Πολιτικη & Οικονομια

Edito 242

Ήταν ένα σούρουπο, μόλις άναβαν τα φώτα των δρόμων όταν ένιωσα πρώτη φορά την κινέζικη Ανατολή.

Φώτης Γεωργελές
ΤΕΥΧΟΣ 242
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ήταν ένα σούρουπο, μόλις άναβαν τα φώτα των δρόμων όταν ένιωσα πρώτη φορά την κινέζικη Ανατολή. Μας είχαν πει πως κάτω στη Yee Wo και γύρω στην Persival μέχρι το λιμάνι ήταν οι δρόμοι που το Χονγκ Κονγκ πηγαίνει για ψώνια και βόλτες. Έστριψα μια γωνία και βρέθηκα σε διασταύρωση, εμπορικοί δρόμοι και πεζόδρομοι τέμνονταν, μαγαζιά, φωτεινές επιγραφές, κόσμος. Έμεινα ακίνητος. Νόμιζα ότι ένα εκατομμύριο άνθρωποι έρχονταν επάνω μου, σαν να είχα βγει κατά λάθος σε αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. Γύρνα πίσω σου, μου είπαν. Άλλο ένα εκατομμύριο άνθρωποι έρχονταν από την άλλη μεριά. Ο περισσότερος κόσμος που έχω δει ποτέ στη ζωή μου, η ασφυξία του πλήθους, έτσι θα είναι το μέλλον; Πολύκοσμο, πολύβουο και κίτρινο;

Στο νησί η πόλη προεκτείνεται σε ύψος, πολλά επίπεδα, δρόμοι ταχείας κυκλοφορίας, δρόμοι για τους πεζούς με εναέριες γέφυρες που περνάνε πάνω από τους δρόμους, μέσα απ’ τα κτίρια, κάτω απ’ τα κτίρια, περνάνε μέσα από τα μαγαζιά, διασχίζουν ένα εμπορικό κέντρο, συνεχίζουν. Περνάνε πάντα μέσα από τα μαγαζιά, όλο το Χονγκ Κονγκ είναι ένα τεράστιο mall, χάνεσαι, μπερδεύεις τα επίπεδα, προσπερνάς δρόμους, ξαναγυρίζεις, κι άλλα μαγαζιά. Είναι Χριστούγεννα, στους δρόμους και τις πλατείες, στις αποβάθρες του μετρό, χορωδίες στα κόκκινα τραγουδάνε γιορτινά τραγούδια με μεγάλο κέφι από μια γιορτή που τους είναι ξένη. Χονγκ Κονγκ, «Πόλη του κόσμου», μια πόλη Blade Runner.

Μια πόλη που μεγαλώνει συνεχώς κάθε μέρα, υπό κατασκευήν διαρκώς. Συνεργεία σε στενό χώρο επισκευάζουν τα παλιά κτίρια, υψώνουν πύργους πάνω στους κεκλιμένους λόφους με γωνίες που σε τρομάζουν, βάζουν θεμέλια στη θάλασσα, σε λίγες βδομάδες άλλος ένα ουρανοξύστης θα υψωθεί. 50.000 άνθρωποι έρχονται κάθε χρόνο από την ηπειρωτική Κίνα, νόμιμα, παράνομα δεν ξέρει κανείς πόσοι, οι swn yee mun λένε οι ντόπιοι λίγο περιφρονητικά, ψάχνουν την τύχη τους στο πλούσιο λιμάνι, οι paakwa είναι τα νέα κορίτσια που περνάνε απέναντι από την Καντόνα, από τις επαρχίες της αχανούς Κίνας, οι νύφες, ψάχνουν γαμπρό, λένε οι ντόπιοι, ξεχνάνε, όπως πάντα ξεχνάνε οι άνθρωποι, ότι σ’  αυτή την πόλη του κόσμου όλοι ξένοι είναι, όλοι από κάπου έχουν έρθει. Κινέζοι, Αυστραλοί, απάτριδες δυτικοί που εγκατέλειψαν σπίτια και οικογένειες για να χαθούν στην Ανατολή, στην πόλη που νομίζεις ότι είναι φτιαγμένη για να χαθείς για πάντα αν το θέλεις.

Βιετναμέζοι “boat people” που διέσχισαν τη θάλασσα, Φιλιππινέζες για δουλειές του σπιτιού όπως σ’ όλο τον κόσμο, Ινδοί και Πακιστανοί που γίνονται χωροφύλακες. Gweilo, οι δυτικοί, οι Ευρωπαίοι, μετάφραση οι «ξένοι διάβολοι», όπως και για τους Ιάπωνες έτσι και για τους Κινέζους, οι ξένοι ήταν κίνδυνος. Τώρα προσπαθούν να τους μοιάσουν, προϊόντα που λευκαίνουν το δέρμα, στις διαφημίσεις τα πρόσωπα είναι δυτικά, τα γράμματα κινέζικα.

