσει το χρέος της, προκειμένου να επιτύχει μία ελάχιστη ανάπτυξη 2% και με δεδομένο ότι το χρέος της ήταν ήδη μεγαλύτερο από το ΑΕΠ της, θα έπρεπε να δανεισθεί (δηλαδή να της το χαρίσουν γιατί δεν επρόκειτο να το αποπληρώσει ποτέ) ένα υπερδεκαπλάσιο ποσό από την αύξηση του ΑΕΠ που θα επετύγχανε! Αυτή είναι η «αναπτυξιακή» πολιτική που έχουν κατά νου οι αντιμνημονιακοί. Τη μη εφαρμογή μιας τέτοιας παρανοϊκά παράλογης πολιτικής την ονομάζουν «λιτότητα»! Και προσπαθούν να μας πείσουν (ακόμη και ακαδημαϊκοί οικονομολόγοι) πως υπήρχε κάποια «επεκτατική αναπτυξιακή» πολιτική, ή κάποια πιο «ήπια» προσαρμογή, που όμως δεν εφαρμόσθηκαν και γι’ αυτό κατέρρευσε το ελληνικό ΑΕΠ! (Πλην όμως δεν μας δίνουν ποτέ ένα μικρό αριθμητικό παράδειγμα πώς μπορούσε να γίνει αυτό).

Ο τρόπος που ζούσε η Ελλάδα στη δεκαετία 2000 έως 2010 ήταν ένας τρόπος παράλογος και αφύσικος

Εάν όμως η δημοσιονομική πολιτική δεν μπορούσε να σώσει το ελληνικό ΑΕΠ από την κατάρρευση (εφ’ όσον για να αυξηθεί το ΑΕΠ κατά 1 ευρώ, το χρέος θα έπρεπε να αυξηθεί το λιγότερο κατά 10 ευρώ), και αν το ΑΕΠ είχε ήδη αρχίσει να μειώνεται ακόμα και πριν από τη σύναψη των Μνημονίων, τότε ποια ήταν η αιτία της κατάρρευσης του; Η απάντηση σε αυτό είναι πολύ απλή: ο τρόπος που ζούσε η Ελλάδα στη δεκαετία 2000 έως 2010 ήταν ένας τρόπος παράλογος και αφύσικος.

Το επίπεδο εισοδήματος το οποίο απολάμβαναν οι Έλληνες δεν αντιστοιχούσε στις πραγματικές δυνατότητες δημιουργίας εισοδήματος της ελληνικής οικονομίας. Αντιστοιχούσε στην εντατική «μόχλευσή» της με δανεικά. Για τον λόγο αυτόν, το παρά φύσιν και τεχνητό επίπεδο εισοδημάτων που απολάμβαναν οι κάτοικοι της χώρας και η ελληνική οικονομία άρχισε, αναπόφευκτα, να καταρρέει μόλις προσέγγισε ένα σημείο καμπής λόγω του ότι δεν μπορούσε να αναχρηματοδοτηθεί το υπέρογκο πλέον χρέος. Αυτό, άλλωστε, οδήγησε στην ανάγκη σύναψης της συμφωνίας για τη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας.

Για να αντιληφθεί βεβαίως κανείς τους ακριβείς λόγους αυτής της κατάρρευσης, θα πρέπει, σε αντίθεση με τους αντιμνημονιακούς, να παραδεχτεί ότι και στην Ελλάδα ισχύουν οι νόμοι της φυσικής και οι κανόνες της αριθμητικής που ισχύουν σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο. Εφ’ όσον λοιπόν αποδεχτεί κάποιος, έστω και με βαριά καρδιά, ότι η Ελλάδα είναι μία κανονική χώρα σαν όλες τις άλλες της παγκόσμιας κοινότητας, και έχει τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις με αυτές, τότε είναι σε θέση να προσεγγίσει το ζήτημα διαφορετικά.

