Πολιτικη & Οικονομια

Αξιολόγηση και «δοκιμασία»: Με αφορμή μια θέση στο υπουργείο Υποδομών

Πώς η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων επιστρέφει κατά καιρούς στη δημόσια συζήτηση

Αγγελική Κοσμοπούλου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μόλις την περασμένη εβδομάδα, μάθαμε ότι το Υπουργείο Υποδομών προκήρυξε διαγωνισμό για θέση στη Διεύθυνση Δράσεων Εξωστρέφειας και Διεθνών Θεμάτων. Το γεγονός σχολιάστηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καθώς στις προϋποθέσεις δεν περιλαμβανόταν η γνώση ξένης γλώσσας, αυτονόητη για κάποιον που θέλει να κάνει τη δουλειά του σωστά. Θα αρκούσαν, φαίνεται, άλλα προσόντα.

Η είδηση δεν είναι, φυσικά, η πρώτη του είδους. Και, όσο κι αν κάποτε, για δημοσιογραφικούς λόγους, προσωποποιείται στην αφετηρία της, τρέφεται από θεσμικές ανεπάρκειες. Πίσω από τα πρόσωπα και τις αδυναμίες τους υπάρχουν οι θεσμοί - ή η απουσία τους- που εάν δεν εξηγούν πλήρως, σίγουρα βοηθούν να κατανοήσουμε ορισμένα από όσα συμβαίνουν διαχρονικά.

Η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων επιστρέφει κατά καιρούς στη δημόσια συζήτηση, περισσότερο σαν υπόμνηση της αδυναμίας να υπάρξει ενα πλαίσιο που θα την υποστηρίξει, μαζί με την αναγκαία πολιτική βούληση. Στο μεταξύ, μαθαίνουμε για περιπτώσεις δημοσίων υπαλλήλων που μετά την παύση που ακολούθησε το (κάποτε σοβαρό) παράπτωμά τους επέστρεψαν στη υπηρεσία τους, όπως και για παιδόφιλους εκπαιδευτικούς που μετά την επιβεβλημένη απομάκρυνση ξαναγύρισαν ανενόχλητοι στα καθήκοντά τους. Κι αυτά αφορούν ευθύνες ποινικές που συνήθως δεν επιδέχονται ερμηνείας. Η καταλληλότητα για τη θέση και η κτήση των κατά τεκμήριο αναγκαίων προσόντων για την εκτέλεση καθηκόντων είναι έγνοιες πολύ πιο υποκειμενικές, ανοιχτές σε ερμηνείες και, επομένως, παρερμηνείες. Κι επειδή αυτά τα ζητήματα κακοφορμίζουν από την κορυφή, ας θυμηθούμε ορισμένα από τα -σχεδόν- ευτράπελα, όπως ότι οι βουλευτές και υπουργοί δεν χρειάζεται να πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις, παρά μόνον να έχουν ακόμα πολιτικά δικαιώματα. Το καθαρό ποινικό μητρώο δεν αποτελεί υποχρέωση για αυτούς, παρότι απαιτείται για τους υποψήφιους δημοτικούς συμβούλους, οι οποίοι πρέπει μάλιστα να προσκομίσουν το σχετικό αποδεικτικό για να πάρουν μέρος στις εκλογές. Σε αυτές τις αδυναμίες μπορεί κανείς να προσθέσει την ασυνέχεια του κράτους, όπου σταθερά οι απερχόμενοι άρχοντες απαξιούν ή "ξεχνούν" να ενημερώσουν τους επόμενους ή να παραδώσουν. Όσο για ουσιώδη απολογισμό πεπραγμένων από τους ανώτατους λειτουργούς, ούτε λόγος.

Υπήρχαν, ωστόσο, καλύτερες, δηλαδή πιο οργανωμένες στιγμές σε αυτήν τη γωνιά του κόσμου, ακόμα και στο απώτατο παρελθόν, εκείνο της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας.

Στην Αθηναϊκή Δημοκρατία δεν υπήρχε θεσμός ανάλογος με τη σημερινή κυβέρνηση. Για όλες τις υποθέσεις της πόλης στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, για τις διαπραγματεύσεις αλλά και για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις αποφάσιζε ο Δήμος, στον οποίο μετείχαν ισότιμα όλοι οι πολίτες. Ο Δήμος συνδύαζε τις αρμοδιότητες που έχουν σήμερα η Βουλή και η Κυβέρνηση, έχοντας επιπρόσθετα και ορισμένες δικαστικές. Εκτός απο τον Δήμο, υπήρχαν πολλοί άρχοντες και επιτροπές αρχόντων με ευθύνη για τη διοίκηση.

