Πολιτικη & Οικονομια

Λαϊκιστής και καιροσκόπος - Μια παλιά ιστορία

Τι μας θυμίζει το παράδειγμα του Αλκιβιάδη

Αγγελική Κοσμοπούλου
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τα τελευταία χρόνια, όλο και συχνότερα ισχυριζόμαστε πως η πολιτική ζωή και ο δημόσιος διάλογος έχουν φτάσει στο χειρότερο σημείο όλων των εποχών. Παρά τα πολλά που έχουμε δει εντός κι εκτός συνόρων, εξακολουθεί να μας εκπλήσσει ότι υπάρχουν διαρκώς χειρότερα: μεγαλύτερος κυνισμός, περισσότερη χυδαιότητα, χαμηλότερο επίπεδο στο πολιτικό προσωπικό. Και πιστεύουμε πως όλα συνιστούν ένα φαινόμενο της εποχής μας, ένα από τα πολλά δείγματα κατάπτωσης των ηθών στο πέρασμα των χρόνων.

Μα τίποτα δεν είναι καινούργιο. Η ιστορία επαναλαμβάνεται, κάποτε ως δράμα κι άλλοτε ως τραγωδία. Μέσα στα χρόνια αναδύονται ήρωες που άλλοτε τιμούν το ανθρώπινο είδος αναδεικνύοντας τα καλύτερα στοιχεία του κι άλλοτε θυμίζουν τα ταπεινότερα ένστικτα και τις μεγαλύτερες ατέλειές του. Αντίστοιχα, ο λαϊκισμός κι ο καιροσκοπισμός, παρότι μοιάζουν δικές μας «ανακαλύψεις», έχουν τις ρίζες τους πολύ παλιά.

Στην αρχαία Αθήνα δεν υπήρχαν μέσα μαζικής ενημέρωσης ικανά να μεταφέρουν τα μηνύματα κάθε επίδοξου πολιτικού στο κοινό του. Καθώς δεν υπήρχαν κόμματα ούτε πολιτικό σύστημα σαν το σημερινό, ήταν ο ίδιος που έπρεπε να υποστηρίξει αποτελεσματικά τις θέσεις του και να δημιουργήσει την επιθυμητή εντύπωση, δημόσια, στον χώρο όπου συναθροιζόταν ο λαός. Έτσι, για τους πολιτικούς της αρχαιότητας, κάθε μέρα θύμιζε «προεκλογική» προετοιμασία.

Στην Εκκλησία του Δήμου, δικαίωμα να μιλήσουν είχαν όλοι οι Αθηναίοι πολίτες. Ωστόσο, στην πραγματικότητα λίγοι ήταν εκείνοι που έπαιρναν τον λόγο κι ακόμα λιγότεροι εκείνοι που διακρίνονταν – για τη μετριοπάθεια, τη σοφία, τη ρητορική δεινότητα ή τη συνολική γοητεία τους. Μιλώντας για γοητεία, ίσως η πιο εμβληματική περίπτωση ήταν εκείνη του Αλκιβιάδη. Ο Αλκιβιάδης, ένας «εκκεντρικός δισεκατομμυριούχος» όπως θα λέγαμε σήμερα αναζητώντας αντιστοιχία με τα καθ’ ημάς, ήξερε καλά ότι όσο πιο αντισυμβατικά φερόταν, τόσο περισσότερο ξεχώριζε από τους συμπολίτες του, κι επομένως τόσο περισσότεροι τον παρακολουθούσαν. Και, φυσικά, είχε σκοπό να αξιοποιήσει αυτή τη δυνατότητα για να κερδίσει σε φήμη, δύναμη και πλούτο.