Όποιος υποστηρίζει πως τα Μνημόνια είναι η αιτία για τη μείωση του ΑΕΠ κατά 28%, υποστηρίζει συνεκδοχικά και ότι το επίπεδο εισοδήματος που κατάφερε να μετρήσει η χώρα το 2008 ήταν φυσιολογικό

Κατ’ αρχήν, λοιπόν, θα πρέπει να γίνει σαφές ότι όποιος υποστηρίζει την άποψη πως τα Μνημόνια είναι η αιτία για τη μείωση του ΑΕΠ κατά 28%, υποστηρίζει, συνεκδοχικά αλλά και αναπόφευκτα, και κάτι άλλο. Ότι το επίπεδο εθνικού εισοδήματος των 240 δισεκατομμυρίων ευρώ του 2009 ήταν φυσιολογικό, αντιστοιχούσε στις πραγματικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας και, συνεπώς, εξίσου φυσιολογικός ήταν και ο τρόπος που ζούσαμε τότε. Ασχέτως εάν στη διάρκεια μιας δεκαετίας το μεν ελληνικό δημόσιο δανείσθηκε 200 δισεκατομμύρια ευρώ, το δε τραπεζικό σύστημα άλλα 60, (αμφότεροι από το εξωτερικό), τα οποία στη μεγάλη τους πλειοψηφία διοχετεύθηκαν για να τροφοδοτήσουν την κατανάλωση, είτε ως εισοδήματα (μισθοί, συντάξεις κ.λπ.), είτε ευθέως ως καταναλωτικά δάνεια.

Εάν, πάλι, κάποιος δεν τα πηγαίνει πολύ καλά με τους αριθμούς και με τα οικονομικά μεγέθη, θα πρέπει να πιστεύει ότι ήταν πολύ φυσιολογικό για έναν λαό να ζει με αυτόν τον συγκεκριμένο τρόπο όπου 50ρηδες, απόφοιτοι ΣΤ΄ Δημοτικού, συνταξιοδοτούνταν από τις ΔΕΚΟ με σύνταξη 2.600 ευρώ τον μήνα και με 100.000 εφ’ άπαξ, όπου στα δημόσια νοσοκομεία (που δεν είχαν καν διπλογραφικό λογιστικό σύστημα) φορτηγά άδειαζαν τεράστιες ποσότητες φαρμάκων τα οποία στην συνέχεια κανείς δεν ήξερε πού πήγαιναν και τι γινόντουσαν, και όπου υπήρχαν εκατοντάδες εταιρείες του Δημοσίου που κανείς δεν γνώριζε ούτε με τι ασχολούνται, ούτε που βρίσκονταν, ούτε που βρίσκονταν οι υπαλληλοι τους που δεν ήταν ποτέ στα γραφεία τους. (Οι οποίοι, πάντως, ακόμη μισθοδοτούνται κανονικά σε άλλα μετερίζια του Δημοσίου, πλέον. Ευτυχώς με λιγότερα, γιατί τους έκοψε τους μισθούς ή άκαρδη τρόικα).

Όποιος λοιπόν πιστεύει τα προηγούμενα μπορεί κάλλιστα να υποστηρίζει και ότι το επίπεδο εισοδήματος που κατάφερε να μετρήσει η χώρα το 2008 ήταν φυσιολογικό, κανονικό και διατηρήσιμο και όλα αυτά δεν είχαν καμία σχέση με τα δανεικά που είχαν εισρεύσει στο ελληνικό οικονομικό κύκλωμα και είχαν καταναλωθεί την προηγούμενη δεκαετία! Και για τον λόγο αυτό δικαιούται επίσης να πιστεύει ότι η οποιαδήποτε μείωση του ΑΕΠ προέκυψε στην συνέχεια δεν μπορεί παρά να ήταν μία βάναυση επέμβαση καταστρατήγησης των ζωτικών δικαιωμάτων του ελληνικού λαού!

