Πολιτικη & Οικονομια

Ο Πάνος, ο Αλέξης και η κακία του κόσμου

Νίκος Ζαχαριάδης
ΤΕΥΧΟΣ 603
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Αλέξης κοίταξε για άλλη μια φορά τον καναπέ στο μεγάλο δωμάτιο του Μεγάρου... Δεν μπόρεσε να κρύψει ένα λυγμό που ανέβηκε στο λαιμό του... Σαν ένας σκληρός κόμπος παρελθόν που δεν μπορούσε να αποφύγει και τον έπνιγε σαν θηλειά... Χάιδεψε το βαθούλωμα στα μαξιλάρια, εκεί που καθόταν ο Πάνος... Είναι αυτές οι μικρές λεπτομέρειες που έρχονται ξαφνικά σαν ύπουλες μαχαιριές. Σου θυμίζουν την απουσία του άλλου ενώ είσαι απροετοίμαστος. Και την κάνουν αβάσταχτη.

Πάτησε για άλλη μια φορά το play. To CD του Γιάννη Πλούταρχου άρχισε να γυρνάει, κάπως απρόθυμα όπως του φάνηκε. Λες και το μηχάνημα ήθελε να τον προστατεύσει από την οδύνη των αναμνήσεων. «Τα ’χω με τον εαυτό μου, που εσένα έχασα, μα να ξέρεις, να θυμάσαι, ότι δεν σε ξέχασα...». Οι στίχοι από το «Καλύτερο Παιδί» πλημμύρισαν το δωμάτιο. Δεν ήταν τυχαίο τραγούδι. Ήταν αυτό που λένε «το τραγούδι που σφράγισε τη σχέση τους». Από την πρώτη γνωριμία τους, εκείνο το καλοκαιρινό απόγευμα στη Νίσυρο.

 

Ο Πάνος γελαστός μοίραζε πατάτες περνώντας με γατίσια ευελιξία ανάμεσα στα τραπέζια. Κάθε τραπέζι και ένα χωρατό. Και ο Πάνος να γελάει... Αχ, το γέλιο του... Το πηγαίο «χο-χο-χο» που θύμιζε καλόκαρδο «μπούλη», όπως τον έλεγε χαϊδευτικά... Ή μάλλον όχι «μπούλη». «Μπούλη ΤΟΥ». 

Τότε δεν ήξερε ότι αυτή την ευελιξία του «μπούλη του» θα την θαύμαζε πολλές φορές ακόμα στο μέλλον... Όταν θα έπρεπε να αλλάξουν πολιτικές θέσεις και να αντιμετωπίσουν τους κοινούς εχθρούς. Αυτούς που τους κατηγορούσαν και ήθελαν το κακό τους. Αυτούς που δεν έχουν γνωρίσει ποτέ την πραγματική πολιτική αγάπη. Και γι’ αυτό δεν καταλαβαίνουν...

Ο Αλέξης ήπιε ακόμα μια γουλιά ουίσκι και έγειρε πίσω κλείνοντας τα μάτια. Σφιχτά. Να μην επιτρέψει ούτε μια υποψία από την πραγματικότητα του έξω κόσμου να εισχωρήσει στην ψυχή του. Γιατί ναι... Ήθελε να σφαλίσει την ψυχή του. Να μην αφήσει τη γλύκα των αναμνήσεων να δραπετεύσουν και να λερωθούν από τις ριπές της πραγματικότητας που τον χτυπούσαν σαν το αγιάζι...

«Να το ξέρεις σου φωνάζω, πως σ’ αγάπησε πολύυυυ... Το Καλύτερο παιδίιιι» τραγουδούσε ο Πλούταρχος και ο πόνος γινόταν αβάσταχτος. Του θύμιζε τόσα πολλά αυτό το τραγούδι. Σαν να είχε σφραγίσει τις ευτυχισμένες τους στιγμές. Όπως σε εκείνο το ταξίδι με το ελικόπτερο, όταν πήγαιναν μαζί για να παρακολουθήσουν την άσκηση Παρμενίων. Ο Πάνος ήταν πολύ χαρούμενος εκείνη τη μέρα. Έλαμπε μέσα στη στολή παραλλαγής. Σαν ένας ορμητικός, διψασμένος έφηβος που ανακάλυπτε ξαφνικά τον κόσμο... 

«Μάντεψε τι σου έφερα...» του είχε πει εκείνο το πρωί. Και εμφάνισε γελώντας σαν παιδί τη δεύτερη στολή που είχε κρύψει πίσω από την πλάτη του. Έβγαλαν selfies... και νόμιζες ότι αυτή η στιγμή θα κρατούσε για πάντα. Όπως νομίζουν όλοι οι ερωτευμένοι. Αλίμονο όμως... Η μοίρα φαίνεται ότι τους κοιτούσε από ψηλά εκείνο το πρωί και έτριβε τα χέρια της.

