Πολιτικη & Οικονομια

Γιατί ο Τσίπρας επιλέγει το σχήμα «πρόοδος-συντήρηση»

Ο νέος διπολισμός υπερβαίνει τις παλιές αντιστοιχίσεις

Γιώργος Πανταγιάς
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι αντιθέσεις που δεσπόζουν στην πολιτική ζωή καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό τη φορά των πραγμάτων. Στην ουσία διαμορφώνουν και οριοθετούν τις τάσεις της κοινής γνώμης. Το κυριότερο, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την ισχυροποίηση ενός ηγέτη ή ενός φορέα.

Στην πρώτη φάση της μεταπολιτευτικής περιόδου, εύλογα οι τραυματικές βιωματικές εμπειρίες επαναχάραξαν τα όρια των διαχωριστικών γραμμών. Η φόρτιση ανέβαζε τα πάθη στα ύψη. Μάλιστα, υπήρξε υπερπολιτικοποίηση - αν και κάποιοι τη χαρακτήρισαν ακόμη και νόθα. Η ανάγκη για δημοκρατική ομαλότητα επηρέασε δραστικά τις εξελίξεις. Άλλωστε, σ’ αυτή εδραζόταν η κυριαρχία του Κωνσταντίνου Καραμανλή το ’74. 

Στη συνέχεια, το δίπολο Δεξιά-Αντιδεξιά συνέβαλε στην ανατροπή του ’81. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ενσάρκωσε αριστοτεχνικά το αίτημα και την προσμονή της αλλαγής. Η φθορά που επακολούθησε επέτρεψε στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη να εκμεταλλευτεί την αντίθεση ευρύτερων δυνάμεων σε νοσηρά φαινόμενα που είχαν εμφανιστεί. Η επικράτησή του, όμως, αποτέλεσε παρένθεση. Οι ανεπάρκειες και οι στρεβλώσεις της διακυβέρνησής του την κατέστησαν βραχεία. Το σημαντικότερο, δεν αναιρέθηκαν οι διαχωριστικές γραμμές. Έτσι ερμηνεύεται και η επάνοδος του Α. Παπανδρέου. Το πλεονέκτημά του αυτή τη φορά ήταν ότι ανταποκρίθηκε στην εκφρασμένη επιθυμία μεγάλου τμήματος της κοινωνίας για τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πυρήνα των προηγμένων χωρών της Ευρώπης.

Με κινούσα ιδέα τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό και τον εκσυγχρονισμό, ο Κώστας Σημίτης θεμελίωσε τη στρατηγική του στη βάση των οριζόντιων γραμμών, αμβλύνοντας τις παραδοσιακές αντιθέσεις και αποκτώντας δικό του εκλογικό ακροατήριο. Η συντηρητική αναδίπλωση μετά το 2004 τροφοδότησε τον λαϊκισμό, εισάγοντας στην πολιτική ηθικολογικούς διαχωρισμούς: Οι «ενάρετοι» έναντι των «διεφθαρμένων». Η απαίδευτη αυτή επιλογή αντιστρατεύτηκε τις κατακτήσεις της χώρας και επισφραγίστηκε από τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό.

Οι ανατροπές που εκδηλώθηκαν στα δέκα χρόνια της κρίσης δημιούργησαν ένα νέο περιβάλλον. Η πολτοποίηση που επήλθε ακύρωσε παλιές και νέες σταθερές της πολιτικής. Το μάγμα των αγανακτισμένων διαχύθηκε σε όλο το ιδεολογικοπολιτικό φάσμα. Δύο νέα μέτωπα αναδείχθηκαν, απογειώνοντας την αντιπαράθεση: Ο εθνολαϊκισμός και ο ορθολογισμός. Η αντιστοίχιση των δυνάμεων στο δίπολο «μνημονιακοί-αντιμνημονιακοί» επισκίασε όλες τις αντιθέσεις που διαπερνούν την πολιτική, κυρίαρχες και δευτερεύουσες.

Επενδύοντας ο Αλέξης Τσίπρας εξ ολοκλήρου σ’ αυτό, έπληξε τα αποκαλούμενα «παλιά κόμματα». Η ανάδειξή του στο πηδάλιο της διακυβέρνησης ήταν αναμενόμενη. Και τούτο διότι εξέφρασε με τον καλύτερο τρόπο τον φόβο μεγάλης μερίδας πολιτών για τις επερχόμενες αλλαγές. Επιδεικνύοντας ισχυρό ένστικτο, εστίασε τη στρατηγική του στην αντίθεσή του με τα μνημόνια. Είχε, δεν είχε αυταπάτες, η τακτική του ήταν αποτελεσματική. Βρέθηκε σε αρμονία με την άρνηση προσαρμογής στη νέα οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα.

