Πολιτικη & Οικονομια

Εισαγωγή αστάθειας και από τη Γερμανία;

Τι σημαίνει η νέα γερμανική πολιτική πραγματικότητα για εμάς

Θανάσης Διαμαντόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 639
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τα δομικά προβλήματα της χώρας μας, τα εκ φύσεως προορισμένα να παραγάγουν στο εγγύς μέλλον –ή, μάλλον, να παράγουν σε σταθερή και επαναλαμβανόμενη βάση– πολιτική αστάθεια και ανασφάλεια, είναι πασίδηλα. Και πασίγνωστα: Με εξαιρετικά εύτρωτη οικονομία και πλήθος αντιαναπτυξιακών παραγόντων, υφιστάμεθα μια αριστεροακροδεξιά πολιτική εξουσία, η οποία αντιλαμβάνεται το δημοκρατικό πολίτευμα ως… θεσμό που επιβάλλει τη χωρίς συμβιβασμούς απόλυτη κατίσχυση της βούλησης της πλειοψηφίας (δηλαδή μια πολιτική εξουσία χωρίς κουλτούρα και σεβασμό των θεσμικών αντερεισμάτων και περιορισμών)…

Έχουμε μια δικαστική εξουσία εξαιρετικά προβληματική και δυσλειτουργική, που έχει προ πολλού χάσει την έξωθεν καλή μαρτυρία… Το τραπεζικό μας σύστημα μόνο ως θωρακισμένο δεν μπορεί να θεωρηθεί… Βρισκόμαστε δε και στο μάτι του κυκλώνα όσον αφορά τις παγκόσμιες προσφυγικές ροές (κάτι που μεσομακροπρόθεσμα δημιουργεί και πρόβλημα εθνικής ταυτότητας, δεδομένης της δημογραφικής –μη– δυναμικής της κοινωνίας μας). Επιπρόσθετα έχουμε ήδη θεσμοθετήσει έναν παραγωγό αστάθειας παράγοντα, δηλαδή την απλή αναλογική, ενώ τα δύο μεγάλα κόμματά μας –επιβεβαιώνοντας πως οι μεγάλες βλακείες γίνονται ομόφωνα– έχουν δεσμευθεί να οδηγήσουν σύντομα, με συνταγματική αναθεώρηση, τη χώρα σε ένα ρευστό, χωρίς ταυτότητα πολίτευμα. Όπου ο ΠτΔ άλλοτε θα εκλέγεται από το Κοινοβούλιο και θα είναι ανίσχυρος και άλλοτε απευθείας από το λαό, καθιστάμενος πολιτικά πανίσχυρος, όποιες και αν είναι οι τυπικές οριοθετήσεις των αρμοδιοτήτων του.

Τούτων δοθέντων θα μπορούσαμε άραγε να αντλήσουμε σταθερότητα από το διεθνές περιβάλλον; Με την Ευρωπαϊκή Ένωση εδώ και καιρό σε περιδίνηση, αν όχι σε κρίση ταυτότητας, τις εστίες της ισλαμικής τρομοκρατίας τόσο κοντά μας και χώρες-κλειδιά για την παγκόσμια ειρήνη στα χέρια ηγετών επικίνδυνων, ενδεχομένως σε κάποιες περιπτώσεις και για ψυχιατρικούς λόγους,  δύσκολα θα δινόταν καταφατική απάντηση στο ερώτημα αυτό. Αλλά και η Γερμανία, η οποία στα χρόνια της κρίσης, με όλες τις ιδεοληψίες και τις εμμονές της, μας στήριξε πολιτικά και οικονομικά, εμποδίζοντας τη μετατροπή μας σε αφρικανική χώρα με λευκούς κατοίκους, δεν μπορεί πια να λειτουργεί, σε σταθερή βάση τουλάχιστον, ως εξαγωγέας σταθερότητας για χώρες όπως η δική μας. Και είναι αμφίβολο αν θα το μπορεί ακόμη και αν αναπαραχθεί ένας ακόμη μεγάλος κυβερνητικός σχηματισμός και αποφευχθεί η επαναλαμβανόμενη προσφυγή στις κάλπες, που θα προκαλεί κλυδωνισμούς σε όλη την Ευρώπη.