Καθώς στη δημοκρατία όλοι οι πολίτες είχαν δικαίωμα να αναλαμβάνουν αξιώματα, οι άρχοντες εκλέγονταν από τους πολίτες που πληρούσαν τις βασικές προϋποθέσεις, δηλαδή είχαν συμπληρώσει τα τριάντα τους χρόνια και δεν είχαν καταδικαστεί για κατακριτέες συμπεριφορές, όπως η λιποταξία, η κατασπατάληση περιουσίας και η ασέβεια προς τους γονείς. Από το δικαίωμα εκλογής εξαιρούνταν αρχικά όσοι είχαν θητεύσει ήδη ως βουλευτές –μα αυτό άλλαξε στον 4ο αιώνα π.Χ., όταν η επανεκλογή επετράπη, αν και όχι σε συνεχόμενα έτη.

Οι περισσότεροι αξιωματούχοι εκλέγονταν με κλήρο. Στόχος της εκλογής με κλήρο ήταν να περιοριστούν τα πλεονεκτήματα των παλαιών αριστοκρατικών οικογενειών, αποτρέποντας την ανάδειξη ενός ισχυρού ατόμου ή μιας ομάδας που θα μπορούσε να αμφισβητήσει την κυριαρχία του Δήμου. Οι στρατηγοί και οι οικονομικοί αξιωματούχοι επιλέγονταν με ψηφοφορία, καθώς η άσκηση των καθηκόντων τους απαιτούσε ιδιαίτερες ικανότητες (Αθηναίων Πολιτεία 43.1-2). 

Μετά την ανάδειξή τους και πριν αναλάβουν καθήκοντα, οι άρχοντες περνούσαν από δοκιμασίαc για να επιβεβαιωθεί πως πράγματι διέθεταν τα τυπικά προσόντα που διασφάλιζαν το δημόσιο συμφέρον (Αθηναίων Πολιτεία 55.3-5). Όλοι, ακόμα και όσοι αναλάμβαναν αξίωμα για έναν μόλις μήνα, ήταν υποχρεωμένοι να περάσουν από αυτή τη διαδικασία.

Η δοκιμασία περιλάμβανε δύο στάδια. Στο πρώτο εξακριβωνόταν πως ο κρινόμενος ήταν, πράγματι, γνήσιος Αθηναίος πολίτης. Όποιος εκλεγόταν άρχων, Πολέμαρχος, Βασιλεύς ή Θεσμοθέτης έπρεπε να είναι γνήσιος Αθηναίος πολίτης και να το πιστοποιήσει, δηλώνοντας στη Βουλή τα ονόματα των γονέων του και των πατέρων των γονέων του, καθώς και τους δήμους στους οποίους ήταν εγεγγραμένοι οι πρόγονοί του. Τη γνησιότητα αποδείκνυε επίσης η επιβεβαίωση πως ο κρινόμενος λάτρευε τους Θεούς της πόλης, ασκούσε τη λατρεία σε συγκεκριμένα ιερά, ενώ είχε οικογενειακό τάφο σε συγκεκριμένη θέση. Στο δεύτερο στάδιο κρινόταν το ήθος του -και προς τούτο έπρεπε να αποδείξει πως είχε εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, ήταν συνεπής στην πληρωμή των φόρων του και φερόταν με τον προσήκοντα σεβασμό στους γονείς του.

Εκτός από τις γενικές προϋποθέσεις ίσχυαν και πρόσθετες για επιμέρους αξιώματα. Για παράδειγμα, ο επίδοξος Άρχων Βασιλεύς έπρεπε να έχει σύζυγο εν ζωή που δεν είχε συνάψει προηγούμενο γάμο και οι στρατηγοί να έχουν κλήρο στην Αττική και νόμιμα τέκνα. Για όσους διαχειρίζονταν χρήματα, όπως ο Ταμίας των Άλλων Θεών, ίσχυαν και περιουσιακά κριτήρια. 

Οι απαντήσεις που έδιναν οι δοκιμαζόμενοι έπρεπε να επιβεβαιωθούν από μάρτυρες. Πρώτα καλούνταν μάρτυρες που υποδεικνύονταν από τους ίδιους τους κρινόμενους κι έπειτα καλούνταν να τοποθετηθούν πολίτες που ενδεχομένως είχαν αντίθετη άποψη. Εάν κι αυτό το στάδιο περνούσε χωρίς προσκόμματα, ερχόταν η ώρα της ορκωμοσίας.

