Πολιτικη & Οικονομια

Πότε θα δούμε τα μαλλιά να ξεμυτίζουν από τις εξαθλιωμένες μαντίλες;

Το φύλο, η υποταγή, η ελευθερία και η αυτοδιάθεση

Άννα Δαμιανίδη
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η γυναίκα πρέπει να έχει τα μαλλιά μαζεμένα, έλεγε στη Φράνση η Ιρλανδέζα γιαγιά της. Η Φράνση ήταν το «δέντρο που μεγάλωνε στο Μπρούκλιν», γεννημένη στην αρχή του εικοστού αιώνα, άρα η γιαγιά της θα είχε γεννηθεί εξήντα-εβδομήντα χρόνια πριν. Εγώ ήμουν παιδί όταν με εντυπωσίασε η φράση και τη διάβαζα την εποχή που θα ήταν πια η ίδια η Φράνση γιαγιά.

Η γυναίκα, διευκρίνιζε η Ιρλανδέζα του 19ου αιώνα, πρέπει να έχει τα μαλλιά δεμένα στο κεφάλι μέχρι να παντρευτεί και την πρώτη νύχτα του γάμου να τα λύσει για να τα απολαύσει ο άντρας της. Μόνο αυτός πρέπει να μπορεί να τα χαϊδεύει και να τα θαυμάζει, η γυναίκα οφείλει να συνεχίσει σε όλη τη ζωή της να τα μαζεύει για να τα κρατά μακριά από τους υπόλοιπους.

Δεν μπορούσα παρά να σκεφτώ τα μαλλιά της μητέρας μου, μακριά και ξανθά, που τα μάζευε κάθε μέρα πριν πάει στο γραφείο της και τα ελευθέρωνε κάθε βράδυ πριν πέσει για ύπνο. Με την εξήγηση αυτή λυνόταν και το μυστήριο των μαλλιών της δικής μου γιαγιάς, που ήταν γκρίζα και υπερβολικά μακριά, και την έβλεπα όποτε πήγαινα να μείνω σπίτι της να τα πλέκει σε κάτι μακριές κοτσίδες, γκρίζες και λεπτές γιατί πια είχαν αραιώσει, και να τα τυλίγει σε μικρό κότσο πίσω στο κεφάλι περνώντας από στάδια παράξενων μεταμορφώσεων.

Λίγα χρόνια μετά, η μητέρα της ηρωίδας του μυθιστορήματος «Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν» έκοψε τα μαλλιά της κοντά και σγουρά, όπως και η δική μου μητέρα, πράγμα που μου δημιούργησε κάτι σαν ψυχικό τραύμα. Εκτός από τους συζύγους-κατόχους της γυναικείας κόμης, υπάρχουν και τα μικρά παιδιά που μετέχουν στο καθημερινό αυτό οικιακό μυστήριο και την τελετή του, με στόχο να το αναπαράγουν, προφανώς.

Στη δική μου γενιά ελάχιστα κορίτσια είχαν ακόμα κοτσίδες, αρκούσε να στρώνεις τα μαλλιά με κορδέλα για να θεωρείσαι σεμνή, διότι περί αυτού επρόκειτο τελικά − ή μάλλον αρχικά. Τα μαλλιά κάτι συμβολίζουν, κάτι που θα το ξέρουν καλύτερα οι μουσουλμάνες που ζουν στα καθεστώτα της υποχρεωτικής μαντίλας. Η οποία, ως διάδοχος του πέπλου, αρχαίου και βυζαντινού, αυτά θυμίζει, το φύλο, την υποταγή κι αντίστοιχα την ελευθερία και την αυτοδιάθεση, η οποία αντίστοιχα απαιτεί το σεβασμό του αρσενικού, την κοινωνία που δέχεται τα δικαιώματα αυτοδιάθεσης για όλα τα μέλη της.

Με το που κάναμε τα πρώτα βήματα ως ενήλικες, πετάξαμε τις κορδέλες, έλυσαν τις κοτσίδες όσες ακόμα είχαν τότε. Υπήρξαν ακόμα μερικές δυσκολίες: να ξεπεράσουμε το στερεότυπο των ίσιων μαλλιών που ήταν στη μόδα, ίσως επειδή ως πρώτα απελευθερωμένα μαλλιά ένιωθαν το βάρος της ευθύνης. Οι σγουρομάλλες τα σιδερώναμε με το σίδερο των ρούχων κι ακόμα θυμάμαι το θάμβος που ένιωσα ως δεκατετράχρονη σε ένα πάρτι βλέποντας μια μελαχρινή με μακριά σγουρά μαλλιά ελεύθερα να καίει καρδιές, έκτοτε έκανα κι εγώ το μεγάλο βήμα να αφήσω τα δικά μου στην ησυχία τους.

