Πολιτικη & Οικονομια

Ανοχύρωτοι απέναντι στην ψυχική ασθένεια

Τι πρέπει να καταλάβουμε ως κοινωνία με αφορμή το έγκλημα στους Αγίους Αναργύρους

Εύα Στάμου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στη χώρα μας η ψυχική διαταραχή απασχολεί συνήθως τους πολίτες μόνο ως μέρος του αστυνομικού δελτίου, όπως συνέβη με το έγκλημα στους Άγιους Αναργύρους. Κάθε φορά που ένα αποτρόπαιο συμβάν «παγώνει» την κοινή γνώμη, οι ειδικοί της ψυχικής υγείας προσκαλούνται σε τηλεοπτικά προγράμματα να αναλύσουν τα κίνητρα και την συμπεριφορά του δράστη, σχεδιάζοντας για χάρη των θεατών ένα ψυχολογικό προφίλ, όπως αυτό αναδύεται μέσα από όσα μαθαίνουμε από πρόσωπα του οικείου περιβάλλοντός του και από το δημοσιογραφικό ρεπορτάζ. Ο ρόλος των ειδικών της ψυχικής υγείας όμως δεν είναι κυρίως αυτός.

Είναι ευνόητο πως οι επιστημονικές γνώσεις και η πείρα, επιτρέπουν  στους ειδικούς να εικάζουν με μεγαλύτερη επιτυχία από τους υπόλοιπους πολίτες τι μπορεί οδηγεί τον εκάστοτε δράστη στις παραβατικές πράξεις του – όμως αν δεν έχουν συνομιλήσει μαζί του μία ή περισσότερες φορές ή να έχουν μελετήσει το ιατρικό του ιστορικό είναι αδύνατον να αποφανθούν με βεβαιότητα και σαφήνεια για το τι μπορεί πραγματικά να συμβαίνει.

Η ψυχοθεραπεία βοηθά τον θεραπευμένο να διακρίνει τα όρια του εαυτού του, και να αποδεχτεί ότι η σύντροφος, το παιδί του, ή τα πεθερικά του, δεν αποτελούν εξαρτήματα του, δεν είναι απλές προεκτάσεις του δικού του «εγώ», ώστε να τα πάρει μαζί του στην καταστροφή, και ότι το ελάχιστο που τους οφείλει είναι ο σεβασμός.

Η αντίληψη που επικρατεί σε κλειστές, συντηρητικές κοινωνίες όπως η ελληνική είναι ότι κανείς δεν μπορεί να κρίνει αν κάποιος συνάνθρωπός μας υποφέρει από ψυχικό πρόβλημα. Η άποψη αυτή είναι εσφαλμένη, κάτι που είναι μάλλον εύκολο να καταλάβουμε αν συλλογιστούμε περιπτώσεις που έχουμε συναντήσει στο οικογενειακό, φιλικό ή επαγγελματικό μας περιβάλλον. Άτομα με χρόνια ψυχικά προβλήματα και δυσλειτουργίες που προκαλούν οδύνη στους ίδιους και στο περιβάλλον τους καλύπτονται πίσω από αυτή την αντίληψη, με αποτέλεσμα αντί να αναζητούν βοήθεια από τους ειδικούς, να περιμένουν από το περιβάλλον να προσαρμοστεί στις ιδιαίτερες ανάγκες τους. Οι ενοχές των οικείων αποτελούν το τέλειο άλλοθι για την διαιώνιση αυτής της δυσάρεστης κατάστασης.

Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι μέρος αυτών των προκαταλήψεων πηγάζει από το γεγονός ότι δεν έχουμε σαφή εικόνα ούτε του αριθμού των πασχόντων, ούτε του κοινωνικού προφίλ τους: η Ελλάδα είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που δεν διαθέτει οργανωμένο σύστημα πρόληψης προβλημάτων ψυχικής υγείας. 

