Πολιτικη & Οικονομια

Καρφί στο μάτι των Ιλλουμινάτι

Οι ψεκασμοί είναι κάπως σαν τις φωτιές που μπαίνουν στα δάση το καλοκαίρι

Δημήτρης Αριστοτέλους
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μετά τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων της πρόσφατης έρευνας που έδειξε ότι οι Έλληνες, σε ποσοστό περίπου 80%, πιστεύουν ότι μας ψεκάζουν και ότι σκοτεινοί συνωμότες βυσσοδομούν στο παρασκήνιο εις βάρος της χώρας μας, αισθάνομαι την ανάγκη να σπεύσω να καθησυχάσω τους συμπατριώτες συνέλληνες και για τα δύο σκέλη της ανησυχίας τους. Θέλω να τους διαβεβαιώσω πως ούτε μας ψεκάζουν, ούτε και συνωμοτούν στο παρασκήνιο οι σκοτεινές σατανιστικές ομάδες του ανθελληνισμού. Και σπεύδω αμέσως να εξηγήσω γιατί.

Ας ξεκινήσουμε από τους ψεκασμούς. Οι ψεκασμοί είναι κάπως σαν τις φωτιές που μπαίνουν στα δάση το καλοκαίρι. Είναι σαφές ότι υπάρχουν εν δυνάμει εμπρηστές που έχουν διάφορα συμφέροντα από την καταστροφή των δασών. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα μπούνε και στον κόπο να πάνε να βάλουν αυτοί οι ίδιοι τη φωτιά. Για την ακρίβεια δεν έχουν κανένα λόγο να το κάνουν. Γιατί  δηλαδή να τρέχουν μέσα στους καύσωνες, στα πουρνάρια και στα γαϊδουράγκαθα των δασών και να βάζουν φωτιές; Αυτό, εκτός από το ότι είναι πολύ κουραστικό, είναι και πολύ επικίνδυνο: μπορεί να πιάσει φωτιά πρόωρα ο εμπρηστικός μηχανισμός και να γίνουν και οι ίδιοι κάρβουνο. Μπορεί να γίνει καμιά στραβή και να τους συλλάβουν. Μπορεί να τους τσιμπήσει κανένα φίδι. Και γενικά σε μία απόπειρα εμπρησμού είναι λογικό να υποθέσει κανείς πως ελλοχεύουν διάφοροι κίνδυνοι. Ο εν δυνάμει καταστροφέας των δασών, λοιπόν, δεν έχει κανένα λόγο να τα κάνει όλα αυτά. Μπορεί να καθίσει σπίτι του, στη δροσιά του κλιματιστικού του, και να βλέπει στην τηλεόραση να καίγονται τα δάση με τις φωτιές που έχουνε βάλει οι Ελληνάρες μόνοι τους. Από δω είναι η φωτιά που έβαλε η ΔΕΗ που δεν καθάρισε τα καλώδια, από κει είναι η φωτιά που βάλανε οι τσοπαναραίοι για να έχουνε το φθινόπωρο να βόσκουν τα κατσίκια τους, παρακάτω είναι η φωτιά που βάζει, άθελά του, ο δήμαρχος με τη μοιραία αυτανάφλεξη της παράνομης χωματερής που έχει φτιάξει  στο δάσος, λίγο πιο πέρα είναι η φωτιά που έβαλε ο μερακλής που πέταξε το αποτσίγαρο πάνω στα ντέρτια του χωρίς να τον νοιάζει πού θα πέσει, και ούτω καθεξής. Γιατί λοιπόν να πάει να βάλει φωτιά ο ιλλουμινάτι, να κουραστεί και να κινδυνέψει κιόλας να πάθει και εγκαύματα;  Άλλωστε είναι γνωστή η περίπτωση που πριν από λίγα χρόνια σε κάποια νησιά μας, πράκτορες γείτονος φίλης χώρας έβαζαν φωτιά για να κάψουν τα δάση, πλην όμως πολύ σύντομα ντροπιάστηκαν και σηκώθηκαν και φύγανε γιατί αποκαλύφθηκε περίτρανα ότι οι φωτιές που βάζανε ήτανε μικρότερες και λιγότερες από αυτές που βάζαμε μόνοι μας εμείς οι Ελληνάρες. Οπότε σου λέει ο άλλος: άσ' τα, θα τα κάψουν όλα μόνοι τους, δεν χρειάζεται εγώ να τρέχω.

Έτσι λοιπόν όπως είναι η φωτιά των δασών είναι και το ψέκασμα. Είναι δεδομένο βέβαια ότι όλοι οι συνωμότες του κόσμου αυτό που θέλουν να κάνουν περισσότερο από κάθε τι άλλο, είναι να κάμψουν το αδάμαστο φρόνημα των αδούλωτων Ελλήνων και να βάλουνε χέρι στον αμύθητο πλούτο της χώρας. Αυτό τον σκοπό θα εξυπηρετούσαν και οι ψεκασμοί. Αλλά κι εδώ η εμπειρία έχει διδάξει πως τον συνωμότη δεν τον  συμφέρει τελικά ο ψεκασμός. Πες ότι για τα αεροπλάνα θέλει να πληρώνεις καύσιμα για να πετάνε, πες πως χρειάζεται να πληρώνεις και τέλη στα αεροδρόμια, πες και κάτι υπερωρίες στους πιλότους -ο λογαριασμός φθάνει πολύ ψηλά. Και τι θα πετύχει δηλαδή με τους ψεκασμούς ο συνωμότης; Και κοκτέιλ μπογκομόλετς, που λέει ο λόγος, να ρίξεις στους Ελληνάρες, πιο ευήθεις από ό,τι είναι τώρα δεν μπορεί να γίνουνε. Εδώ αυτοί περιμένουνε να λήξει το μνημόνιο για να ανοίξουν οι κάνουλες, τι παραπάνω δηλαδή θα προσφέρει ένας ψεκασμός; Στη χώρα που τοποθέτησε τον άρχοντα των ψεκασμών στη θέση του υπεύθυνου της εθνικής της άμυνας και της εθνικής της ασφάλειας, τι άλλο μπορεί να συμβεί; Να βγει ο Πατούλης δήμαρχος Αθηναίων, ή να γίνει ο Νικήτας Κακλαμάνης Υπουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων για να βάλει μια τάξη στην φαρμακευτική δαπάνη; Για τον λόγο αυτό ο ιλλουμινάτι αντί να κάθεται να οργανώνει ψεκασμούς, προτιμά να συνδυάσει το τερπνόν μετά του ωφελίμου: αράζει στην πολυθρόνα του και παρακολουθεί την εντελώς δωρεάν ψυχαγωγία που του προσφέρει η ελληνική πραγματικότητα.