Η κρίση των εκλεγμένων αξιωματούχων δεν σταματούσε στην ανάληψη της εξουσίας, μα συνέχιζε με την ίδια φροντίδα κατά την άσκηση κάθε αξιώματος. Οι άρχοντες, ιδίως όσοι διαχειρίζονταν χρήματα, υπέβαλλαν συνολικά 9 φορές το χρόνο τους λογαριασμούς τους στη Βουλή για να εξεταστούν από τη βουλευτική επιτροπή των λογιστών, η οποία υπέβαλε πόρισμα στην ολομέλεια του σώματος. Επισήμως, ελέγχουσες αρχές ήταν ο Δήμος και η Βουλή. Ωστόσο, κάθε πολίτης είχε το δικαίωμα να καταγγείλει έναν άρχοντα για παρανομία ή για κατάχρηση δημόσιου χρήματος.

Τελευταίο στάδιο της κρίσης των αρχόντων ήταν ο απολογισμός για τα πεπραγμένα τους (εύθυνα). Από τα μέσα του 5ου αι. π.Χ., η απερχόμενη Βουλή στο σύνολό της λογοδοτούσε στο λαό για το έργο της και τη διαχείριση των δημοσίων χρημάτων που είχαν περάσει από τα χέρια της. Εάν αποδεικνυόταν πως οι άρχοντες είχαν προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στην πόλη, ο Δήμος τους τιμούσε με χρυσοφορία ή στεφανηφορία, ενώ τιμητικό ψήφισμα στηνόταν σε κεντρικό σημείο της πόλης, ώστε το αποτέλεσμα να γίνει γνωστό σε όλους. Αντίθετα, εάν έρχονταν στο φως σοβαρές ατασθαλίες ή παραλείψεις, τιμωρούσε τη Βουλή στερώντας της τις τιμές. Αν προέκυπταν ατομικές ευθύνες βουλευτών, ο Δήμος καθαιρούσε από το αξίωμά τους τους ενόχους για διοικητικά αδικήματα (καταχειροτονία) ενώ κινούσε ποινικές διαδικασίες εναντίον όσων κατηγορούνταν για κατάχρηση. Κάθε πολίτης μπορούσε να καταθέσει υπέρ ή κατά των κατηγορουμένων, βοηθώντας το έργο του Δήμου. Οι ένοχοι καταδικάζονταν ανάλογα με το μέγεθος της ζημιάς ή της κατάχρησής τους. 

Ειδωμένη με τα μάτια του σύγχρονου πολίτη, η δοκιμασία συνέβαλε στην ποιότητα της δημοκρατίας, εξασφαλίζοντας ορισμένα βασικά κριτήρια για όσους ασχολούνταν με τα κοινά. Δημοκρατική χωρίς αμφιβολία, όπως το σύστημα της επιλογής με κλήρο, η διαδικασία δεν εξασφάλιζε την καταλληλότητα για το αξίωμα. Το σύστημα ναι μεν απέκλειε τους λιποτάκτες, τους άθρησκους και τους ασεβείς, αλλά δεν ήταν σχεδιασμένο για να εξασφαλίζει εύστροφους και ικανούς αξιωματούχους. Με εξαίρεση ορισμένα αξιώματα, όπως εκείνο των στρατηγών, όπου η εκλογή γινόταν από έναν προεπιλεγμένο κατάλογο υποψηφίων που διέθεταν προσόντα συναφή με το έργο, το άνοιγμα της εξουσίας σε όλους τους πολίτες με γενικής φύσης κριτήρια επιλογής δεν εγγυόταν το αποτέλεσμα. 

Αυτήν την αδυναμία κρίνει για παράδειγμα ο Σωκράτης, ο οποίος χαρακτηρίζει δείγμα μωρίας το να επιλέγονται οι άρχοντες με κλήρο, με τον ίδιο τρόπο που δεν είναι σώφρον να επιλέξει κανείς με κλήρο έναν κυβερνήτη πλοίου, έναν κτίστη ή έναν αυλητή –που αποδεδειγμένα προξενούν πολύ μικρότερη βλάβη στην πόλη από ότι οι «αμαθώς κυβερνώντες» (Ξενοφών, Απομνημονεύματα 1.2.9). Η κριτική του, αντιδημοκρατική στις μέρες του, μοιάζει εύλογη σε εμάς, αποδυναμώνοντας κατά τι την αξία της δοκιμασίας για την επιτυχή άσκηση της εξουσίας. Μαζί μ΄αυτήν την κριτική, ωστόσο, δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε την αξία της τακτικής αξιολόγησης των αξιωματούχων. Της τακτικής παρακολούθησης, της θεσμοθέτησης του ελέγχου σε χρόνο συγκεκριμένο και της απόδοσης ευθυνών. Πάγια ζητούμενα των πολιτών, κατακτημένα στην αρχαιότητα, διαφεύγοντα στη σύγχρονη εποχή –κάποτε με ολέθρια αποτελέσματα για το πολίτευμα και την κοινωνική συνοχή.