Κάποια στιγμή η δανειοληπτική ικανότητα εξαντλείται, το χρέος γίνεται χιονοστιβάδα και επέρχεται η κατάρρευση και η χρεοκοπία 

Για όσους, βεβαίως, δεν πιστεύουν όλους τους παραπάνω παραλογισμούς είναι πιο εύκολο να δώσουν απάντηση στο ερώτημα γιατί και πώς ξεκίνησε η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας το 2009, πριν ακόμα μπούμε στα Μνημόνια. Ο λόγος είναι απλός. Είναι κάτι που ισχύει και για άτομα, και για επιχειρήσεις, και για εθνικές οικονομίες. Πρόκειται για το ότι κανείς δεν μπορεί να γίνει πλούσιος με δανεικά χρήματα, ιδιαίτερα μάλιστα εάν χρησιμοποιεί τα δανεικά όχι για επένδυση που θα αυξησει την παραγωγική του δυνατότητα, αλλά για κατανάλωση. Σε αυτή την περίπτωση κάποια στιγμή η δανειοληπτική ικανότητα εξαντλείται, το χρέος γίνεται χιονοστιβάδα και επέρχεται η κατάρρευση και η χρεοκοπία. Αυτή είναι μία πάρα πολύ απλή αλήθεια η οποία όμως, για κάποιο περίεργο λόγο, δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό των Ελλήνων πολιτών που ψήφιζαν τους πολιτικούς στην εξουσία, αλλά και των Ελλήνων πολιτικών που διαχειρίζονταν την ελληνική οικονομία.

Υπάρχουν δύο τρόποι για να τροφοδοτείται η κατανάλωση σε μία οικονομίια–και έχουν πολύ μεγάλη διαφορά ο ένας από τον άλλον. Ο πρώτος είναι να τροφοδοτείται η κατανάλωση με –ένα μέρος από– τα εισοδήματα που δημιουργεί η παραγωγική οικονομία. (Το άλλο μέρος θα πρέπει να πηγαίνει στην αποταμίευση - επένδυση για να υπάρχει διαχρονική ισορροπία, δηλαδή ανάπτυξη). Ο άλλος τρόπος είναι να τροφοδοτείς την κατανάλωσή σου μέσω δανεικών. Ο τρόπος αυτός είναι άφρων και προσιδιάζει κυρίως σε μωρούς και φαυλόβιους. Πρώτον διότι τα δανεικά στοιχίζουν και δεύτερον, και κυριότερο, διότι κάποια στιγμή πρέπει να αποπληρωθούν, και εάν δεν μπορείς να τα αποπληρώσεις επέρχεται η πτώχευση.

Η ελπίδα ότι θα δανείζεσαι συνεχώς όλο και περισσότερο για να αποπληρώνεις τα παλαιότερα δάνεια, και να έχεις να καταναλώνεις και στο μέλλον, είναι μία ελπίδα η οποία σπανιότατα έχει ευοδωθεί στην ανθρώπινη ιστορία. Πάντως αυτός δεν είναι τρόπος για να προχωράει η οικονομία ενός ευρωπαϊκού έθνους στον 21ο αιώνα έστω κι αν το πίστευε και το πιστεύει μεγάλο μέρος του ελληνικού κοινού αλλά και μεγάλη μερίδα «οικονομικών επιστημόνων».

Όπως για κάθε ζωντανό οργανισμό, έτσι και για την οικονομία υπάρχουν ορισμένοι κανόνες με βάση τους οποίους αυτή λειτουργεί. Πράγμα που σημαίνει πως μία οικονομία για να μεγεθύνεται ποσοτικά και να αναπτύσσεται ποιοτικά οφείλει να κατανέμει διαχρονικά το προϊόν της με συγκεκριμένο τρόπο μεταξύ κατανάλωσης και επένδυσης.