Βεβαίως όχι ότι και οι συνωμότες κάθονται τελείως αδρανείς. Η συνωμοσία ξέρει και παίρνει άλλες σκολιές, ατραπούς. Σήμερα το πρωί περνώντας από τα διόδια της Αττικής Οδού συνειδητοποίησα μία από αυτές: μόλις κανείς περάσει τα διόδια, βλέπει ότι υπάρχουν εκατοντάδες χαρτάκια πεταμένα στον δρόμο. Κάποιος κακοήθης θα έλεγε ότι αυτά τα χαρτάκια είναι οι αποδείξεις που παίρνουν για τα διόδια που πληρώνουν οι ελληνάρες οδηγοί και μετά, με τη γνωστή ροπή για την καθαριότητα και την τάξη (μέσα στο αυτοκίνητό τους), που τους χαρακτηρίζει, και με πλεόνασμα κοινωνικής ευαισθησίας και συνείδησης, ανοίγουν το παράθυρο και τα πετάνε στον δρόμο. Φυσικά, όμως, αυτό είναι ψέμα και δεν μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ειδικά μάλιστα από τους εκπροσώπους της πανταχόθεν βαλλόμενης μεσαίας τάξης, (για την οποία τόσο πολύ ανησυχεί και η αξιωματική αντιπολίτευση), στην οποία μεσαία τάξη κατά κύριο λόγο ανήκουν αυτοί που με την κούρσα τους περνάνε τα διόδια της Αττικής Οδού. Και επειδή δεν συμβαίνει αυτό, το μόνο άλλο που μπορεί να συμβαίνει είναι πως όλα αυτά τα χαρτάκια είναι μυστικά μηνύματα με τα οποία οι συνωμότες ιλλουμινάτι επικοινωνούν μεταξύ τους, ανταλλάσσοντας μυστικές πληροφορίες και απεργαζόμενοι πρόσθετα δεινά για τη χώρα.

Γενικότερα, πάντως, θα μπορούσε να πει κανένας ότι ο ιλλουμινάτης δεν έχει και κανένα ιδιαίτερο λόγο να κάτσει να συνωμοτήσει, αφού μπορεί να παρακολουθήσει τη δουλειά του να γίνεται κανονικά και την Ελλάδα να ξεχαρβαλώνεται και να γελοιοποιείται μόνη της, όλο και περισσότερο κάθε μέρα, χωρίς αυτός να κουνάει ούτε το μικρό του δαχτυλάκι. Προς τι λοιπόν τόσο μίσος και τόση χολή εκ μέρους του για τον ελληνισμό; Γιατί έχουν φάει τα λυσσακά τους μαζί μας οι ιλλουμινάτηδες: Να σας απαντήσω και σε αυτό αμέσως, καθ’ ότι η απάντηση είναι και πάλι πολύ εύκολη: αυτά που συμβαίνουν στην Ελλάδα δεν του αρέσουν καθόλου του παγκόσμιου συνωμότη γιατί έχει συνειδητοποιήσει κάτι που είναι πάρα πολύ κακό για τον ίδιο: έτσι και υπήρχαν τέσσερις-πέντε χώρες ακόμα σαν την Ελλάδα, οι οποίες λόγω βλακείας θα βάδιζαν προς την καταστροφή ολοσούμπιτες από μόνες τους και χωρίς να χρειάζεται να τις σπρώχνει κανείς, τότε αυτοί, οι διεθνείς συνωμότες, θα πεινούσαν. Θα είχανε μείνει χωρίς δουλειά και θα είχανε βγει στο δρόμο άνεργοι. Και μόνο που το σκέπτεται αυτό λοιπόν ο συνωμότης τρελαίνεται και για αυτό μισεί τη χώρα μας, τον λαό μας και ιδιαίτερα την κυβέρνησή μας. Αισθάνεται ότι δεν έχει λόγο ύπαρξης και παθαίνει υπαρξιακή κρίση ταυτότητας. (Οι ιλλουμινάτηδες είναι που βγαίνουνε τη νύχτα και γράφουν με μαύρα μεγάλα γράμματα στους καλαίσθητους τοίχους της Αθήνας τον καημό τους με την απεγνωσμένη κραυγή: «Χαραμίζομαι»). Είμαστε, δηλαδή, παγκοσμίως, οι μόνοι που αμφισβητούμε ευθέως τον λόγο της ύπαρξής τους, και με αυτή την έννοια δικαιούμαστε να είμαστε περήφανοι ως λαός. Το πιο γνήσιο τέκνο της χώρας, ο Ελληνάρας, είναι καρφί στο μάτι του κάθε ιλλουμινάτι.