Κυριακή πρωί στην Κάτερ, ανάμεσα στις βιτρίνες Αρμάνι και Prada, στο ισόγειο του ουρανοξύστη του Φόστερ, στο δρόμο που κλείνει και γίνεται πεζόδρομος για λίγες ώρες, Φιλιππινέζες καθισμένες στην άσφαλτο, χτενίζουν η μια την άλλη, παίζουν χαρτιά, τρώνε. Είναι το ρεπό τους. Η μοναδική διασκέδαση, πικ νικ στο δρόμο, κάτω από το επιβλητικό ύψος της HSBC. Ποιος ξέρει γιατί, ίσως γιατί ο πύργος του Foster μοιάζει με καθεδρικό ναό, ειρωνεύονται τα τοπικά έντυπα. Φυλετικά στερεότυπα, ανακατωμένα χρώματα, προσωπικές ιστορίες σαν διηγήματα, η πόλη προσπαθεί να τους χωρέσει όλους, υψώνεται στον ουρανό, περπατάει στη θάλασσα, με ομίχλη και νέφος, ζέστη και φουλ αιρ-κοντίσιον, γυάλινες προσόψεις και κινέζικα μπακάλικα, δουλεύει με ρυθμούς ιλιγγιώδεις, μεγαλώνει.

Ένας χρόνος εδώ, λέει, ισοδυναμεί με πέντε χρόνια στην Ευρώπη, πίνει την μπίρα του βιαστικά, χάνεται σ’ ένα ασανσέρ, είναι η φυλή των τελευταίων ορόφων, των μίτινγκ, των κοκτέιλ στο μπαρ του Φίλιπ Σταρκ στον ψηλότερο όροφο του “Peninsula”. Κάτω στους δρόμους το πλήθος σπαρταράει, στα υπαίθρια εστιατόρια τρώει σούπες, πίνει ζεστό νερό, ζητάει καλαμάκια με απροσδιόριστα κομμάτια κρέας στις καντίνες της γωνίας, βατράχια, χέλια, φίδια, αποξηραμένα καλαμάρια, η μυρωδιά από το τηγανητό λάδι, η μυρωδιά της Ανατολής, υγρασία, ιδρωμένα ρούχα. Το βράδυ στις αποβάθρες του Tsim Sha Tsui κοιτάζεις κάθε μέρα στις 8 την ταινία της πόλης, τους ουρανοξύστες απέναντι στο νησί να παίζουν με τα φώτα, ακτίνες λέιζερ πάνω από τα σκοτεινά νερά του λιμανιού, φωτίζουν γυάλινες χαράδρες, νέον λογότυπα και χάνονται μακριά, σβήνουν στα σκοτεινά βουνά της Κίνας.

Σε κάθε πεζοδρόμιο, κάθε λίγα μέτρα στοιβαγμένα κάγκελα σαν κι αυτά που έχουμε εμείς στις συναυλίες. Εδώ είναι σε καθημερινή χρήση, κάποια στιγμή, όταν χρειάζεται, αστυνομικοί στήνουν φράγματα, κατευθύνουν την κυκλοφορία όχι των αυτοκινήτων, του κόσμου. Εδώ η διαχείριση πλήθους είναι η πιο απαραίτητη επιστήμη. Το μετρό έχει υποχρεωτικά πόρτες πριν την πόρτα του βαγονιού, τα εμπορικά κέντρα έχουν τετραπλές κυλιόμενες σκάλες από τις οποίες ξεχύνεται συνεχώς πλήθος σαν ανθρώπινο ποτάμι. Σπασμένα αγγλικά, δεν μπορείς να συνεννοηθείς με κανέναν, άλλοι φθόγγοι, απότομοι, κοφτοί, δεν σε καταλαβαίνουν και δεν καταλαβαίνεις, ούτε λέξεις, ούτε ταμπέλες, μόνο ένα ανθρώπινο ποτάμι παντού. Όταν θελήσω να χαθώ, να εξαφανιστώ, να εκμηδενιστώ μέσα στο ανώνυμο πλήθος, ξέρω πού θα πάω, ένας gweilo ακόμα, χωρίς όνομα.