Ενώ η ιδιωτική κατανάλωση στις άλλες χώρες της ευρωζώνης καλύπτε το 55% του ΑΕΠ, στην Ελλάδα της δεκαετίας 2000-2010 αυτό το ποσοστό ήταν σχεδόν 70%

Στην Ελλάδα της δεκαετίας 2000-2010, όμως, δεν συνέβαινε κάτι παρόμοιο. Για παράδειγμα: ενώ η ιδιωτική κατανάλωση στις άλλες χώρες της ευρωζώνης καλύπτε το 55% του ΑΕΠ, στην Ελλάδα αυτό το ποσοστό ήταν σχεδόν 70%. Σε συνδυασμό με την κατανάλωση του δημοσίου τομέα ξεπερνούσε το 90% του ΑΕΠ, πράγμα το οποίο και πάλι ήταν περίπου 20 μονάδες υψηλότερα από το αντίστοιχο ποσοστό στις άλλες χώρες της ευρωζώνης. Δηλαδή ο Έλληνας ουσιαστικά δεν αποταμίευε αλλά κατανάλωνε σχεδόν το σύνολο του εισοδήματός του!

Γιατί υπήρχε αυτό το παράδοξο φαινόμενο; Ο βασικός λόγος στον οποίο οφειλόταν ήταν το ότι με την εισοδηματική πολιτική που είχε ακολουθηθεί από την είσοδο της Ελλάδας στην ευρωζώνη και μετά ο Έλληνας πολίτης (ως «οικονομούν άτομο») είχε χάσει την αντίληψη της πραγματικότητας όσον αφορά τη διαδικασία και τους μηχανισμούς αύξησης του εισοδήματός του. Δηλαδή δεν θεωρούσε πως η αύξηση του εισοδήματος του ήταν συνάρτηση της εργασίας του, της παραγωγικότητάς του, της αποταμιευσης και της επένδυσής του, διότι με τις πολιτικές που είχαν εφαρμοσθεί στην συγκεκριμένη περίοδο, τα εισοδήματα των περισσότερων διογκώνονταν χωρίς να αλλάζει τίποτα στην παραγωγικότητά τους.

Το ελληνικό Δημόσιο δανειζόταν για να προσλαμβάνει νέους δημοσίους υπαλλήλους και να δίνει αυξήσεις στους υπάρχοντες, να χρηματοδοτεί πρόωρες συνταξιοδοτήσεις και παχυλά εφ’ άπαξ και να δίνει και αυξήσεις στους συνταξιοδοτούμενους χωρίς τίποτα από όλα αυτά να έχει κάποια σχέση με την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας και με τις δυνατότητες της.

Στη συνείδηση των Ελλήνων εδραιώθηκε η πεποίθηση ότι αυτός είναι ο ευρωπαϊκός τρόπος να αναπτύσσεται κανείς: να παίρνει συνεχώς αυξήσεις, ακόμη και αν δεν αλλάζει καθόλου τον τρόπο με τον οποίο ζει

Φυσιολογικά, λοιπόν, αλλά και μοιραία, στη συνείδηση των Ελλήνων εδραιώθηκε η πεποίθηση ότι αυτός είναι ο ευρωπαϊκός τρόπος να αναπτύσσεται κανείς: να παίρνει συνεχώς αυξήσεις, ακόμη και αν δεν αλλάζει καθόλου τον τρόπο με τον οποίο ζει, εργάζεται, παράγει και δημιουργεί αγαθά και υπηρεσίες. Συνεπώς, δεν υπήρχε λόγος για αποταμίευση και όλα τα εισοδήματα μπορούσαν να διοχετευθούν στην κατανάλωση. (Πράγμα που εν πολλοίς συνεχίζεται και σήμερα και επειδή φυσικά δεν υπάρχουν καθόλου διαθέσιμα εγχώρια κεφάλαια για επένδυση ελπίζουμε πως την ανάπτυξη που περιμένουμε θα τη φέρουν οι ξένοι κεφαλαιούχοι που θα έρθουν τρέχοντας να επενδύσουν στην ελληνική οικονομία!).

Ο τρόπος με τον οποίο κατανέμονταν τα εισοδήματα των Ελλήνων μεταξύ κατανάλωσης και αποταμίευσης αλλά και η πεπλανημένη αντίληψή τους για το πώς αυξάνεται το προσωπικό και το εθνικό εισόδημα είχαν σοβαρές παρενέργειες όσον αφορά τη διάρθρωση στην οποία είχε αποκρυσταλλωθεί η ελληνική οικονομία. Χαρακτηριστικά: ενώ στις οικονομίες της ευρωζώνης η απασχόληση στο λιανικό και στο χονδρικό εμπόριο καλύπτουν ένα ποσοστό 10 έως 12% του συνολου, στην Ελλάδα, το 2010, αυτό το ποσοστό είχε ξεπεράσει το 18% για τον απλό λόγο ότι οι Έλληνες κατανάλωναν όλα τους τα εισοδήματα.

