Πολιτικη & Οικονομια

Μισθός κάτω των 800 ευρώ για το 51% των Ελλήνων στον ιδιωτικό τομέα

Τραγική η αγορά εργασίας σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του ΙΝΕ - ΓΣΕΕ

Newsroom
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι το υψηλότερο στην ΕΕ, η μακροχρόνια ανεργία ξεπερνά το 70% του συνόλου της ανεργίας, η ποιότητα των θέσεων εργασίας υποβαθμίζεται, το 50% και πλέον των εργαζόμενων αμείβεται με μισθό κάτω των 800 ευρώ μικτά, οι άτυπες και μη ηθελημένες μορφές μερικής απασχόλησης αυξάνονται, η αδήλωτη εργασία αφαιρεί πολύτιμους πόρους από το δημοσιονομικό και το ασφαλιστικό σύστημα. 

Αποκαρδιωτικά είναι τα συμπεράσματα της ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας - ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση του 2017. Η έκθεση είναι μια αξιολόγηση της τρέχουσας κατάστασης της οικονομίας και της αγοράς εργασίας, καθώς και του κοινωνικού κόστους που προ­καλεί η συνέχιση της πολιτικής της λιτότητας και της υπερφορολόγησης. Για το πλήρες κείμενο της περίληψης της Έκθεσης πατήστε  εδώ

Σύμφωνα με την έκθεση του ΙΝΕ – ΓΣΕΕ, η κατανομή των μηνιαίων αποδοχών των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα είναι η εξής: έως 799 ευρώ ποσοστό 51,6% (15,2% μέχρι 499 ευρώ, 23,6% μεταξύ 500-699 ευρώ και 12,8% μεταξύ 700-799 ευρώ), μεταξύ 800 και 999 ευρώ ποσοστό 17,3% και άνω των 1.000 ευρώ ποσοστό 17,8% (11,1% μεταξύ 1.000-1.299 ευρώ και 6,7% άνω των 1.300 ευρώ).

 

Στον ευρύτερο δημόσιο τομέα: κάτω των 800 ευρώ ποσοστό 11% (3,1% έως 499 ευρώ, 3,5% μεταξύ 500-699 ευρώ και 4,4% μεταξύ 700-799 ευρώ), μεταξύ 800-999 ευρώ ποσοστό 23,6% και άνω των 1.000 ευρώ ποσοστό 54,4% (38,5% μεταξύ 1.000-1.299 ευρώ και 15,7% άνω των 1.300 ευρώ).

 

Το 2016, οι εθνικές ή τοπικές κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ) εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά λίγες σε αριθμό, ενώ για έβδομη χρονιά οι ΣΣΕ σε επίπεδο επιχείρησης υπερτερούν συντριπτικά. Με βάση τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας, το 2016 υπογράφτηκαν μόνο 10 κλαδικές/ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις.

 

Η θέση των ελληνικών νοικοκυριών, ειδικά των φτωχότερων, επιβαρύνεται δυσανάλογα από την άμεση φορολόγηση, καθώς η αναλογία φόρου εισοδήματος και πλούτου ως προς το ακαθάριστο εισόδημα του 20% των πιο φτωχών νοικοκυριών ήταν υψηλότερη σε σχέση με το 20% των πλουσιοτέρων.

«Η περίοδος 2010-2015 συνοδεύτηκε από ιδιαίτερα αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις, όπως εκφράζονται από τους σχετικούς δείκτες φτώχειας και ανισότητας. Ο δείκτης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού αυξήθηκε από 27,7% το 2010 σε 35,7% το 2015. Όπως ήταν αναμενόμενο, το μεγαλύτερο ποσοστό εντο- πίζεται στους ανέργους, το οποίο αυξήθηκε την περίοδο 2010-2015 κατά 14,3%. Το ποσοστό φτώχειας στους μισθωτούς εργαζομένους αυξήθηκε σημαντικά μετά το 2011, και το 2015 βρίσκεται κοντά στο 18%. Όσον αφορά τις υπόλοιπες πληθυσμιακές ομάδες, εμφανίζουν αύξηση στο ποσοστό φτώχειας μέσα στην κρίση με εξαίρεση τους συνταξιούχους, οι οποίοι παρουσιάζουν μείωση της τάξης των 2,2 ποσοστιαίων μονάδων μεταξύ 2010-2015. Το γεγονός ότι οι συνταξιούχοι αποτελούν μια από τις πολυπληθέστερες κοινωνικές ομάδες συνέβαλε σημαντικά στη συγκράτηση του συνολικού ποσοστού φτώχειας», αναφέρει η έκθεση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ.