Πολιτικη & Οικονομια

Ο Ανδρέας Παπανδρέου 21 χρόνια μετά

(Ο μεγάλος –προτσίπρειος– μύθος)

Θανάσης Διαμαντόπουλος
ΤΕΥΧΟΣ 619
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ένας άνθρωπος, ένας μύθος… Ένας άνθρωπος-μύθος. Που, εν πολλοίς, έμεινε στο απυρόβλητο της κριτικής. Ας επιτραπεί ωστόσο, σε μένα τον ασήμαντο σχολιαστή, να μην προσυπογράψω αυτή την προσέγγιση. Και να καταφύγω στην εκκωφαντική ευγλωττία των γεγονότων. Ειδικότερα, λοιπόν…

Δεν πολιτεύτηκε στις εκλογές του 1963. Ίσως –με τη νίκη της ΕΚ και την εκ μέρους του ανάληψη υπουργικού θώκου να μην είναι τότε κάτι δεδομένο, όπως ήταν το 1964– να μην ήθελε να υποχρεωθεί, λόγω της διεκδίκησης βουλευτικού θώκου, να εγκαταλείψει την αμερικανική υπηκοότητα…

Παραιτήθηκε από υπουργός Προεδρίας της κυβέρνησης του Κέντρου, όχι λόγω της αντιαμερικανικής του στάσης –όπως επίμονα και εμμονικά προσπάθησε να εμφανίσει ο ίδιος– αλλά λόγω ενός μεγάλου ερωτικοοικονομικού σκανδάλου και της σκανδαλώδους εύνοιας προς τον απατημένο σύζυγο. (Ανήκε, πράγματι, και αυτός στους όχι ευάριθμους ευρωπαίους πολιτικούς, των οποίων οι ερωτικές απολαύσεις χρηματοδοτούνται από τον κρατικό κορβανά…)

Λειτούργησε διαλυτικά για την ΕΚ ανατρέποντας, «διά της μουρμούρας» προς τον πατέρα του, αποφάσεις ειλημμένες σχεδόν ομόφωνα από τους πρωτοκλασάτους υπουργούς, στο πλαίσιο συλλογικών διεργασιών… (Η τακτική «της μουρμούρας» μάλιστα εφαρμοζόταν, κατά κανόνα αποτελεσματικά, μετά την αποχώρηση από το Καστρί των άλλων ηγετικών στελεχών της παράταξης. Σύμφωνα, δε, με φήμες της εποχής, όταν δεν αρκούσε η μουρμούρα για να μεταπεισθεί ο πρωθυπουργός, χρησιμοποιούσε και τη στέρηση από τον «Γέρο» της επαφής με τα παιδιά και ιδίως με τη Σοφούλα, την οποία λάτρευε ο παππούς της).

Διά της παροχής πολιτικής κάλυψης στις φιλοδοξίες κάποιων νέων αξιωματικών («υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ»), προκάλεσε τεράστιους τριγμούς στην όλη λειτουργία του πολιτικού συστήματος της χώρας.

Αντίστοιχους τριγμούς προκάλεσε και στο κόμμα του, διά της εναντίωσης στην κυβέρνηση Παρασκευόπουλου και διά της υπονόμευσης της «ειρηνευτικής» συμφωνίας του πατέρα του με τον Παν. Κανελλόπουλο.

Η προσπάθεια για αποφυγή της ποινικής του δίωξης, μετά τη διάλυση της Βουλής του 1964, οδήγησε σε πτώση της κυβέρνησης Κανελλόπουλου, χωρίς να έχει ψηφιστεί η απλή αναλογική, η οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει κατευναστικά για το βασιλικό και στρατιωτικό κατεστημένο, ακυρώνοντας ενδεχομένως τα σχέδια για εκτροπή (που ο ίδιος τροφοδοτούσε, ωστόσο, με δηλώσεις για ορκωμοσία της κυβέρνησης στην… πλατεία Συντάγματος).   

Μεταπολιτευτικά, δε, προσπάθησε να υπονομεύσει την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας… (Αργότερα, βέβαια, εισηγήθηκε την εγγραφή στο Σύνταγμα της υποχρεωτικής παραμονής της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ.)