Επίσης κάτι αντίστοιχο συνέβαινε και με την οικοδομή η οποία στη συγκεκριμένη δεκαετία, ως ποσοστό του ΑΕΠ, είχε φτάσει να βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με εκείνο άλλων χωρών όπως η Ισπανία και ή Ιρλανδία όπου, όμως, η οικοδομή αποτέλεσε τη βασική αιτία των δικών τους προβλημάτων. Και φυσικά υπήρχε και το ελληνικό δημόσιο, μήτρα και γεννήτορας του πελατειακού κράτους και του παρασιτισμού στη χώρα, το οποίο ήταν –μακράν– το μεγαλύτερο μεν ως προς το ποσοστό του ΑΕΠ μέσα στην ευρωζώνη αλλά το μικρότερο όσον αφορά την παραγωγικότητά του και την προσφορά του στην κοινωνία. (Σύμφωνα με μελέτη της McKinsey απασχολούσε το μεγαλύτερο ποσοστό ενεργού πληθυσμού –22.3%– στην ευρωζώνη, έναντι μέσου όρου για 15 χώρες του ευρώ, 15,8%, και ενώ οι υπάλληλοί του είχαν τις μεγαλύτερες αυξήσεις αποδοχών στην πρώτη δεκαετία του 2000, παρήγαγαν το λιγότερο πραγματικό έργο σε όλη την ευρωζώνη). Υπήρχε δηλαδή μία τελείως ασύμμετρη και ασταθής διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας, η οποία οφειλόταν στον παθογενή τρόπο που αυτή λειτουργούσε.

Το γεγονός ότι τα Μνημόνια δεν ήταν η αιτία για την οποία το ΑΕΠ της Ελλάδας κατέρρευσε μπορεί να το αντιληφθεί κανείς εάν κάνει προσπάθεια να σκεφτεί λίγο και το εξής γεγονός: το ένα περίπου εκατομμύριο θέσεων εργασίας που χάθηκαν στην περίοδο από το 2010 μέχρι το 2015, όταν ξαναδημιουργούνται σταδιακά, δεν δημιουργούνται στις ίδιες δραστηριότητες και στους ίδιους κλάδους από όπου χάθηκαν. Δεν υπάρχουν πλέον τόσο πολλά καταστήματα λιανικού εμπορίου αλλά ούτε και τόσο πολλές θέσεις εργασίας στην οικοδομή. Εάν τα Μνημόνια ήταν η αιτία της συρρίκνωσης τότε η ελληνική οικονομία καθώς σιγά-σιγά θα έτεινε να επανέλθει στα προηγούμενα μεγέθη της μετά το τέλος των Μνημονίων, θα έπρεπε να ξαναδημιουργήσει τις θέσεις εργασίας στους ίδιος κλάδους από όπου είχαν χαθεί, πράγμα που δεν συμβαίνει και δεν πρόκειται να συμβεί.

Μία οικονομία δεν μπορεί να ζει εις το διηνεκές καταναλώνοντας στηριζόμενη στα δανεικά, περισσότερα από αυτά που μπορεί να δημιουργεί η εργασία των πολιτών της

