Πολιτικη & Οικονομια

Φάτε τους πλούσιους

Κοινωνικός φθόνος και ταξικό μίσος

Σώτη Τριανταφύλλου
ΤΕΥΧΟΣ 642
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Οι πολιτικοί δίνουν το παράδειγμα: με αλλεπάλληλες δηλώσεις κακεντρέχειας και περιφρόνησης για όσους Έλληνες καταφέρνουν να μην πεινάνε (συνδυασμός καλής τύχης και προσωπικών επιλογών) καλλιεργούν το παραδοσιακό «ταξικό μίσος» – όπως το αντιλαμβάνονται. Η μαρξιστική ψευτομόρφωση –ένα σύνθημα από ’δω, ένα τσιτάτο από ’κει, μια πολεμική κραυγή «φάτε τους πλούσιους»– δεν περιορίζεται σε δήθεν πολιτικές εκτιμήσεις· στρέφεται εναντίον οποιουδήποτε ανθρώπου ζει τη ζωή του με αξιοπρέπεια. Το ζήτημα δεν είναι ιδεολογικό· είναι ψυχικό· η αριστερά τρέφει δηλητηριώδη αισθήματα για οποιονδήποτε αποκλίνει από την εικόνα του φτωχού, του καταφρονεμένου και του αγανακτισμένου.

«Αν κάποιος φίλος γνωρίζει κάποια επιτυχία, κάτι πεθαίνει μέσα μου», παραδέχτηκε σε μια συνέντευξή του ο Γκορ Βιντάλ. Ο Βιντάλ ομολόγησε ότι νιώθει κάτι που η αριστερά έχει αναγάγει σε αρετή: πλην όμως, πρόκειται για άσκοπο, άχρηστο και ακατανίκητο συναίσθημα που την οδηγεί στο να πιέζει τους πάντες προς τα κάτω, να τους εξισώνει με το χειρότερο. Αν και ο φθόνος είναι αρχέγονος –από την ιστορία του Κάιν και του Άβελ μέχρι τη «Χιονάτη»– αρνούμαστε να τον δούμε ως κινητήρια δύναμη κοινωνικού εγκλήματος και, φυσικά, ανθρώπινης δυστυχίας. Αντιθέτως, ακολουθώντας την κυρίαρχη ηθική της αριστεράς, πολλοί άνθρωποι τον θεωρούν στοιχείο επαναστατικότητας: έτσι, ο βανδαλισμός, η επίθεση σε ατομική περιουσία, η δυσφήμηση και ο οστρακισμός προσώπων δικαιολογούνται εύκολα με δήθεν πολιτικούς, ταξικούς όρους. Και στη συνέχεια συγχωρούνται μολονότι ο ποινικός κώδικας προβλέπει διαφορετική αντιμετώπιση.

Ο φθόνος είναι ζωώδης και αισθητικά χυδαίος: αν δούμε τον εαυτό μας σαν τους πιθήκους των ερευνητών όπως ο Φρανς ντε Βάαλ και η Σάρα Μπρόσναν, o εξωραϊσμός του συναισθήματος δεν έχει καμιά ταξική αίγλη. Σε ένα από τα πειράματά τους, ο ντε Βάαλ και η Μπρόσναν αντάμειψαν δύο πιθήκους για την εκτέλεση απλών εντολών, δίνοντας μια φέτα αγγούρι στον καθένα. Οι πίθηκοι φάνηκαν ικανοποιημένοι και δέχτηκαν ευχαρίστως το αγγούρι. Σε επόμενη φάση, οι ερευνητές αντάμειψαν τον έναν πίθηκο με αγγούρι, ενώ στον άλλον έδωσαν γλυκό σταφύλι. Όταν ο πρώτος πίθηκος το είδε, πέταξε το αγγούρι από το κλουβί και αρνήθηκε να συνεργαστεί. Θέλω να πω: μήπως αν φανταστούμε ένα παιχνίδι με αγγούρια και σταφύλια αρχίσουμε να καταλαβαίνουμε το γελοίον του πράγματος;

Το ενδιαφέρον με τον φθόνο είναι ότι όσο περισσότερο συγκρίνει κανείς τον εαυτό του με τους άλλους, τόσο μεγαλώνει ο κίνδυνος να δυστυχήσει και να γίνει τοξικός προς τους άλλους. Προπάντων, σε ανώριμες κοινωνίες σαν τη δική μας, ο φθόνος δεν είναι μόνο ανταγωνισμός μεταξύ «peers», ανθρώπων παρόμοιων ως προς την ηλικία, την περιουσία, το κοινωνικό περιβάλλον και τον τρόπο ζωής· διαχέεται προς τα κοινωνικά στρώματα που διαθέτουν καλύτερη θέση, περισσότερα χρήματα, ακόμα και υγιέστερη ψυχολογία. Δεν πρόκειται για δημιουργία προτύπων, αλλά για καταστροφική επιθυμία να κατεδαφιστεί το αντικείμενο του φθόνου και να υποβιβαστούν τα υποτιθέμενα καλά πράγματα στη ζωή του. (Ό,τι δεν φτάνει η αλεπού το κάνει κρεμαστάρια).

Η αστάθεια της κοινωνικής θέσης στον σύγχρονο κόσμο, τα σοσιαλιστικά δόγματα περί ισότητας και ο λαϊκισμός έχουν αυξήσει το βεληνεκές του φθόνου. Προστίθενται τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που προκαλούν φθόνο σε πολλούς χρήστες: καθώς το Facebook και τα τοιαύτα φέρνουν σε επαφή ανθρώπους συγκρίσιμους μεταξύ τους υπερτονίζοντας ανόητες στατιστικές (likes, followers, friends) δημιουργούν και νομιμοποιούν μια υπερ-συγκρισιμότητα που εντείνει τα θλιβερά πάθη. Παλιότερα, τέτοιου είδους συγκρισιμότητα παρατηρούνταν στις συγκεντρώσεις παλιών συμμαθητών – όχι ότι το ξέρω με σιγουριά· δεν έχω πάει ποτέ σε συγκέντρωση παλιών συμμαθητών. Φαντάζομαι όμως μητέρες να καυχώνται για τα παιδιά τους και να δείχνουν φωτογραφίες τους στο κινητό.

Ο κοινωνικός φθόνος είναι μια από τις αιτίες που δεν μπορούμε να κτίσουμε κράτος και που αναδεικνύουμε φαιδρά πρόσωπα σε θέσεις εξουσίας. Το κράτος προϋποθέτει συμφωνία, συνεννόηση, θετικά πρότυπα· προώθηση των καλύτερων. Στην Ελλάδα ηγεμονεύουν τα Κολοκοτρωναίικα και τα Ρουμελιώτικα. Το ένστικτο, το «γιατί εσύ κι όχι εγώ», «ποιος είσαι εσύ που θα μου πεις εμένα» και η περιβόητη «κατσίκα του γείτονα» είναι προβεβλημένο και επικρατεί. Η επίσημη πολιτική, τα παλικάρια της φακής που μας κυβερνούν, κολακεύουν το προ-νεωτερικό ψυχικό τοπίο του Έλληνα· το συντηρούν και το ενθαρρύνουν: αντί η κοινωνική οργάνωση, οι κοινωνικοί θεσμοί, ο φόβος της τιμωρίας να συγκρατούν την ανθρώπινη φύση, την απελευθερώνουν και τη χειροκροτούν.