Πολιτικη & Οικονομια

Μεταξύ μας

Τα πιο σωστά πράγματα, όταν λέγονται από ψηλά, απλά δεν φτάνουν μέχρι τους «κάτω»

Αγγελική Σπανού
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πήγε πολύ καλά η συζήτηση στον ΙΑΝΟ ανάμεσα στον Στάθη Καλύβα και τον Γιώργο Παγουλάτο. Αφορμή ήταν τα βιβλία τους («Πού είμαστε-πού πάμε», «Το νησί που φεύγει») και αιτία η διαρκής αναζήτηση τρόπου άρσης του ελληνικού αδιεξόδου. Το κοινό ήταν έτοιμο να σκεφτεί μαζί τους και να συμφωνήσει σχεδόν σε όλα – για το πώς φτάσαμε ως εδώ, πώς μπορούμε να βγούμε από το τέλμα, ποιοι είναι οι κίνδυνοι στο ευρωπαϊκό και στο εθνικό επίπεδο. Οξυδερκείς αναλύσεις, δημιουργικές προτάσεις, συγκροτημένη επιχειρηματολογία, διεισδυτικότητα, ψυχραιμία, σοβαρότητα, υπευθυνότητα.

Πάρα πολύ ωραία αλλά τι νόημα έχει όλο αυτό; Άνθρωποι που συμφωνούν στα βασικά, που ακολουθούν τις αρχές του πολιτικού ορθολογισμού, του συνεπούς μεταρρυθμισμού και του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού, ανταλλάσσουν απόψεις μεταξύ τους και απολαμβάνουν την ευχάριστη οικειότητα που δημιουργεί ο κοινός τρόπος θέασης του κόσμου – του εαυτού και του άλλου.

Το μεγάλο θέμα είναι αν οι Παγουλάτοι και οι Καλύβες μπορούν να επικοινωνήσουν με τους απέναντι, με αυτούς που τους θεωρούν συστημικούς, ελιτιστές και ταυτισμένους με τους «πάνω» και τους λίγους. Αν έχουν τα μέσα να μεταδώσουν το μήνυμά τους και αν αυτό το μήνυμα μπορεί να γίνει κατανοητό και πειστικό στην άλλη όχθη. Γιατί αν αυτό δεν συμβεί, τότε δεν έχει και μεγάλη αξία όλο το υπόλοιπο. Καλλιεργημένοι άνθρωποι να αναπτύσσουν την επιχειρηματολογία τους απευθυνόμενοι σε ένα ακροατήριο με το οποίο ελάχιστα τους χωρίζουν – πνευματικά, ψυχικά, ίσως και οικονομικά. Γιατί υπάρχει και το ενδεχόμενο να κρύβονται στοιχεία ταξικότητας σε αυτού του είδους τους διαχωρισμούς. Δεν πήγαν φτωχοί και αποκλεισμένοι στον ΙΑΝΟ για να παρακολουθήσουν τη συζήτηση. Μπορεί να μην την ήξεραν, να έχουν άλλους μπελάδες και οπωσδήποτε δεν ενδιαφέρονται, αφού μάλλον θα αμφισβητούσαν (άδικα) ακόμη και τις προθέσεις των ακαδημαϊκών-συγγραφέων.

Το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό, κάθε άλλο. Στις ΗΠΑ το ακριβότερο επικοινωνιακό επιτελείο του κόσμου, αυτό της Χίλαρυ Κλίντον δεν κατάλαβε τι συνέβαινε στις μεσοδυτικές πολιτείες, ανέλυσε λάθος την πραγματικότητα των social media ελευθερώνοντας το δρόμο για την πολιτισμική οπισθοδρόμηση που συνιστά η νίκη Τραμπ. Νωρίτερα, το πανίσχυρο σύστημα των Δημοκρατικών και των συμφερόντων που τους υποστηρίζουν απέδειξαν την αδυναμία τους να αντιληφθούν ότι μια εκπρόσωπος του 1% θα έχανε τις εκλογές. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Κοιμηθήκαμε με Bremain και ξυπνήσαμε με Brexit, ενώ στην Γαλλία ο Μελανσόν αναδείχθηκε νικητής των debate αρθρώνοντας γοητευτικό ριζοσπαστικό λόγο, όχι λιγότερο αντιευρωπαϊκό από εκείνον της ακροδεξιάς Λεπέν.

Κοινωνική πλειοψηφία δεν διαμορφώνεται χωρίς έκκληση στο συλλογικό φαντασιακό. Ο ορθός λόγος, όσο σωστά πράγματα και αν υποστηρίζονται, δεν αρκεί αν δεν κινητοποιηθεί το θυμικό. Κανένας νέος δεν θα αποδεχτεί ότι αναπόφευκτα είναι άνεργος ή εργάζεται με αναξιοπρεπή μισθό αφού οι γονείς του δεν φρόντισαν για την υγεία του ασφαλιστικού συστήματος, ανέχθηκαν τον πελατειασμό, τη φοροδιαφυγή και την παρασιτική λειτουργία της οικονομίας. Εκτός από τους αριθμούς υπάρχει και το όνειρο.

Γίνεται όλο και πιο φανερό ότι οι κοινωνίες διχοτομούνται με έναν τρόπο όλο και πιο σκληρό. Εμείς και οι άλλοι, όχι μόνο επειδή αυτό επιτάσσει ο διχαστικός λόγος των λαϊκιστών αλλά και επειδή οι αντιλαϊκιστές χάνουν την επαφή με ο,τιδήποτε λαϊκό, τελικά με το κοινωνικό.

Τα πιο σωστά πράγματα, όταν λέγονται από ψηλά, από την άνεση μιας πολυτελούς καρέκλας απλά δεν φτάνουν μέχρι τους «κάτω». Ένα θέμα είναι αν αυτό ενδιαφέρει και ποιους. Θέλουν οι Παγουλάτοι και οι Καλύβες να μιλήσουν στους απέναντι, να επικοινωνήσουν με ανορθολογικούς, συνωμοσιολόγους, ευρωφοβικούς, ρατσιστές, εθνικιστές, θρησκόληπτους ή και δραχμικούς; Τους αφορά η επικοινωνία με τους κατά δήλωση ή επί της ουσίας αντισυστημικούς-εξωσυστημικούς; Ακόμη και αν πράγματι θέλουν τη βελτίωση της κατάστασης προς όφελος των πολλών (και σε αρκετές περιπτώσεις αυτό είναι που θέλουν), για να τους επηρεάσουν και να τους απομακρύνουν από δημαγωγούς και εκμεταλλευτές της συλλογικής απελπισίας θα πρέπει να τους πείσουν ότι ταξιδεύουν στο ίδιο βαγόνι μαζί τους, όχι στην πρώτη θέση, κάπου μακριά.

Το σημαντικό είναι το συναισθηματικό-ψυχικό πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να συμβεί μια τέτοια ανταλλαγή. Αν δεν σε πολυνοιάζει τι γίνεται εκεί κάτω, αποκλείεται να μπορέσεις να ακουστείς. Αν δεν πονάς για την κοινωνική αδικία και τις οικονομικές ανισότητες, δεν γίνεται να πείσεις ότι έχεις τη «λύση» ακόμη και αν η θεωρία σου είναι συγκροτημένη. Αν δεν ανήκεις –ψυχικά- στους θιγμένους από την αγριότητα του νεοφιλελευθερισμού, αν δεν εξοργίζεσαι με την αύξηση του πλούτου των πλουσίων και της φτώχειας των φτωχών, δεν θα περάσεις τη γέφυρα που συνδέει τους διαφορετικούς κόσμους που ορίζουν την πραγματικότητά μας. Κατά κάποιον τρόπο αυτή είναι διαφορά Αριστεράς-Δεξιάς, όσο αφελές και αν ακούγεται αυτό σε μια εποχή τεράτων.