Παζάρια στις κινέζικες αγορές που ανοίγουν τη νύχτα, πάντα σου κάνουν έκπτωση και πάντα σε κοροϊδεύουν, πιο κάτω θα είναι φθηνότερα, snicker street, ο δρόμος με τα αθλητικά παπούτσια, copy watch μίστερ; Λαθραία, μαϊμούδες, ράφτες σε τραβάνε από το χέρι, αν τους κοιτάξεις έχασες, οι κράχτες εδώ είναι ανελέητοι, κοστούμι, γιλέκο, πουκάμισο 99 δολάρια, δεν θέλετε, κύριε, ένα κοστούμι στα μέτρα σας; Αγοράζω ένα t-shirt με τον Μαο Τσε Τουνγκ, δεν θα το φορέσω, αυτό το φολκλόρ είναι δύσκολο για μένα, έχω ακόμα το κόκκινο βιβλιαράκι σ’ ένα πατάρι.

Στα Star Ferries, τα παλιά καραβάκια, η διαδρομή Κοουλούν - Χονγκ Κονγκ island κρατάει ίσα να χαθείς λίγο στα σκοτεινά νερά του λιμανιού, από την ηπειρωτική χώρα στο νησί, αέναες διαδρομές όλη μέρα. 20 σεντς το εισιτήριο, 20 σεντς το εισιτήριο και στα διώροφα τραμ που διασχίζουν οριζόντια το νησί, πηδάς στη στάση, στριμώχνεσαι ανάμεσα σε ηλικιωμένες κυρίες με ψώνια, Φιλιππινέζες που επιστρέφουν στη δουλειά, κατεβαίνεις όπου δεις κόσμο, όπου δεις μια διασταύρωση με πολλές κινέζικες επιγραφές, ξενοδοχεία γκρίζα από το νέφος, ένα υπαίθριο μάρκετ, όπου δεις μια εικόνα ενός κόσμου ξένου απ’ το δικό σου. 20 σεντς, μια βόλτα στον πάνω όροφο ενός τραμ που διασχίζει αργά μια πόλη που τρέχει ιλιγγιωδώς, 20 σεντς μια βόλτα στο φέρι, ένα τσιγάρο μέχρι να περάσεις απέναντι τη θάλασσα που ενώνει ένα νησί με τη χώρα που πάντοτε της ανήκε. 20 σεντς για δημόσιες συγκοινωνίες που, εκτός της μεταφοράς, σου χαρίζουν και ένα ταξίδι στη μυθολογία, στις περιπέτειες των αιώνων. Αν θέλεις να αναπτύξεις τις δημόσιες συγκοινωνίες, υπάρχουν τρόποι.

Βράδυ στο Χονγκ Κονγκ, όλα φωτισμένα, τα μαγαζιά όλα ανοιχτά, η «Πόλη του κόσμου», το κέντρο εμπορίου της νοτιανατολικής Ασίας δεν κοιμάται ποτέ. Τηλέφωνο απ’ την Ελλάδα, η χώρα 10 μέρες τώρα συζητάει αν θ’ ανοίξουν τα καταστήματα την τελευταία Κυριακή του χρόνου. Είμαι στη θάλασσα της Νότιας Κίνας και σκέφτομαι τη δικιά μου πόλη, γιατί δεν μπορώ να ξεφύγω; Στη Λεωφόρο των Stars το άγαλμα του Μπρους Λη, οι τοπικοί ήρωες, στη Λόχαρτ τα μπαρ με τα κορίτσια, πεζοναύτες με ξυρισμένο κεφάλι, βαριεστημένες Κινέζες, η Σούζι Βονγκ δεν μένει πια εδώ.

Παγωτά το βράδυ στο Lan Kwai Fong, το δικό τους Γκάζι, μπίρες στα μπαρ, δυνατή μουσική, ένα μεγάλο πάρτι, είναι το ρεβεγιόν των Χριστουγέννων, όλοι θα περάσουν σήμερα από εδώ, κορίτσια ντυμένα αγιοβασίληδες με σκιστά μάτια, χαμένοι Νεοζηλανδοί αγκαλιά με Μαλαισιανές, Κινέζοι που τραγουδάνε καραόκε, Σαν Μιγκέλ σε μεγάλο μπουκάλι, Γιαπωνέζες με φωτογραφικές μηχανές, κούκις εν κριμ, φράουλα και πραλίνα, δυο κορίτσια με σορτς και καπέλα κόκκινα, ρωτάνε με ελπίδα, μήπως είσαι ο Ντέιβιντ; Δεν είμαι ο Ντέιβιντ και δεν θα γίνω απόψε. Αύριο πρωί φεύγουμε.