Μετά τη μνημονιακή μεταστροφή του επιχείρησε να ανατοποθετηθεί. Χωρίς να αναιρεί τις προγενέστερες προσεγγίσεις του, προσπάθησε να αναπροσαρμοστεί. Προτάσσοντας πλέον την παραμονή του στην εξουσία, προωθεί το στρατήγημα «πρόοδος-συντήρηση». Χαράσσει νέα διαχωριστική γραμμή, τοποθετώντας τον Κυριάκο Μητσοτάκη στο μπλοκ των αναχρονιστικών και ακροδεξιών δυνάμεων, επιφυλάσσοντας για τον εαυτό του τον ρόλο του προοδευτικού. Σ’ αυτόν τον καμβά θέτει τους όρους αντιπαράθεσής του με τον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας. Παράλληλα, απευθύνει το δίλημμα στο ΚΙΝΑΛ και στο Ποτάμι, εγκαλώντας τα για μέτωπο με τον αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.

Ωστόσο, η αντίθεση «συντηρητικές και προοδευτικές δυνάμεις» που προβάλει ο πρωθυπουργός στερείται ουσιαστικού περιεχομένου και είναι ατελέσφορη. Το τι είναι πλέον προοδευτικό και τι συντηρητικό επιδέχεται μεγάλης συζήτησης. Ο νέος διπολισμός υπερβαίνει τις παλιές αντιστοιχίσεις. Εξ ου και υπάρχουν παράδοξες συμπλεύσεις και διασταυρώσεις. Η συμπόρευση του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ το επιβεβαιώνει. Επιπλέον, ο Αλέξης Τσίπρας επιλέγει το σχήμα «πρόοδος-συντήρηση», προκειμένου να εξυπηρετήσει τη δική του προσωπική και πολιτική μεταμόρφωση. Αντιλαμβάνεται ότι η ανατροπή των συσχετισμών καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη. Γνωρίζει πως σήμερα δεν μπορεί να διασφαλίσει κυριαρχία και προετοιμάζει τη μελλοντική. Πολιτεύεται, λοιπόν, με ορίζοντα την ήττα και το μετά. Στοχεύοντας να καταλάβει και να οικειοποιηθεί τον κεντροαριστερό χώρο, αντιπαραβάλει τον εαυτό του στον συντηρητικό πόλο της ΝΔ.

Είναι προφανές πως η κυρίαρχη τάση του εκλογικού σώματος δεν υπαγορεύεται από το δίπολο που έθεσε ο πρωθυπουργός. Πώς αλλιώς να εξηγηθεί το γεγονός ότι ο Μητσοτάκης διευρύνει συνεχώς την επιρροή του; Ο Αλέξης Τσίπρας  εισπράττει την τιμωρητική διάθεση της κοινής γνώμης απέναντι στα πεπραγμένα της διακυβέρνησης του. Δεν κρίνεται, όπως άλλοτε, για τις προσδοκίες που καλλιεργούσε, αλλά για τις επιδόσεις του. Ως εκ τούτου, η απήχηση του Μητσοτάκη εδράζεται στην ανάγκη κυβερνητικής εναλλαγής, παράγοντας που φαίνεται πως έχει καταλυτικό ρόλο, στη διαμόρφωση των εξελίξεων.

Το υπόδειγμα του Αλ. Τσίπρα αρμόζει σε «κανονική» χώρα. Προϋποθέτει δε τη διάταξη δυνάμεων με ορθολογικούς όρους. Κάτι τέτοιο δεν υφίσταται. Η απεξάρτηση από τον λαϊκισμό παραμένει ακόμη ζητούμενο.  Η επαναχάραξη των ορίων εντός των οποίων κινούνται οι δύο μονομάχοι στην Ελλάδα της κρίσης είναι σύνθετη και απαιτητική υπόθεση. Δεν επιτυγχάνεται ούτε με τις ιδεοληψίες και τις αγκυλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε με τους εθνοκεντρισμούς της ΝΔ. Η κυριαρχία δεν οικοδομείται με πολιτικές που βρίσκονται σε διάσταση με τη ζώσα πραγματικότητα.