Εκείνο που δεν περιμέναμε, ανύποπτες κι ανύποπτοι στην ευφορία της δυτικής μας κουλτούρας, ήταν η αντεπίθεση των καλυμμένων από τον μουσουλμανικό κόσμο που ξανοίχτηκε στον δικό μας, χώρια το καθεστωτικό πισωγύρισμα σε τόσες χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Από τη μια να βλέπεις κορίτσια μεγαλωμένα στη Γαλλία να φοράνε μαντίλα επειδή ανακάλυπταν τη μουσουλμανική τους ταυτότητα, από την άλλη να γίνεται η μαντίλα ακρογωνιαίος λίθος της σαρίας που επιβλήθηκε στο Ιράν. Και αντικείμενο σφοδρών συγκρούσεων στη Γαλλία με το τόσο μελετημένο «κοσμικό» της καθεστώς, και όχι μόνο.

Καθώς περνούν τα χρόνια, οι μαντίλες στο Ιράν κάπως τραβιούνται προς τα πίσω καθώς οι γυναίκες σπουδάζουν, δουλεύουν, κυκλοφορούν όλο και περισσότερο ελεύθερες, ενώ οι φανατικές, που θέλουν να προκαλέσουν τις δυτικές αξίες, τις κατεβάζουν μέχρι τα μάτια ή κρύβουν και το υπόλοιπο πρόσωπο. Κι ενώ στο βάθος υπάρχει πάντα η ίδια παλιά αντίληψη που ανέπτυσσε η γιαγιά της Φράνση, ότι τα μαλλιά της γυναίκας είναι προκλητικό κι αισθησιακό κομμάτι του σώματος που πρέπει να απολαμβάνει μόνο ο σύζυγός της κι οφείλει να είναι σεμνή για να μην προκαλεί την επιθετικότητα των αντρών −συμπληρώνουν οι μουσουλμάνοι−, το παιχνίδι έχει γίνει πλέον πολιτικό για διάφορους παίκτες. Κι η σεμνή μαντίλα έχει γίνει προκλητική για εμάς που απελευθερώσαμε τα μαλλιά μας τον προηγούμενο αιώνα. Πώς να θυμηθούμε τις ιστορικές καταβολές και να δείξουμε κατανόηση όταν πράγματι η κόμη υπήρξε όπλο της ατομικής απελευθέρωσης και ταυτόχρονα το ίδιο της το υποκείμενο;

Στο μεταξύ, η μόδα έχει περάσει και κάτω από τη μαντίλα. Στην Τουρκία που τη χρησιμοποιούν σαν κάρτα διαφορετικής ταυτότητας, δεν αντέχουν το σχήμα του κεφαλιού που δημιουργεί πατικώνοντας τα μαλλιά και τη φουσκώνουν με ένα εξάρτημα από μέσα. Στημένες και κουκουλωμένες σα φρεγάδες, ανεβοκατεβαίνουν περήφανες τα σκαλιά των Πανεπιστημίων, όπου μέχρι πρότινος απαγορευόταν η είσοδος με μαντίλα, αντιστρέφοντας το νόμισμα της ελευθερίας. Οι άντρες να είχαν άραγε ξεπεράσει το στάδιο του ερεθισμού στη θέα των μαλλιών που θα δικαιολογούσε την επιθετικότητά τους; Διότι υπάρχουν πάντα κι αυτοί − δεν πρέπει να τους ξεχνάμε.

Τέλος, οι μετανάστριες και οι πρόσφυγες που φτάνουν εδώ χωρίς τίποτε άλλο παρά μόνο με τη μαντίλα τους και την κρατούν σφιχτά, να μη χαθούν στο δρόμο, σαν τελευταίο κουρέλι αξιοπρέπειας σε έναν κόσμο που δεν τις καταλαβαίνει, αναρωτιέται κανείς, θα νιώσουν την επιθυμία να αφεθούν στο αεράκι το τραγουδισμένο, που παίρνει τα μαλλιά και τ' ανακατώνει, πριν γεράσουν τόσο που θα σκέφτονται πως είναι καλύτερα να μην τα δείχνουν πουθενά; Ναι, ξέρω, το τελευταίο που τις απασχολεί είναι αυτό. Ωστόσο, μέσα σε κάποιου είδους γενική ικανοποίηση που δικαιούμαστε να νιώθουμε για την ανοχή και την κατανόηση σε συνήθειες ξεπερασμένες εδώ κι έναν αιώνα, κι αφού συνειδητοποιούμε την ιστορική τους προέλευση, κι αφού ευχηθούμε και προσπαθήσουμε να αποκαταστήσουμε την ανθρώπινη κατάστασή τους, δικαιούμαστε να τρέφουμε την προσδοκία ότι κάποτε θα δούμε και τα μαλλιά να ξεμυτίζουν από τις εξαθλιωμένες μαντίλες;