Πολιτικη & Οικονομια

Η «δυσφήμιση του αγώνα»

Προκόπης Δούκας
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Είναι δύσκολο να μπει κανείς με επάρκεια στην ουσία της υπόθεσης, λόγω έλλειψης χώρου, αλλά και στοιχείων σε ένα σύνθετο παζλ, όπως είναι η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στην Ιερισσό.

Ωστόσο, αξίζει να σταθούμε σε μία παράμετρο: Πριν από αρκετό καιρό, όταν έγινε η νυχτερινή επίθεση στις εγκαταστάσεις της εταιρείας χρυσού (και η οποία αποτυπώθηκε στις κάμερες ασφαλείας), τα δελτία ειδήσεων μετέδωσαν δηλώσεις κατοίκων και προσαχθέντων, που αρνήθηκαν κάθε ανάμειξη της τοπικής κοινωνίας και καταδίκαζαν την επιδρομή, λέγοντας μάλιστα ότι «δυσφημίζει τον αγώνα τους». Δεδομένου ότι στην επίθεση αυτή προκλήθηκαν καταστροφές, αλλά κυρίως απειλήθηκαν ζωές φρουρών ασφαλείας, με το χειρότερο τρόπο, σύμφωνα με τις καταγγελίες και τις καταθέσεις στην αστυνομία, κάθε σκεπτόμενος και δημοκρατικός πολίτης πρέπει λογικά να χειροκρότησε τις δηλώσεις αυτές.

Έκτοτε, η υπόθεση έχει εξελιχθεί μέσα σε ένα σκηνικό «βεντέτας» και αμφιλεγόμενων συμπεριφορών, τόσο από την πλευρά των αρχών που επιλέγουν αστυνομικές επιχειρήσεις πυροδότησης της βίας, όσο και από την πλευρά φανατικών, που επιλέγουν, για παράδειγμα, να κάψουν το περιεχόμενο του αστυνομικού τμήματος του χωριού, που στην ουσία καταργήθηκε. Η εμφυλιοπολεμική αυτή κατάσταση, που θυμίζει την Κερατέα, δεν τιμά κανέναν – και κυρίως δείχνει τα αδιέξοδα σε μια πολιτεία, που δεν έχει ποτέ φροντίσει να προστατεύσει και να ενδυναμώσει τους θεσμούς, το αντίθετο μάλιστα.

Υπάρχουν πολλές απόψεις για το ζήτημα, άλλες που προτάσσουν την ανάγκη διατήρησης πάση θυσία μιας επένδυσης σε καιρό δραματικής ύφεσης, άλλες που θεωρούν ότι η αντίθεση της κοινωνίας απέναντι σε μια «διαπλεκόμενη» επιχείρηση με περιβαλλοντικούς κινδύνους (που θεωρούνται προφανείς) είναι επιβεβλημένη, αλλά και μια ενδιάμεση, που θεωρεί ότι ακόμα κι αν μια τοπική κοινωνία φέρεται αυτοκαταστροφικά, η επιβολή των απόψεων της πολιτείας δεν μπορεί να γίνεται με τη βία, αλλά μόνο με την πειθώ. Η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας μπορεί να αδιαφορεί για το ζήτημα, θα έλεγε κανείς όμως ότι χωρίς να τάσσεται ούτε υπέρ της διαπλοκής, ούτε υπέρ των εξεγέρσεων, περιμένει να δει πού θα γείρει η πλάστιγγα των επιχειρημάτων και να αποφανθεί – αν τα καταφέρει, με την πληθώρα των παραμέτρων και των πληροφοριών που υπάρχουν.

Όλο αυτό το διάστημα, οι κάτοικοι που τάσσονται κατά των μεταλλείων (και οι πολιτικοί φορείς που στηρίζουν την υπόθεσή τους) υποτίθεται ότι δίνουν έναν επικοινωνιακό αγώνα αφύπνισης της κοινής γνώμης, προσπαθώντας να κερδίσουν την κοινωνία με το μέρος τους. Λογικό και θεμιτό.

Έλα, όμως, που όταν οι αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές καταλήγουν ότι έχουν εντοπίσει δύο τουλάχιστον ύποπτους για τη νυχτερινή επίθεση στις Σκουριές, ξαφνικά οι κάτοικοι ξεσηκώνονται για να τους υπερασπιστούν, καταγγέλοντας τις συλλήψεις και τις διώξεις. Αυτούς τους ίδιους, που εάν αποδειχθούν ένοχοι, είναι αυτοί που «δυσφήμισαν τον αγώνα τους».

Οι πρώτες αντιρρήσεις είναι προφανείς: Σε αυτή την αντιπαράθεση (και με το ιστορικό αναξιοπιστίας της Ελληνικής Αστυνομίας που κορυφώθηκε με την περίφημη «ζαρντινιέρα», αλλά και με άλλες υποθέσεις, όπως τα φότοσοπ) είναι λογικό να είναι κανείς ιδιαίτερα καχύποπτος ότι το κατηγορητήριο είναι χαλκευμένο. Αν λοιπόν τα στοιχεία (που σύμφωνα με την αστυνομία περιέχουν γενετικό υλικό από σκούφο και εντοπισμό των κινητών τηλεφώνων από τις κυψέλες της κινητής τηλεφωνίας κατά τη διάρκεια της επίθεσης) είναι αδύναμα ή κατασκευασμένα, στο δικαστήριο θα υπάρξει η ευκαιρία στην υπεράσπιση να τα καταρρίψει. Αλλά ακόμα κι αν η δικαιοσύνη είναι προκατειλημμένη, δεν υπάρχει άλλος θεσμός για να εμπιστευθούμε, ώστε να αποφανθούμε για το ποιος έκανε αυτή την επίθεση. Το να επιβληθεί δικαιοσύνη (ή ατιμωρησία), με βάση την «κοινωνική απαίτηση» είναι εκτός συζήτησης για μια χώρα που ανήκει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και έχει υπογράψει όλες τις διεθνείς συμβάσεις δικαίου.