Ας δούμε γιατί η χώρα των Τευτόνων δύσκολα θα μπορεί πλέον να επιτελεί αυτόν το ρόλο του εξαγωγέα σταθερότητας στις προβληματικές χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας.    
Μέχρι την προ δωδεκαετίας πρώτη αναρρίχηση της Μέρκελ στην καγκελαρία, η χώρα, ως τυπικό μοντέλο «ατελούς δικομματισμού» (άλλως: «συστήματος των δυόμισι κομμάτων»), έβλεπε κατά κανόνα τις δύο μεγάλες πολιτικές οικογένειες, τη χριστιανοδημοκρατική και τη σοσιαλδημοκρατική, να εναλλάσσονται χωρίς προβλήματα στην εξουσία, με τη συγκυβερνητική διαθεσιμότητα και την κοινοβουλευτική επάρκεια του μικρού κόμματος των Φιλελευθέρων. Ο δε λεγόμενος μεγάλος συνασπισμός, η συγκυβέρνηση CDU/SPD, ήταν λοιπόν εξαίρεση: λειτούργησε μόνον την περίοδο 1966-1969.  Από το 2005, όμως, ο κυβερνητικός συνασπισμός τω δύο μεγάλων έγινε κανόνας. Λόγω πολύ συγκεκριμένων πολιτικοθεσμικών εξελίξεων. Ειδικότερα…   

Οι περιβαλλοντικές ευαισθησίες που αναπτύχθηκαν στα 1980s, η ενοποίηση με την Ανατολική Γερμανία που κληροδότησε στο γερμανικό κομματικό σύστημα τους απόγονους των κομμουνιστών, η διάσπαση των σοσιαλδημοκρατών με απόσχιση της υπό τον Λαφοντέν αριστερίστικης πτέρυγάς τους και η πρόσφατη ανάπτυξη ακροδεξιού κομματικού μορφώματος, λόγω του ρεύματος των μεταναστών/προσφύγων, όλα αυτά μετέτρεψαν τον ατελή δικομματισμό σε ευρύ πολυκομματισμό. Με αποτέλεσμα σπανιότατα πλέον να είναι πολιτικά και αριθμητικά δυνατή άλλη συγκυβέρνηση πλην αυτής CDU/SPD. (Άλλωστε μια απόφαση των –άσχετων από πολιτική και Πολιτική Επιστήμη– γερμανών συνταγματικών δικαστών  ενέτεινε τον αναλογικό χαρακτήρα του εκλογικού συστήματος, ακυρώνοντας την πλειοψηφική λειτουργία των λεγόμενων «πλεονασματικών εδρών»).

Η εν λόγω εξέλιξη είχε, όμως, ως συνέπεια τα συνήθως συγκυβερνώντα –από τα μέσα της δεκαετίας του 2000– δύο μεγάλα κόμματα να υφίστανται ταυτόχρονα τη φθορά της εξουσίας: από κοντά 85% που ήταν τότε το αθροιστικό ποσοστό τους, ελάχιστα πλέον υπερβαίνει το 50%. 

Αυτό σημαίνει πως σήμερα αντιμετωπίζουν ένα επώδυνο δίλημμα: ή αναπαράγουν τη συγκυβέρνησή τους, που δύσκολα θα είναι το ίδιο σταθερή όσο παλαιότερα, ή η χώρα καθίσταται αμέσως εξαιρετικά δυσκυβέρνητη και πολιτικά ασταθής…

Σε κάθε περίπτωση ο καθένας αντιλαμβάνεται τι σημαίνει η νέα γερμανική πολιτική πραγματικότητα για εμάς. Την εισαγωγή πολιτικής σταθερότητας που χρειαζόμαστε θα μπορούσε να την προσφέρει μια Γερμανία με κυβέρνηση σταθερή και διαθέτουσα ευρωπαϊκή συνείδηση. Τέτοια γερμανική κυβέρνηση δύσκολα μπορεί πλέον να υπάρξει στο μέλλον ακόμη και αν αναπαραχθεί και πάλι ο μεγάλος συνασπισμός που είναι το έλασσον κακό…  
Στις πολλές εγγενείς εσωτερικές μας αδυναμίες, δηλαδή, ίσως προστεθεί και εισαγωγή αστάθειας, αντίθετα προς ό,τι συνέβαινε μέχρι σήμερα. Ήταν στραβό το κλήμα…