Συνεπώς το ΑΕΠ της χώρας μειώθηκε δραστικά (και ευτυχώς λόγω της ύπαρξης των Μνημονίων δεν κατέρρευσε ολοκληρωτικά, όπως είχε την τάση και όπως θα ήταν φυσιολογικό να συμβεί) για δύο πολύ βασικούς λόγους, την ισχύ των οποίων κανείς στον κόσμο δεν θα μπορούσε να αλλάξει. Πρώτον διότι μία οικονομία δεν μπορεί να ζει εις το διηνεκές καταναλώνοντας στηριζόμενη στα δανεικά, περισσότερα από αυτά που μπορεί να δημιουργεί η εργασία των πολιτών της. Τα δανεικά θα πρέπει να χρησιμοποιούνται με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν να εξυπηρετήσουν και να αποπληρώσουν το δάνειο σε βάθος χρόνου. Εάν αυτό δεν συμβεί τότε ένα αποτέλεσμα είναι η χρεοκοπία. Ένας απαράβατος κανόνας που προκύπτει εξ αυτού για τα σώφρονα άτομα και τις σώφρονες κοινωνίες είναι πως τα δανεικά πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο για παραγωγικές επενδύσεις.

Στην περίπτωση της άφρονος, πελατειακής και παρασιτικής Ελλάδας η υπέρ δανειοδότηση και του δημοσίου και των τραπεζών χρησιμοποιήθηκε σχεδόν αποκλειστικά για να τροφοδοτήσει την κατανάλωση κατά τρόπο που ήταν μεσοπρόθεσμα καταστροφικός για την ελληνική οικονομία. (Με δεδομένο, μάλιστα, ότι η κατανάλωση αυτή δεν μπορούσε να τονώσει την ελληνική παραγωγή, η οποία δεν ήταν διεθνώς ανταγωνιστική, αποτέλεσμα ήταν η κατανάλωση να μετατρέπεται αυτόματα σε εισαγωγή αγαθών και για αυτό το λόγο υπήρχαν, σε μόνιμη βάση, τα «δίδυμα ελλείμματα». Το δημοσιονομικό έλλειμμα μετατρεπόταν σχεδόν αυτομάτως σε αντίστοιχου μεγέθους έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών).

Δεύτερον, διότι μία οικονομία για να μπορεί να λειτουργεί και να επιβιώνει πρέπει να έχει ορισμένα δομικά στοιχεία σταθερότητας και ισορροπίας. Αυτά αφορούν την αναλογία της κατανάλωσης με την αποταμίευση και την επένδυση στο ΑΕΠ, καθώς όμως και την ποσοστιαία αναλογία των διαφόρων κλάδων στο συνολικό ετήσιο εισόδημά της. Οικονομίες οι οποίες είχαν ενταχθεί στον διεθνή καταμερισμό εργασίας με ιδιαίτερη εξειδίκευση στο να καταναλώνουν εισαγόμενα είδη, χρηματοδοτώντας την κατανάλωσή τους με δανεικά, δεν έχουν παρατηρηθεί ποτέ στην παγκόσμια οικονομική ιστορία και ούτε πρόκειται να παρατηρηθούν, απλά διότι δεν μπορούν να υπάρξουν.

Δεν μπορεί να αφιερώνεις στην κατανάλωση 20% του ΑΕΠ σου και 20% της απασχόλησής σου, περισσότερο από ό,τι αφιερώνουν οι ομοειδείς ανταγωνίστριες με εσένα χώρες

Τέτοιου είδους οικονομία προσπάθησε βεβαίως να δημιουργήσει η ελληνική κοινωνία στη δεκαετία 2000-2010, χωρίς όμως να τα καταφέρει, και οι λόγοι είναι προφανείς. Δεν μπορεί να αφιερώνεις στην κατανάλωση 20% του ΑΕΠ σου και 20% της απασχόλησής σου, περισσότερο από ό,τι αφιερώνουν οι ομοειδείς και εξ αντικειμένου ανταγωνίστριες με εσένα χώρες (δηλαδή οι χώρες της ευρωζώνης στην δική μας περίπτωση) και να ελπίζεις ότι το οικονομικό σου οικοδόμημα μπορεί να επιβιώσει. Η οικονομική διάρθρωση αυτή θα καταρρεύσει στο πρώτο φύσημα του ανέμου!

