Πολιτικη & Οικονομια

Η πολιτική της μετα-αλήθειας (μέρος 2ο)

H προπαγάνδα είναι παλιά όσο ο ανθρώπινος πολιτισμός

Σώτη Τριανταφύλλου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Έχεις άδικο. Είναι κάλπικη. Αλλά, έχεις κάποιο δίκιο. Δεν είναι κάλπικη επειδή είναι πραγματικά κάλπικη. Τις πιστεύει όλες τις αηδίες που πιστεύει. Δεν μπορείς να της αλλάξεις ιδέες. - Truman Capote, «Πρόγευμα στο Τίφφανυ»

Λέμε περισσότερα και μεγαλύτερα ψέματα από κάθε άλλη εποχή στην Ιστορία; Ίσως. Το παράδοξο είναι ότι στην εποχή μας μπορούμε να επαληθεύσουμε ευκολότερα τις πληροφορίες – αν θέλουμε. Αλλά, δεν πολυθέλουμε: τα πραγματικά γεγονότα έχουν μικρότερη σημασία από τις γνώμες και τα συναισθήματα. Μεγαλύτερη σημασία έχουν εκείνα τα δεδομένα που μας συμφέρουν ή που ενισχύουν την ήδη διαμορφωμένη μας γνώμη. Η μετα-αλήθεια αποτελεί φαινόμενο της, ας πούμε, «μετα-δημοκρατίας» όπου ο δημόσιος διάλογος αντιγράφει το μοντέλο της διαφήμισης, όπου νομιμοποιούνται τα ψέματα, οι υπερβολές, τα συνθήματα, η καταφυγή στο συναίσθημα.

O όρος μετα-αλήθεια είναι σχετικά καινούργιος, αλλά η ουσία δεν είναι: η προπαγάνδα είναι παλιά όσο ο ανθρώπινος πολιτισμός· σ’ αυτήν προστίθεται η «αλήθεια» των tabloids, η παραπληροφόρηση, τα ψεύτικα, πειραγμένα στατιστικά στοιχεία, η φημολογία, οι λεγόμενοι urban legends, η συνωμοσιολογία, το κουτσομπολιό, τα factoids των βιογράφων, η ενασχόληση με τα trivia της καθημερινότητας και της ζωής των διασήμων.

Τις τελευταίες δεκαετίες, εξαιτίας της τεχνολογίας και της φιλελευθεροποίησης της δημοκρατίας, υπάρχουν ψέματα που είναι είτε υπερβολικά αλλόκοτα για να τα κατατάξουμε στις αλήθειες, είτε υπερβολικά καλοήθη για να τα αναγνωρίσουμε ως ψέματα. Είμαστε «φειδωλοί με την αλήθεια»· την εξωραΐζουμε, τη βελτιώνουμε: για παράδειγμα, οι πολιτικοί, οι δημοσιογράφοι και οι υπεύθυνοι δημοσίων σχέσεων που επιδίδονται σ’ αυτή τη διαδικασία δεν χαρακτηρίζονται απατεώνες, αλλά “spin doctors”: ο όρος χρονολογείται από το 1984. Κι αντί να πούμε σε κάποιον «είσαι ψεύτης», λέμε «πλανάσθε», «σας λείπει η ευθυκρισία», «αρνείστε να δείτε την πραγματικότητα». Και προσθέτουμε: «Σέβομαι την άποψή σας». Η πολιτική ορθότητα και οι ευφημισμοί που έχει γεννήσει δεν μας αναγκάζουν μόνο να παρερμηνεύουμε την πραγματικότητα αλλά και να επιδεικνύουμε επιείκεια έναντι του ψεύτη. Έχει αλλάξει ακόμα και η ψυχική διάθεση στην εκφορά μιας δυσάρεστης αλήθειας: η φωνή που μου ανακοινώνει ότι ο τηλεφωνικός αριθμός που παίρνω είναι λανθασμένος ακούγεται ενθουσιωδώς σέξι.

H εποχή της μετα-αλήθειας είναι επίσης η εποχή της φλυαρίας: μιλάμε πολύ· οι εταιρείες τηλεπικοινωνιών μάς ενθαρρύνουν στο να μιλάμε όλο και περισσότερο ― υπάρχουν «πακέτα», προσφορές...  Παραλλήλως, η εξαπάτηση γίνεται πρόκληση, παιχνίδι, συνήθεια. Οι άνθρωποι πασχίζουν να αναβαθμίσουν και να εμπλουτίσουν την προσωπική τους ιστορία –για παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια, έχει αναπτυχθεί η τέχνη του βιογραφικού σημειώματος που μοιάζει με περιγραφή παράλληλης second life– οι πολιτικοί επινοούν ηρωικούς προγόνους και τίτλους σπουδών που δεν απέκτησαν ποτέ. Ο καθένας δημιουργεί το προσωπικό ή κοινωνικό του αφήγημα με τρόπο που συγκρούεται κατάφωρα με την πραγματικότητα, την ορατή σε όλους ή σε σχεδόν όλους. (Ένα παράδειγμα είναι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, γιορτάζει το τέλος της κρίσης κόντρα στα καθημερινά γεγονότα και στην εμπειρία των πολλών. Spinning: αν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί μαζί μας, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα… κτλ. Ένα άλλο παράδειγμα είναι τo Brexit που μπορεί να αποδοθεί, εν πολλοίς, στη χειραγώγηση που προκάλεσαν οι διαβεβαιώσεις περί εξοικονόμησης μεγάλων ποσών από τη μη συμμετοχή στην ΕΕ.)

