Πολιτικη & Οικονομια

Ο πρωθυπουργός που «διαβάζει» ανάποδα

Σε όλα τα ζητήματα εθνικής σημασίας ο κ. Τσίπρας βγάζει λάθος συμπεράσματα

Γιώργος Κύρτσος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο τρόπος που χειρίζεται ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας το «Μακεδονικό» θυμίζει τις χειρότερες ημέρες της ρήξης με την Ευρωζώνη, το πρώτο εξάμηνο του 2015.

Τότε το Μαξίμου θεωρούσε ότι η Ευρωζώνη ήταν καταδικασμένη να ικανοποιήσει πολιτικά τον κ. Τσίπρα και πως η συμφωνία με τους Ευρωπαίους εταίρους και πιστωτές ήταν θέμα ημερών. Τελικά πήγαμε σε μία αναμέτρηση την οποία πληρώνουμε ακόμα με τον πρόσθετο λογαριασμό του 2015, ένα πολύ σκληρό τρίτο πρόγραμμα-μνημόνιο και μία άτυπη μνημονιακή διετία 2019-2020.

Σήμερα ο κ. Τσίπρας πλησιάζει στο άδοξο τέλος μιας διαπραγμάτευσης που οδήγησε στη διολίσθηση των θέσεων της Αθήνας προς τις εθνικιστικές-αλυτρωτικές θέσεις των Σκοπίων. Πρόκειται για μία ακόμη εντυπωσιακή αποτυχία την οποία θα αναλύουμε για καιρό σαν παράδειγμα προς αποφυγή.

Το λάθος του Ίλιντεν

Ο κ. Τσίπρας έκανε τρία βασικά λάθη στην εκτίμηση της κατάστασης.

Χώρισε τους εκπροσώπους των πολιτικών δυνάμεων της ΠΓΔΜ σε «καλούς» και «κακούς» ενώ είναι φανερό ότι τα πολιτικά στελέχη της σλάβικης πλειοψηφίας προσυπογράφουν τις ίδιες θέσεις στις οποίες στηρίζεται, στην αντίληψή τους, η ίδια η ύπαρξη του γειτονικού κράτους.

Μετά τα πρώτα διπλωματικά χαμόγελα και αφού ρυμούλκησε τον κ. Τσίπρα κοντά στις θέσεις του ο κ. Ζάεφ σκλήρυνε τη στάση του. Έχοντας εξασφαλίσει την εξαφάνιση από την ημερήσια διάταξη του θέματος της «μακεδονικής» εθνότητας, θεμάτων που έχουν σχέση με τη γλώσσα και την ταυτότητα και τη μη αναθεώρηση των άρθρων του Συντάγματος που κατοχυρώνουν τον αλυτρωτισμό, παγίδευσε την τελευταία στιγμή τον Έλληνα πρωθυπουργό με την πρόταση για όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας του Ίλιντεν».

Με την κίνηση αυτή ο κ. Ζάεφ προσπάθησε να κατοχυρώσει, με ελληνική υπογραφή, τον αλυτρωτισμό της ΠΓΔΜ, να δεσμεύσει την εθνικιστική αντιπολίτευση του VMRO υπέρ μιας πρότασης που υπερκαλύπτει τους εθνικιστές και να πλειοδοτήσει στον αλυτρωτισμό έναντι του βασικού πολιτικού αντιπάλου του.

Το γεγονός ότι βρέθηκε Έλληνας πρωθυπουργός να δεχθεί τη συζήτηση γι’ αυτή την απαράδεκτη πρόταση και να προσπαθήσει να διαμορφώσει μέσω του φιλοκυβερνητικού Τύπου ευνοϊκό κλίμα για την πρόοδο των διαπραγματεύσεων, σε αυτή τη βάση, επιβεβαιώνει ότι ο κ. Τσίπρας «διαβάζει» τη διεθνή πραγματικότητα ανάποδα.

Τα όρια της παρέμβασης

Ένα άλλο τραγικό λάθος εκτίμησης του κ. Τσίπρα έχει σχέση με τα όρια της παρέμβασης των Ευρωπαίων εταίρων για την επίλυση του προβλήματος μεταξύ Ελλάδας και ΠΓΔΜ και προώθηση της ένταξης των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων στην Ε.Ε.

Το ενδιαφέρον της Ε.Ε. για τη διεύρυνση στα Δυτικά Βαλκάνια περιορίζεται από τις πολιτικές ανάγκες των κυβερνήσεων των περισσότερων κρατών μελών. Θεωρητικά είναι όλοι υπέρ της διεύρυνσης για να περιοριστεί η ρωσική ή η τουρκική επιρροή σε χώρες με στρατηγική σημασία αλλά κανείς δεν θέλει να πληρώσει τον πολιτικό λογαριασμό της διεύρυνσης. Οι περισσότεροι λαοί της Ε.Ε. είναι προβληματισμένοι με το Brexit, την ιταλική, την πολωνική κι ένα σωρό άλλες κρίσεις και δεν πρόκειται να επιβραβεύσουν όποιον προωθήσει την ένταξη στους 27 χωρών όπως η Αλβανία, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη και η ΠΓΔΜ.

Επιπλέον, το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων για τη σταθεροποίηση της ΠΓΔΜ δεν είναι τόσο μεγάλο όσο για την εξασφάλιση της σταθερότητας στην Ελλάδα. Η ηγεσία της ΝΔ εξήγησε στους Ευρωπαίους συνομιλητές της ότι το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται η πατρίδα μας μετά την παράταση της μνημονιακής λιτότητας, το προσφυγικό-μεταναστευτικό και την  προκλητική στάση του καθεστώτος Ερντογάν είναι μια κακή για τα καλώς εννοούμενα συμφέροντά μας, συμφωνία με τα Σκόπια. Το μήνυμα πέρασε εύκολα και δυνατά και μόνο ο κ. Τσίπρας οραματίζεται μία λάθος ευρωπαϊκή παρέμβαση που θα μπορούσε να τον διευκολύνει στους μικροπολιτικούς χειρισμούς του.

Τέλος, πρέπει να στερείσαι της ικανότητας ανάλυσης της διεθνοπολιτικής πραγματικότητας για να νομίζεις ότι κριτήριο στην ευρωπαϊκή διαχείριση της ελληνικής κρίσης θα είναι η υποτιθέμενη πρόοδος στη συνεννόηση Αθήνας-Σκοπίων και όχι η αντιμετώπιση της ιταλικής αναταραχής και άλλων σημαντικών εκκρεμοτήτων με βάση τη λειτουργία και την προοπτική της Ευρωζώνης.