Μπορεί να προερχόταν από διαφορετικές τάξεις. Από οικογένειες που τις χώριζε μια παραδοσιακή έχθρα... Εκείνος λαϊκοδεξιός. Αλλά ήξερε να καθαρίζει το ψάρι και να φτιάχνει σούσι σαν σαμουράι... Κατέβαινε αγέρωχος από το Hummer του και έτρεμε η γη. Φώναζε «στα τέσσερα... στα τέσσερα» και κανείς δεν ήθελε να τον διακόψει. Η τεστοστερόνη του «ψέκαζε» την ατμόσφαιρα και τους καθήλωνε όλους. 

Ο Αλέξης πίστευε ότι η αγάπη τους θα νικήσει τις ταξικές και πολιτικές τους διαφορές. Όπως γίνεται στις παλιές ελληνικές ταινίες που τόσο πολύ του αρέσουν. Και ένιωσε ακόμα πιο σίγουρος όταν τον γνώρισε στους δικούς του. Όταν αριστεροί και δεξιοί βρέθηκαν εκείνο το βράδυ της εκλογικής νίκης, εκείνο το βράδυ της γιορτής στο «Ποσειδώνιο». Αγκαλιασμένοι να ακούν τον Γιάννη να τραγουδάει μόνο γι αυτούς. Ο Νίκος, ναι ο Νίκος ο Παππάς. Ο κολλητός του της δρακογενιάς να πετάει γαρίφαλα. Απελευθερωμένος από τα ταμπού ανάμεσα σε αριστερά και δεξιά. Εκείνο το βράδυ ο Νίκος, ο δρακοαδερφός του, σα να έδωσε την ευλογία του. Τίποτα πια δεν θα τους χώριζε. 

Οι αναμνήσεις συνέχιζαν να τον σφυροκοπούν... Σχεδόν τις ένιωθε στην κορυφή του κεφαλιού του. Μόνο που αυτή τη φορά έμοιαζαν περισσότερο σαν χάδι. Ένα γνώριμο χάδι από αυτά που σου μαλακώνουν το «είναι»... Ναι. Ήταν ο Πάνος! 

«Πρέπει να μιλήσουμε...» του είπε σοβαρά...

«Πιστεύεις ότι έχει ακόμα νόημα;» ρώτησε ο Αλέξης σα να ζητούσε να ακούσει το «ναι» που λαχταρούσε...

«Ναι», πέταξε αποφασιστικά ο Πάνος. «Αλλά πρέπει να ξεχάσουμε αυτούς που μας βάζουν λόγια...»

Είχε δίκιο... Σιγά-σιγά οι συγγενείς τους είχαν αρχίσει να παρεμβαίνουν. Να προσπαθούν να τους χωρίσουν. Κακίες και μικροκαβγάδες στάλαζαν λίγο λίγο το δηλητήριο. Όταν είδαν πως η σχέση αυτή δεν είναι πια ένα περαστικό καπρίτσιο. Ότι κινδύνευαν οι περιουσίες της οικογένειας. Και η κοινωνική τους θέση... 

Ο Πάνος έτεινε το χέρι του. «Μόνο οι δυο μας, Αλέξη...». Αντέχεις; Αντέχεις να τους αφήσουμε όλους πίσω μας; Μπορείς; Οι δυο μας στα έδρανα της Βουλής. Σα να είμαστε μόνοι στον κόσμο. Εμείς και οι μετακλητοί μας να μας τραγουδούν Γιάννη Πλούταρχο... 

Και τότε ο Πάνος προχώρησε αποφασιστικά προς την πόρτα. «Φεύγω... Είναι η τελευταία φορά που περνάω αυτό το κατώφλι... Αν θέλεις, ακολούθησέ με. Δεν θα σε πιέσω. Αλλά αν με αφήσεις να φύγω δεν θα ξαναγυρίσω ποτέ πια...»

Ο Αλέξης δεν το σκέφτηκε στιγμή. «Έχω κάνει τόσα λάθη, μα πολύ σ’ αγάπησα, κι αν μακριά σου έχω φύγει, την καρδιά μου άφησα» τραγουδούσε ο Πλούταρχος στο CD player. Δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί άλλο. Τα πόδια του κινήθηκαν από μόνα τους. 

«Στάσου, Πάνο... Στάσου...» φώναξε και έτρεξε πίσω του...