Πολιτικη & Οικονομια

Συμβασιούχοι: αδικημένοι ή ευνοημένοι;

Οι καλοί πελάτες των πολιτικών έχουν προτεραιότητα

Σπύρος Βλέτσας
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το 1994 ψηφίστηκε από το ελληνικό κοινοβούλιο ένας νόμος που έμεινε στην ιστορία με το όνομα του υπουργού που τον εισηγήθηκε. Ήταν ο νόμος Πεπονή που προέβλεπε ότι οι διορισμοί στο δημόσιο θα γίνονται μέσα από μια ανεξάρτητη αρχή, το ΑΣΕΠ. Ο νόμος είχε σκοπό να δημιουργήσει ένα αξιοκρατικό σύστημα προσλήψεων και να σταματήσει τη συναλλαγή μεταξύ πολιτικών και πολιτών για τις θέσεις στο δημόσιο.

Ο νόμος Πεπονή ήταν ένα σημαντικό βήμα εκσυγχρονισμού, όμως άφηνε ορθάνοιχτη μια πόρτα για να παρακάμπτονται οι διαδικασίες του ΑΣΕΠ. Την ώρα που χιλιάδες υποψήφιοι με προσόντα διαγωνίζονταν για να κερδίσουν μια θέση εργασίας στο δημόσιο, κάποιοι άλλοι στριμώχνονταν στα πολιτικά γραφεία για να κερδίσουν μια θέση συμβασιούχου, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι αργά ή γρήγορα οι συμβασιούχοι θα μονιμοποιηθούν.

Υπάρχουν άνθρωποι που για λίγα μόρια απέτυχαν στους διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ και έμειναν έξω από το δημόσιο, υπάρχουν και άλλοι που δεν πήγαν καν να δώσουν εξετάσεις και κέρδισαν άνετα μια μόνιμη θέση δημοσίου υπαλλήλου. Οι συμβασιούχοι μέχρι να διοριστούν παρακαλούσαν να προσληφθούν με σύμβαση. Μόλις προσλαμβάνονταν άρχιζε ο αγώνας για να γίνουν μόνιμοι.

Στη συνταγματική αναθεώρηση του 2001 απαγορεύτηκε ρητά η μονιμοποίηση συμβασιούχων, ώστε να αποκλειστεί η παράκαμψη του ΑΣΕΠ. Θεωρητικά το Σύνταγμα έβαλε τέλος σε μια από τις πιο δυνατές λειτουργίες του πελατειακού συστήματος. Αλλά και πάλι δεν έκλεισαν όλα τα παραθυράκια. Σε πολλούς διαγωνισμούς η προϋπηρεσία είχε υψηλή μοριοδότηση. Έτσι, οι καλοί πελάτες των πολιτικών είχαν και πάλι προτεραιότητα, αφού μόνο αυτοί είχαν την προϋπηρεσία ως συμβασιούχοι.

Όσοι από αξιοπρέπεια ή αδυναμία δεν είχαν πρόσβαση στο πελατειακό αλισβερίσι, ξεκινούσαν από χειρότερη θέση, ακόμη και στις προσλήψεις που γίνονταν με διαγωνισμούς. Αυτοί ήταν οι αδικημένοι του συστήματος. Και όμως, σαν αδικημένοι εμφανίζονται όσοι είχαν την εύνοια να προσληφθούν με αδιαφανείς διαδικασίες και να έχουν δουλειά για πολύ καιρό.

Όταν οι συμβασιούχοι παρακαλούσαν να διοριστούν, ήταν εκείνοι το αδύναμο μέρος απέναντι σε ισχυρούς πολιτικούς. Με το που διορίζονταν, εντάσσονταν σε ομάδες συμφερόντων και αποκτούσαν πολιτική δύναμη, την οποία χρησιμοποιούσαν για να πετύχουν τον τελικό τους σκοπό: να γίνουν μόνιμοι υπάλληλοι.

Οι συμβασιούχοι έπιασαν δουλειά στο δημόσιο γνωρίζοντας πολύ καλά ότι η σύμβασή τους προβλέπει εργασία για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Στην πραγματικότητα όμως γνώρισαν ότι όποιος μπαίνει στο δημόσιο, δύσκολα βγαίνει. Εμφάνιζαν τον αυτό τους σαν όμηρο και πετύχαιναν τη συμπαράσταση ψυχοπονιάρηδων πολιτικών και δημοσιογράφων, που ήταν πονετικοί μόνο για τους ευνοημένους τους συστήματος και όχι για τους πραγματικά αδικημένους που –παρά τα προσόντα τους– παρέμεναν άνεργοι ή ετοιμάζονταν να φύγουν στο εξωτερικό.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ απαιτούσε από δήμους να κρατήσουν για πάντα συμβασιούχους, που προσέλαβαν για λίγο, και ας μη μπορούν να τους πληρώσουν. Ζητούσε από δήμους τουριστικών περιοχών να κρατούν όλο τον χρόνο καθαριστές που χρειάζονται μόνο το καλοκαίρι. Και δεν δίσταζε να πιέζει για την παραβίαση του Συντάγματος.

Το παλιό πολιτικό σύστημα ευθύνεται για τη γιγάντωση του πελατειακού συστήματος. Η γιγάντωση αυτή σπατάλησε πόρους και είναι μια από τις κύριες αιτίες της χρεοκοπίας. Στην περίοδο της μεταπολίτευσης είχαμε όμως και απόπειρες θεσμικού εκσυγχρονισμού, οι οποίες έστω και αν ήταν ατελείς, ήταν βήματα προόδου για να γίνει η Ελλάδα μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χωρά. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, για μια ακόμη φορά, αναβιώνει και πολλαπλασιάζει τα κακά του παλιού πολιτικού συστήματος.