Φυσικά οι κατηγορούμενοι περιβάλλονται από το τεκμήριο της αθωότητας, ώσπου να δικαστούν. Αλλά για να υποστηρίξει κανείς μαζικά και πολιτικά ότι οι «βάσιμες ενδείξεις» της αστυνομίας (ή οι αποδείξεις) εφευρέθηκαν για να παγιδεύσουν τους υπόπτους, πρέπει να έχει αποδείξεις. Ή έστω να έχει αποδείξεις περί του αντιθέτου, ότι δηλαδή οι κατηγορούμενοι «αποκλείεται» να τέλεσαν αυτές τις πράξεις που κατέγραψαν οι κάμερες, ότι είναι οι «λάθος άνθρωποι». Αλλιώς περιμένει τη δικαιοσύνη να αποφανθεί – και εάν όντως αυτοί είναι που «δυσφήμισαν τον αγώνα», να τους καταδικάσει και ηθικά. Το να υποστηρίζεται ότι οι κατηγορίες είναι χαλκευμένες, με διαδηλώσεις και με το επιχείρημα ότι «είναι γείτονας, τον ξέρω από μικρό παιδί και δεν θα το έκανε ποτέ» ή ότι «είναι αγωνιστής, άρα εξαιρείται από το κακούργημα», δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από κανένα νομικό πολιτισμό.

Η άρνηση λοιπόν (μερίδας;) της τοπικής κοινωνίας να αποδεχτεί, αντιδρώντας βίαια μάλιστα, τη νομική διαδικασία που θα αποκαλύψει αυτούς που «δυσφημίζουν τον αγώνα», δείχνει ότι δύο πράγματα είναι πιθανά: Είτε ότι η δημόσια καταδίκη της νυχτερινής επίθεσης ήταν εξαρχής ανειλικρινής και κουτοπόνηρη, για «τα μάτια του κόσμου», είτε ότι ήταν μεν ειλικρινής, αλλά μόλις έφτασε η ώρα της απόδοσης ευθυνών ξαφνικά η ανάγκη της «συνέχισης του αγώνα με κάθε μέσο» είναι τόσο ισχυρή και οι νοοτροπίες ενός παθογενούς τρόπου κοινωνικής αντίδρασης τόσο βαθιά ριζωμένες, που το αίτημα για τιμωρία αυτών που «δυσφημίζουν τον αγώνα» πάει περίπατο.

Οι κάτοικοι της Ιερισσού (όπως και αυτοί της Κερατέας) θα μπορούσαν να έχουν όλη (ή σχεδόν όλη) τη δημοκρατική κοινωνία με το μέρος τους. Αν δεν είχαν καταφύγει με κανένα τρόπο στη βία, αν δε είχαν σηκώσει πέτρες και μολότοφ (ό,τι βία κι αν είχε ασκήσει η αστυνομία), αν δεν κατέφευγαν σε μια επιχειρηματολογία τόσο «εύπλαστη» όσο και οι «ανάγκες του αγώνα». Αν είχαν με όλους τους ειρηνικούς και πειστικούς τρόπους εκθέσει αυτά που θεωρούν οτι αποκαλύπτουν τις «παρανομίες της διαπλοκής» και τη «βία του συστήματος». Δεν αντιλαμβάνονται, όμως, ότι δουλεύουν προς την αντίθετη κατεύθυνση ή ότι αποτελούν ιδανικό πεδίο άσκησης πρόσκαιρων μικροκομματικών συμφερόντων.

Το επιχείρημα ότι «όλα αυτά που κάνουμε δεν αρκούν γιατί η επένδυση παραμένει και το σύστημα επιμένει – και άρα πρέπει να καταφύγουμε σε πιο δυναμικές αντιδράσεις» είναι ουδόλως πειστικό. Γιατί με αυτή τη λογική, πρέπει να δικαιώσουμε κάθε αίτημα τοπικής κοινωνίας, με μια ανοχή που ξέρουμε πόσο έχει ταλαιπωρήσει αυτόν τον τόπο. Και θα πρέπει επίσης να αποδεχτούμε ότι δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή μεταξύ της θεμιτής δράσης και της ανεξέλεγκτης βίας. Με αυτή την επιχειρηματολογία, θα μπορούσαμε να πάρουμε όλοι τα καλάσνικοφ «απέναντι στα συμφέροντα». Μόνο που καμία αστυνομική βία και καμία οικονομική απληστία δεν θα αρκούσε, για να καταργήσουμε αυτοβούλως το νομικό και πολιτικό μας πολιτισμό. Αυτή θα ήταν και η μεγαλύτερη ήττα μας...