Τι δεν είναι η μετα-αλήθεια: δεν είναι, παρότι φαίνεται, μια εκδοχή του υποκειμενικού ιδεαλισμού ο οποίος αρνείται ότι υπάρχουν πραγματικά δηλαδή ότι δεν έχουν υπόσταση έξω από την ανθρώπινη συνείδηση. Σύμφωνα με τον Μπέρκλεϋ και γενικότερα τους φιλοσόφους του υποκειμενικού ιδεαλισμού, δεν υπάρχει, ας πούμε, «αντικειμενική πραγματικότητα». Αναφέρω τον υποκειμενικό ιδεαλισμό διότι καταλήγει στον σολιψισμό και σ’ αυτό το σημείο συναντιέται με τη μετα-αλήθεια: ο Ντόναλντ Τραμπ είναι σολιψιστής ή καρικατούρα σολιψιστή. Για τον σολιψιστή, όπως και για τον άνθρωπο που εκστομίζει συστηματικά μετα-αλήθειες, το υποκειμενικό «Εγώ» μαζί με το συνειδησιακό του περιεχόμενο γίνεται το μοναδικό ον, ενώ όλα τα άλλα Εγώ είναι απλώς ιδέες του δικού του Εγώ. Όλα αμφισβητούνται και, στο περιβάλλον της μετα-αλήθειας, σημασία έχει μόνο ό,τι συμφέρει το κάθε άτομο ή ομάδα. Συχνά, αυτό εκφράζεται με την κοινοτοπία περί πραγματικότητας που δεν συμφωνεί, άρα...κτλ ή επιστρέφει, κυκλικά, στον δογματισμό των κομμουνιστικών κομμάτων: αλήθεια είναι ό,τι συμφέρει το Κόμμα.

Καθώς αυξάνεται ο όγκος των καθημερινών επαφών ―λόγω της ευκολίας των επικοινωνιών και της δικτύωσης― λέμε λοιπόν όλο και περισσότερα ψέματα: «Χαίρομαι που σε βλέπω», «Θα σου τηλεφωνήσω!» Τα μικρά ψέματα συσσωρεύονται δημιουργώντας ένα λουτρό λέξεων μέσα στο οποίο δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε κανέναν: πιθανώς ποτέ άλλοτε οι άνθρωποι δεν ήταν τόσο καχύποπτοι και δεν χρησιμοποιούσαν στις φιλικές, συγγενικές και ερωτικές σχέσεις μεθόδους ιδιωτικού ντετέκτιβ (παρακολουθώντας κινητά, κλέβοντας κωδικούς, συμμετέχοντας σε κοινωνικά δίκτυα όπου κάνουν monitoring λεπτό προς λεπτό κτλ). Η πολιτική της αλήθειας της δεκαετίας του 1960-1970 έχει καταρρεύσει: προφανώς δεν την αξίζαμε.

Όλοι λέμε ψέματα και δεν περιμένουμε από κανέναν να είναι «ειλικρινής». Η αλήθεια είναι ανεπιθύμητη. Συχνά, στις ανεπτυγμένες χώρες, οι ψυχίατροι «θεραπεύουν» τους ασθενείς με ψέματα: για να τονώσουν την αυτοεκτίμησή τους τους απαλλάσσουν από τις ενοχές τους· τους πείθουν ότι είναι καταπληκτικοί. Παρόμοια τακτική εφαρμόζουν οι λαϊκιστές πολιτικοί: λένε στους λαούς «είσαι καταπληκτικός· για τα προβλήματά σου φταίνε οι άλλοι». Καλλιεργούν ναρκισσισμό μέσα από ένδοξα εθνικά μυθιστορήματα και μεροληπτικές ερμηνείες  της πραγματικότητας, μεταδίδοντας στις μάζες τη δική τους ναρκισσιστική διαταραχή. Τι προκύπτει: ο σολιψισμός, ο ηθικός σχετικισμός (καλό είναι ό,τι με συμφέρει), η παρακμή της κοινότητας (το στοίχημα είναι πώς θα εξαπατήσουμε τους άλλους), ένα παραλήρημα «αυτοέκφρασης» ― στο Ίντερνετ, στα ριάλιτι σόου και σε εκπομπές όπου οι άνθρωποι εκθέτουν αναίσχυντα τα προβλήματά τους σε αγνώστους ή ξεκαρδίζονται στα γέλια χωρίς λόγο.

