Πολιτικη & Οικονομια

Ομαδικές απολύσεις, συλλογικές ψευδαισθήσεις

H δήθεν φιλεργατική ρητορεία εκείνων που με την πολιτική τους στέρησαν το μεροκάματο από χιλιάδες ανθρώπους

Σπύρος Βλέτσας
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Για χρόνια πιστέψαμε το παραμύθι ότι η έξοδος από την κρίση θα έρθει με την κατανάλωση. Ότι το κράτος θα μοιράζει λεφτά –που δεν έχει–, θα κινείται η αγορά και θα αναπτυχθεί η οικονομία. Όπως ακριβώς φτάσαμε στη χρεοκοπία.

Ενώ η κουβέντα γινόταν για το πώς θα καταναλώνουμε περισσότερα, σχεδόν κανέναν δεν απασχολούσε το πώς θα παράγουμε περισσότερα, ώστε να έχουμε χρήματα να καταναλώνουμε χωρίς τα δανεικά. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2015, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει το υψηλότερο μερίδιο ιδιωτικής κατανάλωσης και το χαμηλότερο επένδυσης ανάμεσα στα κράτη μέλη της ΕΕ των 28. Η ιδιωτική κατανάλωση φτάνει στο 70% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, έναντι 56% στην ΕΕ, ενώ οι επενδύσεις στο 11,5% έναντι 19,5%.

Ένας άλλος μύθος έλεγε ότι δεν μας ενδιαφέρουν οι αριθμοί αλλά οι άνθρωποι, όμως αυτοί οι αριθμοί έχουν πολύ μεγάλη σχέση με τη ζωή των ανθρώπων. Εξηγούν την τεράστια ανεργία, τη μείωση των εισοδημάτων και τη φυγή από τη χώρα παραγωγικών Ελλήνων, επιστημόνων και μη.

Στην κατάσταση που βρισκόμαστε η πρώτη προτεραιότητα θα έπρεπε να είναι η προσέλκυση επενδύσεων. Η δημόσια συζήτηση θα έπρεπε να ξεκινάει από τις αιτίες που κάνουν την Ελλάδα ουραγό στις επενδύσεις. Κάθε άλλη συζήτηση, όπως αυτή για τις συντάξεις, θα έπρεπε να ακολουθεί. Αν δεν υπάρχει επαρκής ποσότητα επιχειρήσεων και εργαζομένων, που να πληρώνουν φόρους και εισφορές, η πληρωμή αξιοπρεπών συντάξεων θα είναι αδύνατη.

Στην Ελλάδα όμως την ατζέντα την βάζουν οι πρωινές εκπομπές της τηλεόρασης που απευθύνονται κυρίως σε συνταξιούχους και συντηρούν την αυταπάτη ότι τα εισοδήματα μπορούν να εξασφαλιστούν από το κράτος, ερήμην της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.

Η κυβέρνηση αντιστέκεται σε μεταρρυθμίσεις που θα μπορούσαν να φέρουν επενδύσεις γιατί αυτές δεν ταιριάζουν στην ιδεολογία της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι ομαδικές απολύσεις. Η απαγόρευσή τους δεν εμπόδισε την εκτίναξη της ανεργίας, ενώ μπορεί να οδηγήσει σε λουκέτο επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να διασωθούν απολύοντας μέρος  του προσωπικού και διατηρώντας το υπόλοιπο.

Το σημαντικότερο όμως είναι ότι η απαγόρευση των απολύσεων λειτουργεί αποτρεπτικά στην προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων και τη μείωση της ανεργίας. Όταν κάποιος ξέρει ότι αν πάει κάτι στραβά θα είναι αναγκασμένος να απασχολεί προσωπικό που δεν χρειάζεται και θα έχει ζημιές, θα ξανασκεφτεί το να ανοίξει επιχείρηση εδώ και να κάνει προσλήψεις. 

Το κράτος θα πρέπει να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για να ανοίξουν καινούργιες δουλειές και να κάνει στοχευμένη κοινωνική πολιτική, προστατεύοντας τους ανέργους. Χώρες όπως η Δανία, η Αυστρία και Ολλανδία με την πολιτική flexsecurity (ευελιξία + ασφάλεια) έδωσαν ταυτόχρονα την ευελιξία στις επιχειρήσεις και την προστασία στους εργαζόμενους.

Στη Δανία υπάρχει πλήρης ελευθερία στις απολύσεις και ο εργαζόμενος δεν παίρνει αποζημίωση όταν απολυθεί. Όμως παίρνει για τέσσερα έτη επίδομα ανεργίας. Το ύψος του επιδόματος ανεργίας εξαρτάται από το μισθό του εργαζόμενου. Στους χαμηλόμισθους αντιπροσωπεύει το 90% του μισθού, ενώ μειώνεται σταδιακά για τους υψηλόμισθους. Παράλληλα, ο άνεργος εξακολουθεί να απολαμβάνει κοινωνικές παροχές (ιατρική περίθαλψη κ.ά.) και παρακολουθεί προγράμματα επανεκπαίδευσης.

Έτσι oι οικονομίες παρέμειναν ανταγωνιστικές, η ανεργία μειώθηκε και το εργατικό εισόδημα προστατεύτηκε. Και ας μην ξεχνάμε ότι η ανταγωνιστική οικονομία αποτελεί προϋπόθεση για τη διατήρηση του κοινωνικού κράτους.

Εμείς εδώ δεν έχουμε ούτε ευελιξία, ούτε ασφάλεια. Το επίδομα ανεργίας καλύπτει μόνο έναν στους δέκα ανέργους. Το κράτος δεν έχει χρήματα για τους ανέργους, αφού ξοδεύει τους πόρους της κοινωνικής πολιτικής σε προνόμια –όπως οι πρόωρες συντάξεις– και αναθέτει με το ζόρι στους εργοδότες να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας, ακόμη και όταν έχουν ζημιές.

Τελικά οι θέσεις εργασίας δεν σώζονται, γιατί έστω και σταδιακά θα γίνουν οι απολύσεις. Αλλά χάνονται και οι προσλήψεις από νέες επιχειρήσεις, που θα άνοιγαν σε ένα ευνοϊκότερο περιβάλλον. Έτσι οι ρυθμίσεις διατηρούν τη μεγάλη ανεργία.

Βεβαίως δεν είναι μόνο οι ρυθμίσεις στην αγορά εργασίας που διώχνουν τις επενδύσεις. Είναι και πολλές άλλες αιτίες, που παρά την τόσο βαθιά κρίση δεν κατορθώσαμε να διορθώσουμε. Πάνω από όλα είναι η ανατροφοδοτούμενη πολιτική και οικονομική αβεβαιότητα. Δύσκολα κανείς επενδύει σε μια χώρα στην οποία δεν ξέρει τι θα του ξημερώσει αύριο.

Η διαρκής διαπραγμάτευση είναι μια πηγή ανασφάλειας. Ένας από τους λόγους που η παρούσα αξιολόγηση καθυστερεί είναι οι αντιρρήσεις της κυβέρνησης στη χαλάρωση των περιορισμών στις ομαδικές απολύσεις. Ακόμη και αν η κυβέρνηση επιμένει για να περιοριστούν μελλοντικές απολύσεις, με την εκκρεμότητα της αξιολόγησης έχουμε ήδη το αντίθετο αποτέλεσμα: χιλιάδες συντελεσμένες απολύσεις.

Αυτό που μένει είναι η συλλογική ψευδαίσθηση ότι η ευημερία μπορεί να ανακτηθεί χωρίς μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα κάνουν την οικονομία ανταγωνιστική και ελκυστική στις επενδύσεις. Και η δήθεν φιλεργατική ρητορεία εκείνων που με την πολιτική τους στέρησαν το μεροκάματο από χιλιάδες ανθρώπους.