Στην αντιπολιτευτική του περίοδο, 1974-81, δημαγώγησε ασύστολα και υποσχέθηκε τα πάντα στους πάντες. Ίσως το πιο ρεαλιστικό από όλα ήταν η… δέσμευση –με «δεσμεύεις» πολιτευόταν πάντα, ποτέ με υποσχέσεις– για άμεση κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων στα πανεπιστήμια. («Καθηγητής διετέλεσα, κ. Ράλλη, γνωρίζω επιτέλους τι πρέπει να κάνω για να εισέρχονται όλοι άνευ εξετάσεων». Και εγώ, όμως, γνώριζα έναν υπερδεξιό στενό συγγενή του Κώστα Σημίτη, που έως τότε δεν του μιλούσε, θεωρώντας τον μετέπειτα πρωθυπουργό ακραίο αριστερό. Αυτός, λοιπόν, μου έλεγε πως το 1981 θα ψήφιζε ΠΑΣΟΚ, για χάρη του γιου του, εφόσον αυτός την επόμενη χρονιά θα έπρεπε να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις. Χωρίς προοπτικές επιτυχίας, όπως έδειξε και το μέλλον).

Ως κυβερνήτης, δε, εκτίναξε τον πληθωρισμό και κατέστρεψε την ανταγωνιστικότητα της χώρας με την Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή.

Αναζωπύρωσε, παράλληλα, τα πολιτικά πάθη, αποκαλώντας «Εφιάλτη» και «συνεργάτη των ναζί» τον κύριο πολιτικό του αντίπαλο.

Το 1984 και το 1985, για να κερδίσει με παροχές τις επικείμενες εκλογές, πήρε τριακονταετή δάνεια, υπολογίζοντας ασφαλώς πως η λήξη τους υπερέβαινε το προσδόκιμο της δικής του ζωής.

Διαμόρφωσε μια κοινωνική νοοτροπία, της αρπαχτής και του άκοπου πλουτισμού, που διέφθειρε ό,τι υγιές είχε ο τόπος.

Το 1987, ανατρέποντας την πολιτική της σταθεροποίησης, που ο ίδιος είχε εισαγάγει, διέταξε τον Τσοβόλα να τα δώσει όλα.

Το 1989 οδήγησε τον τόπο στην ακυβερνησία με την απλή αναλογική, την οποία θυμήθηκε μόνον όταν είδε την ήττα να επέρχεται. κ.ο.κ. ...

Παρά ταύτα, όμως, μυθοποιήθηκε! Ίσως γιατί η κοινωνία μας αρέσκεται στους μύθους (και ήδη ζούμε τη φάση του «εκτσιπρισμού» των μύθων ή της μυθοποίησης του τσιπρισμού).

Ήδη, βέβαια, ακούω την αντίκρουση: «Μα, τίποτε καλό δεν έκανε;». 

Το ΠΑΣΟΚ, περιλαμβάνοντας ό,τι καλύτερο και ό,τι χειρότερο είχε η μεταπολιτευτική Ελλάδα, έκανε πάμπολλα κακά και, ασφαλώς, αντίστοιχα καλά. Στο μέτρο, δε, που ο ίδιος ταυτίζεται με το πολιτικό δημιούργημά του, τα τελευταία είναι δίκαιο να του πιστώνονται. Αλλά ας μη μιλάμε για το γενικό ισολογισμό και τον απολογισμό της δράσης του. Τα περισσότερα θετικά, άλλωστε, τα έκαναν τα υγιή στελέχη του κινήματος (Γεννηματάς, Αυγερινός, Πεπονής, Μαγκάκης κ.ο.κ.), ελάχιστα των οποίων ανήκαν στο στενό του κύκλο. Αυτός, αντίθετα, από γελωτοποιούς και απατεώνες κατά βάση πλαισιωνόταν. Τους τελευταίους, μάλιστα, τους είχε κάνει και αναπληρωτές πρωθυπουργούς).

Μα είναι σήμερα, 21 χρόνια μετά, η ώρα της απόδοσης ευθυνών;

Ας μου συγχωρεθεί που, μολονότι όχι ιστορικός, έχω το πάθος της –κατά το δυνατόν– ιστορικής ευθυδικίας.

Ωστόσο θα επαναλάβω και εγώ τη φράση: «Ο Ύψιστος, ανεξίκακος ως είναι εξ επαγγέλματος, ας τον αναπαύσει». 

Η χώρα όμως θα χρειαστεί πολύ περισσότερα, φοβάμαι, για να επουλώσει τις πληγές που τις άφησε και οι οποίες ακόμη και σήμερα –αν όχι κυρίως σήμερα– πυορροούν…        

Υ.Γ. Γνωρίζω πως στενοχωρώ πασόκους φίλους, «συναντιστασιακούς» απέναντι στην τσίπρεια λαίλαπα. Τους διαβεβαιώ, δε, πως μετά τον Ανδρέα ψήφισα και εγώ επανειλημμένα ΠΑΣΟΚ. Πιστεύω, εν τούτοις, πως η παρασιώπηση των πολιτικών εγκλημάτων του άνδρα συνιστά άρνηση εθνικής αυτογνωσίας. Και δεν προσυπογράφω κάτι τέτοιο.