Όλοι εκείνοι που θεωρούν ότι η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας οφείλεται στην πολιτική του Μνημονίου και όχι στις δικές της διαρθρωτικές ανισορροπίες, για να είναι πειστικοί, θα έπρεπε να μας δείξουν και κάποιες άλλες οικονομίες, μεσαίου ή υψηλού εισοδήματος όπως η Ελλάδα, οι οποίες χρησιμοποιούν το 90% του ΑΕΠ για κατανάλωση, έχουν εξωτερικό χρέος μεγαλύτερο από το ΑΕΠ τους και, μονίμως, δημοσιονομικά ελλείμματα και ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών σταθερά πάνω από το 10%. Αν είχαν τη δυνατότητα να μας δείξουν έστω και μία τέτοια οικονομία, η οποία να υπάρχει και να επιβιώνει κάπου στον πλανήτη Γη, τότε ίσως να φαινόταν κάπως αληθοφανής και συζητήσιμος ο ισχυρισμός ότι η κατάρρευση κατά 28% του ελληνικού ΑΕΠ και η αύξηση της ανεργίας κατά ένα εκατομμύριο ήταν συνέπεια «της πολιτικής των Μνημονίων».

Η μείωση του ΑΕΠ οφείλεται αποκλειστικά στον ανίκητο νόμο της βαρύτητας ο οποίος επιβάλλει ότι τίποτα που βρίσκεται ψηλά και δεν έχει στήριξη και γερές βάσεις στο έδαφος, δεν μπορεί να παραμείνει εκεί

Εάν όμως δεν μπορούν να μας δείξουν μία άλλη τέτοια οικονομία που να έχει αυτά τα χαρακτηριστικά και να υπάρχει κάπου στον πραγματικό κόσμο –(ας μην κουράζονται, δεν υπάρχει πουθενά)– τότε πρέπει να σκεφτούν ότι έχουν κάνει ένα τραγικό λάθος. Το Μνημόνιο δεν φταίει σε τίποτα για τη μείωση του ΑΕΠ. Η μείωση του ΑΕΠ οφείλεται αποκλειστικά στον ανίκητο νόμο της βαρύτητας ο οποίος επιβάλλει ότι τίποτα που βρίσκεται ψηλά και δεν έχει στήριξη και γερές βάσεις στο έδαφος, δεν μπορεί να παραμείνει εκεί. Καθώς και ότι το αεροπλάνο της κατανάλωσης για να συνεχίσει να πετάει πρέπει να έχει το καύσιμο της παραγωγής – που στην Ελλάδα δεν υπήρχε.

Δυστυχώς, όμως, οι αντιμνημονιακοί δεν θα το κάνουν αυτό, δηλαδή να σκεφτούν ότι έχουν λάθος–ή ότι λένε ψέματα. Υπάρχει ένα πολιτισμικό γεγονός που είναι σύνδρομο με την αντιμνημονιακή παράνοια: η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα του κόσμου όπου εθνικιστές, εθνολαϊκοί, εθνοπατριώτες, φιλόπατρεις, εθνολάτρεις και πατριώτες διαφόρων ειδών, παρατάξεων και αποχρώσεων, αντί να μιλούν για την ανάγκη ανεξαρτησίας, αυτονομίας, αυτάρκειας, αξιοπρέπειας και υπερηφάνειας του λαού και του έθνους, προέταξαν –αντιθέτως– στη διάρκεια της κρίσης, ως βασική επιδίωξη, την εξασφάλιση ελέους από τον Σόιμπλε και τη Μέρκελ, υιοθετώντας ως συμπεριφορά την «οχλούσα και επιθετική επαιτεία», κατηγορώντας, δηλαδή, διάφορους Γερμανούς και άλλους ως «ναζιστές» και τα λοιπά, διότι δεν μας έδιναν κάτι παραπάνω (σε δανεικά και αγύριστα), για να χρησιμοποιηθούν για κατανάλωση των ελλήνων πολιτών.

Πράγματι, τέτοιου είδους πατριώτες και εθνικιστές, που –αγωνιστικά– έχουν αναγάγει την επαιτεία σε λόγο ύπαρξης του έθνους τους δεν υπάρχουν σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου, παρά μόνο στην Ελλάδα!