Η απουσία καταγραφής στοιχείων δεν μας επιτρέπει  ούτε να μελετήσουμε την επιδημιολογία - το ποσοστό των πολιτών που έχει διαγνωστεί με κατάθλιψη, άγχος, κάποιον εθισμό, ή άλλη διαταραχή - ούτε να κατανοήσουμε το θέμα στις πραγματικές του διαστάσεις.

Όλοι πλέον καταλαβαίνουμε ότι μία χρόνια αδιάγνωστη διαταραχή που δεν έλαβε ποτέ θεραπεία μπορεί να οδηγήσει κάποιους σε σοβαρές παραβατικές – ενίοτε εγκληματικές – πράξεις. Πρέπει επίσης να καταλάβουμε ως κοινωνία ότι η θεραπεία της ψυχικής διαταραχής δεν είναι θέμα επιλογής, αλλά υποχρέωσης, τόσο του πάσχοντα όσο και της πολιτείας.

Η βασικότερη λύση, λοιπόν, είναι η πρόνοια. Επείγει να οικοδομηθεί και στη χώρα μας ένα σύστημα πρόληψης  με την παροχή στήριξης, ενημέρωσης, και στοχευμένης βοήθειας σε όσα παιδιά τυχόν τη χρειάζονται σε όλα τα δημόσια σχολεία. Η κατάθλιψη, τα σημάδια του σχολικού εκφοβισμού, οι κάθε είδους εθισμοί, ακόμα και οι πρώτες ενδείξεις της σχιζοφρένειας μπορούν να διαγνωσθούν στα αρχικά στάδια και στην συνέχεια να αντιμετωπιστούν με τον ορθό συνδυασμό φαρμακολογίας και ψυχοθεραπείας.

Η πολιτεία οφείλει να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο οι πολίτες βλέπουν την ψυχική υγεία. Προκειμένου να βελτιωθεί σημαντικά η κατάσταση θα πρέπει να ληφθούν μία σειρά από νέα μέτρα που θα επηρεάσουν άμεσα τις αντιλήψεις της κοινής γνώμης. Τα μέτρα πρέπει κατά τη γνώμη μου να περιλαμβάνουν τη διασφάλιση ισόποσης χρηματοδότησης για τη σωματική και την ψυχική υγεία, τη μείωση του χρόνου αναμονής στα δημόσια ιατρεία, και την επαρκή στελέχωση των μονάδων ψυχικής υγείας.

Πρέπει να αρχίσουμε ν’ αντιμετωπίζουμε την ψυχική υγεία όπως αντιμετωπίζουμε τη σωματική υγεία. Με τον ίδιο τρόπο που παίρνουμε τα φάρμακά μας και τηρούμε τα ραντεβού με τον γιατρό όταν πάσχουμε από μία χρόνια σωματική ασθένεια, θα πρέπει να φροντίζουμε την ψυχική υγεία μας αν έχουμε διαγνωστεί με κάποια ψυχική νόσο.

Τα οφέλη που θα αποκομίσουμε από την αλλαγή αντιμετώπισης της ψυχικής νόσου θα είναι σημαντικά. Πρώτον, θα καταρριφθούν προκαταλήψεις δεκαετιών εφόσον θα αποδεχθούμε το δικαίωμα του ψυχικά πάσχοντος και της οικογένειάς του σε μία σύγχρονη αγωγή. Δεύτερον, θα αλλάξουν πολλά στον χώρο της εργασίας για τους πάσχοντες από κάποια ψυχική διαταραχή (κατάθλιψη, στρες, εθισμό, διατροφική διαταραχή, ακόμα και σχιζοφρένεια), στους οποίους η συστηματική παρακολούθηση από ειδικούς και η αγωγή που τους χορηγείται, θα τους επιτρέψει να διατηρούν μερική ή ολική απασχόληση.

Δύο είναι οι επιλογές: ή οικοδομούμε σύστημα πρόληψης της ψυχικής ασθένειας τώρα, ή παραμένουμε μια κοινωνία ανοχύρωτη απέναντι στην ψυχική διαταραχή.