Η ελευθερία της γνώμης έχει εξελιχθεί στην ελευθερία του να λέμε και να κάνουμε ό,τι θέλουμε ανεξαρτήτως των συνεπειών στους άλλους. Συνέπειες διοικητικές δεν υπάρχουν: στο περιβάλλον της μετα-αλήθειας, μπορεί κανείς να επικαλεστεί την ελευθερία της γνώμης για να δυσφημίσει ή να παρουσιάσει φαντασιώσεις ως πραγματικά γεγονότα. Οι πολιτικοί επικαλούνται την ανάγκη του ευγενούς ψεύδους: ο λαός είναι ένα παιδί που πρέπει να το καθησυχάζουν και να το νανουρίζουν. Ξεφουρνίζουν ψεύτικους αριθμούς: π.χ. ακούμε ότι το 70% των ελεύθερων επαγγελματιών πληρώνουν λιγότερες εισφορές από όσο πριν τους ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ― κι ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες που πληρώνουν περισσότερες χαίρονται γιµ αυτό. Ποιος θα το αμφισβητήσει; Με ποια στοιχεία; Οι στατιστικές μπορούν να χρησιμοποιηθούν και να στρεβλωθούν ποικιλοτρόπως· οι άνθρωποι έχουν αρχίσει να λένε ψέματα και στις δημοσκοπήσεις.

Στην πολιτική της μετα-αλήθειας περιλαμβάνεται απόκρυψη, αλλοίωση και υποβιβασμός γεγονότων ―μια στάση που μοιράζονται η δεξιά και η αριστερά― και που μπορούμε να αποδώσουμε, εν μέρει, σε σαράντα χρόνια τηλεόρασης. Η τηλεόραση ―όχι από την αρχή της, γι’ αυτό σημειώνω σαράντα χρόνια― δημιούργησε μια λαϊκή αισθητική και ηθική όπου η αλήθεια δεν έχει σημασία: σημασία έχει η παρουσίασή της (το περιτύλιγμα) και 2) ο αντίκτυπός της στο μεγαλύτερο δυνατό κοινό. Η πραγματικότητα πρέπει να συμβαδίζει με τα γούστα και τις επιθυμίες των μαζών. Το αποτέλεσμα αυτής της προσαρμογής της «αλήθειας» είναι ο κομφορμισμός, η ενιαία σκέψη. Μολονότι, από τη μία πλευρά «έτσι είναι αν έτσι νομίζετε», αν νομίζετε διαφορετικά από ό,τι υπαγορεύει η ενιαία σκέψη, αλίμονό σας. Δεν γλιτώνουμε από το Μάτι του Θεού ― ο Θεός είναι που αλλάζει: πολιτικοί, συμβατικά και ηλεκτρονικά ΜΜΕ, opinion makers προσπαθούν να μας πείσουν ότι υπάρχει μία προοπτική, μία γνώση, η δική τους· μετα-αληθινή, όχι αληθινή. Σκοτώνουμε τον αγγελιοφόρο όταν οι ειδήσεις που μας φέρνει δεν ταιριάζουν με τις αντιλήψεις ή με τα συμφέροντά μας.

Εξάλλου, γινόμαστε όλοι ειδικοί: αίφνης, ανάλογα με το ιδεολογικό μας υπόστρωμα και τις πηγές μας, τοποθετούμαστε, αναίσχυντα, σε ένα ευρύ φάσμα θεμάτων. Τι ξέρουμε για την κλιματική αλλαγή; Tι ξέρουμε για την ίδια την οικονομία ή για το πώς πρέπει να διαμορφωθεί το κράτος προνοίας; Οι περισσότεροι δεν ξέρουμε τίποτα, εκφέρουμε όμως γνώμη και μάλιστα φανατική· γνώμη που στηρίζεται σε γνώμες άλλων και σε ψήγματα πληροφόρησης. Το πρόβλημα για τη δημοκρατία είναι ότι τα ψήγματα πληροφόρησης, αυτό που παλιότερα ονομάζαμε ημιμάθεια, μαζί με το λεξιλόγιο της πολιτικής ορθότητας, τη δημιουργική ασάφεια και το καθημερινό bullshit δεν αναδεικνύουν πολιτικούς σε θέσεις εξουσίας αλλά καλλιτέχνες του bullshit.

*Aκούστηκε στην εκδήλωση για τον εορτασμό των τριών ετών του Ποταμιού το Σάββατο 11/3.