Το 416 π.Χ. συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες με επτά άρματα, κατακτώντας την πρώτη, δεύτερη και τέταρτη θέση στο αγώνισμα της αρματοδρομίας. Ήταν μια νίκη χωρίς προηγούμενο, που του χάρισε μια μοναδική θέση στην ιστορία των αγώνων. Και τη γιόρτασε με τρόπο εντυπωσιακό. Με ένα μεγάλο «πάρτι» αμέσως μετά, για το οποίο δεν πλήρωσε ο ίδιος, όπως μας θυμίζουν οι πηγές, αλλά οι συμμαχικές πόλεις με τις οποίες είχε αποκτήσει ήδη προνομιακές προσωπικές σχέσεις. Έτσι, η Έφεσος προσέφερε τη σκηνή του εορτασμού, η Λέσβος φαγητό και κρασί, η Χίος τροφή για τα άλογα και ζώα για τη θυσία – ενώ δεν έλειψαν και οι ιδιώτες χορηγοί. Μάλιστα, δείχνοντας ακόμα περισσότερο την αγάπη του στην πολυτέλεια, χρησιμοποίησε για τη γιορτή του τα πολύτιμα σκεύη της επίσημης αθηναϊκής αποστολής, τα οποία δανείστηκε από τους συμπολίτες του πριν μάλιστα χρησιμοποιηθούν από τους νόμιμους κατόχους τους. Και δεν τελείωσε εκεί. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, παράγγειλε στον Ευριπίδη έναν επινίκιο για τα κατορθώματά του, αλλά και έναν πίνακα με τον ίδιο να απολαμβάνει τη νίκη του στην αγκαλιά της Νεμέας στη μια πλευρά και στην άλλη να στεφανώνεται από τις προσωποποιήσεις των Ολυμπίων και των Πυθίων. Η επιλογή των θεμάτων, προκλητική όπως οι περισσότερες κινήσεις του, ήταν κι αυτή μέρος της επιθυμίας του να εντυπωσιάσει και να σοκάρει.   

Ο Αλκιβιάδης ήταν ένας άνδρας σχεδόν εξαρτημένος από την ανάγκη να ξεχωρίζει. Η ονομαστή ομορφιά του, το ντύσιμό του με ποδήρη ενδύματα στο χρώμα της πορφύρας που σέρνονταν επιδεικτικά στη λάσπη των αθηναϊκών δρόμων και καταστρέφονταν χωρίς ο ίδιος να πτοείται, τα μακριά μαλλιά του στο πρότυπο των ηρώων άλλων εποχών, σχημάτιζαν την ξεχωριστή εικόνα του. Αντίστοιχα, προκλητική ήταν και η ερωτική ζωή του –κυρίως η αγάπη του για τις εταίρες της πόλης, με τις οποίες συνευρίσκονταν ανοιχτά, προσβάλλοντας τη νόμιμη σύζυγο του– στην προίκα της οποίας όφειλε εν πολλοίς τη δυνατότητά του να διακονεί το ακριβό σπορ της ιππασίας.

Όλα αυτά δεν θα μας αφορούσαν παρά μόνον ως στοιχεία μιας συναρπαστικής ιστορίας, αν ο Αλκιβιάδης δεν τα χρησιμοποιούσε στην πολιτική. Το 415 π.Χ., μετά τις νίκες του στην Ολυμπιάδα, η Αθήνα, σε μια κομβική ιστορική συγκυρία, συζητούσε αν έπρεπε να εκστρατεύσει στη Σικελία ή όχι. Η συνθήκη ειρήνης με τους Σπαρτιάτες βρισκόταν εν ισχύ, αλλά υπήρχαν αρκετές αμφιβολίες για το αν η ειρήνη θα κρατούσε, επομένως, η απόφαση να δεσμεύσουν τις δυνάμεις τους για πόλεμο ήταν ιδιαίτερα κρίσιμη. Το άνοιγμα ενός νέου και μακρινού πολεμικού μετώπου ήταν για την πόλη ένα μεγάλο ρίσκο, καθώς υπήρχε το ενδεχόμενο ενώ τα στρατεύματα θα βρίσκονταν μακριά να χρειαζόταν η Αθήνα υπεράσπιση από τον γνωστό της εχθρό: τους Σπαρτιάτες.

Βασικός υπέρμαχος της μη επέμβασης στη Σικελία ήταν ο Νικίας. Μετριοπαθής, υποστήριζε πως οι Αθηναίοι δεν ήταν σε θέση να ελέγξουν τη Σικελία, ακόμα κι αν την κατακτούσαν.  Απέναντί του, ο Αλκιβιάδης εισηγούνταν με σθένος όχι μόνον ότι η Αθήνα έπρεπε να κατακτήσει τη Σικελία, αλλά και ότι ο ίδιος ήταν ο ενδεδειγμένος αρχηγός της εκστρατείας, καθώς η νίκη του στην Ολυμπία αποτελούσε τιμή για όλη την πόλη.

Στην τοποθέτησή του, όπως καταγράφεται από τον Θουκυδίδη (6.16.2), υποστηρίζει πως ο θόρυβος γύρω από το όνομά του ωφελούσε την πολιτεία, δημιουργούσε την εντύπωση της δύναμης και του έδινε το δικαίωμα να είναι ακατάδεκτος, αφού «οι άνθρωποι αυτού του είδους και όσοι άλλοι διακρίθηκαν σε κάτι, όσο ζουν είναι οχληροί και για τους ομοίους τους και για εκείνους με τους οποίους έχουν σχέσεις. Αλλά μετά τον θάνατό τους αφήνουν τέτοιο όνομα, ώστε πολλοί να ισχυρίζονται, λέγοντας ψέματα, ότι είναι συγγενείς τους και η πατρίδα τους καυχιέται γι᾽ αυτούς και δεν τους θεωρεί ξένους ή κακούς πολίτες, αλλά δικούς της πολίτες που έκαναν σπουδαίες πράξεις» (6.16.6).

Απέναντι σε αυτό, ο Νικίας αποφάσισε να μετέλθει ως όπλο τη λογική – κι αυτήν χρησιμοποίησε, απευθυνόμενος στους συνετούς πολίτες, σαν τον ίδιο. Μα η απόφαση να χαρακτηρίσει τον Αλκιβιάδη λαοπλάνο και τους οπαδούς του αδαείς αποδείχθηκε στρατηγικό λάθος. Η επίκληση στη λογική δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τη γοητεία του Αλκιβιάδη. Και οι κατηγορίες του ότι ο Αλκιβιάδης δεν ενδιαφερόταν για την πόλη αλλά για το προσωπικό του συμφέρον δεν άγγιξαν το κοινό που επέλεξε να εκστρατεύσει στην Σικελία με τον Αλκιβιάδη αρχηγό.

Η συνέχεια είναι γνωστή. Η εκστρατεία στη Σικελία αποδείχθηκε πανωλεθρία για την Αθήνα. Ο στρατός της αποδεκατίστηκε και η ήττα της άνοιξε τον δρόμο για μια ακόμα επίθεση από τους Σπαρτιάτες. Όσο για τον Αλκιβιάδη, αυτομόλησε στον εχθρό, στην Σπάρτη. Αποκήρυξε τη δημοκρατία ως «παραλογισμό», μυήθηκε γρήγορα στον τρόπο ζωής των ντόπιων και τους συμβούλεψε για το πώς θα κατατροπώσουν την πόλη του. Παραμερίζοντας κάθε ψήγμα ηθικής, γοήτευσε ερωτικά τη βασίλισσα, υποστηρίζοντας πως με αυτόν τον τρόπο οι απόγονοί του θα μπορούσαν κάποτε να άρξουν στη Σπάρτη. Έφυγε διωγμένος μετά το σκάνδαλο και κατευθύνθηκε στην Περσία.

Τι μας λέει η ιστορία του Αλκιβιάδη πέρα από τη γοητεία της πλοκής της; Ότι το χάρισμα στην πολιτική έχει σχέση με την γοητεία της παρουσίας, μα δεν συνδέεται απαραίτητα με την ικανότητα. Ότι ο κόσμος γοητεύεται από το διαφορετικό, το μοναδικό, το σπάνιο –ακόμα κι αν αυτό αντιβαίνει στη λογική και στη σύνεση. Κι ότι είναι μάλλον έμφυτη τάση των ανθρώπων να λειτουργούν με ευπιστία αντί για κρίση.

Η εποχή μας έχει να δείξει αρκετά τέτοια παραδείγματα διεθνώς – τόσα που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Αν η ιστορία μπορεί να θυμίσει κάτι είναι, δυστυχώς, την ανυπέρβλητη δύναμη της προσωπικής γοητείας που σχεδόν ναρκώνει την κρίση. Από τον Μπερλουσκόνι ως τον Τραμπ κι από το λαοπρόβλητο δίδυμο της ηγεσίας μας ως τον προφυλακισμένο Σώρρα, το μόνο που αλλάζει είναι τα πρόσωπα. Ο κανόνας δυστυχώς επιβεβαιώνεται.