Πολιτικη & Οικονομια

Τοπική Αυτοδιοίκηση και απλή αναλογική

Το εκλογικό σύστημα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχει έως τώρα αντιμετωπισθεί με τρόπο άκρως προβληματικό

Παναγιώτης Δημητρόπουλος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το εκλογικό σύστημα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχει έως τώρα αντιμετωπισθεί με τρόπο άκρως προβληματικό, που συνοψίζεται στην συστηματική αγνόηση των θεσμικών φορέων της (ΚΕΔΕ και ΕΝΠΕ) και στην επικράτηση μικροκομματικών  σκοπιμοτήτων.

Με το εκλογικό σύστημα που ισχύει εδώ και πολλά χρόνια αποδίδονται τα 3/5 των εδρών στην παράταξη που πλειοψήφησε στο δεύτερο γύρο, ανεξάρτητα από το ποσοστό που συγκέντρωσε στον πρώτο γύρο και ασχέτως της διαφοράς που έχει από τη δεύτερη πολιτική δύναμη.

Αποτέλεσμα είναι η υποεκπροσώπηση της μειοψηφίας και ιδίως της μείζονος αντιπολίτευσης στα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια και η υπέρ-εκπροσώπηση της σχετικής πλειοψηφίας με έδρες και με τη «δικαιολογία» ότι η εκάστοτε πλειοψηφία πρέπει να μπορεί να αποφασίζει για όλα τα θέματα αυτοδύναμα.

Η πρόταση της απλής αναλογικής με τον Κλεισθένη Ι φέρεται ότι επιδιώκει την ισορροπημένη εκπροσώπηση όλων των τάσεων των τοπικών κοινωνικών στα συλλογικά όργανα της αυτοδιοίκησης και μοιάζει, σε επίπεδο αρχής, περισσότερο συμβατή με την αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου, με σκοπό την προαγωγή συναινέσεων ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις.

Είναι όμως έτσι;

Αν δούμε την πράξη η απολύτως απλή και «άδολη» αναλογική, όπου εφαρμόσθηκε, οδήγησε κατ΄ αποτέλεσμα στην πολιτική πριμοδότηση των μειοψηφιών καθώς αυτές, έχοντας τον κρίσιμο αριθμό των εδρών για το σχηματισμό της απόλυτης πλειοψηφίας, ήταν σε θέση να «εκβιάζουν» τις σχετικές πλειοψηφίες κατά την εφαρμογή του προγράμματός τους.

Όπως αντιδημοκρατικό είναι μια μειοψηφία, που απλώς σχετικώς πλειοψήφησε να έχει υπερεκπροσώπηση το ίδιο αντιδημοκρατικό είναι μια ελάχιστη μειοψηφία να μπορεί να ρυθμίζει τις εξελίξεις επιβάλλοντας στην πράξη τις θέσεις της σε μια ευρεία αλλά σχετική πλειοψηφία.

Αν μάλιστα δεν προβλεφθεί «κατώφλι» για την εκπροσώπηση των μειοψηφιών (συγκέντρωση ενός ελάχιστου ποσοστού, π.χ. 3%) είναι πολύ πιθανό να δούμε πολιτικά μορφώματα με σημαία ευκαιρίας, που θα καταφέρουν να συγκεντρώσουν, ελέω εκλογικού συστήματος, ελάχιστες αλλά κρίσιμες έδρες, να εκβιάζουν ευρείες πλειοψηφίες με αντάλλαγμα θέσεις εξουσίας προκειμένου να καταστεί δυνατή η συγκρότηση απόλυτης πλειοψηφίας στα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια κατά τη λήψη των αποφάσεων.

Είναι επίσης πολύ πιθανό να δούμε δημάρχους και περιφερειάρχες, με ισχυρή νομιμοποίηση στο εκλογικό σώμα, οι οποίοι σημειωτέον δεν θα έχουν την ευχέρεια να παραιτηθούν και να προκαλέσουν πρόωρες εκλογές, ενόψει πολιτικού αδιεξόδου, να καθίστανται «τροχονόμοι» άγονων και «ιδιοτελών» διαβουλεύσεων, αδύναμοι να εφαρμόσουν τις θέσεις για τις οποίες εκλέχτηκαν, αν προηγουμένως δεν διασφαλίσουν τις επιθυμίες μικρών μειοψηφιών που θα μετέχουν στα συλλογικά όργανα.

Πέραν αυτού η έλλειψη δικλείδων ασφαλείας ώστε οι επιδιωκόμενες συναινέσεις να μην είναι προϊόν συναλλαγών κάτω από το τραπέζι, με διανομή θέσεων εξουσίας (θέσεις αντιδημάρχων, αντιπεριφερειαρχών, προέδρων νομικών προσώπων κλπ.), θα οδηγήσει, με πρόσχημα τη «συναίνεση», σε ανακατανομή εξουσίας σε όφελος των μειοψηφιών και σε παζάρι και όχι σε πραγματική συζήτηση για θέσεις γνήσια πολιτικές.

Μια τέτοια εξέλιξη, ιδίως σε ένα σύστημα που φέρει πολλές κακοδαιμονίες διαχρονικά, θα παραλύσει πιθανότατα τη λειτουργία των ΟΤΑ ιδίως όταν δεν προβλέπονται επικουρικοί μηχανισμοί που θα διασφαλίζουν ταχείες και αποτελεσματικές αποφάσεις σε περίπτωση που η μικροπολιτική οδηγεί σε αδιέξοδα.

Οι όποιες, πάντως, εύλογες επιφυλάξεις δεν σημαίνουν ότι δεν χρειάζεται αλλαγή στον τρόπο ανάδειξης των αιρετών της τοπικής αυτοδιοίκησης. Υπάρχουν και έχουν διατυπωθεί σχετικές σοβαρές θεσμικές προτάσεις, που σέβονται τόσο τον ρόλο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης όσο και την αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου. Αυτές όμως προϋποθέτουν νηφάλιο διάλογο και ευρεία συναίνεση, ιδίως στον χώρο της Αυτοδιοίκησης, και όχι συμπεριφορές που την απαξιώνουν, υπονομεύοντας τα συνταγματικά και πολιτικά της ερείσματα.