Πολιτικη & Οικονομια

Η μπάλα στην εξέδρα

27009-103916.jpg
Θοδωρής Γεωργακόπουλος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αυτή είναι μια πολύ ωραία έκφραση: «Η μπάλα στην εξέδρα». Όταν μια ομάδα πετάει την μπάλα στην εξέδρα προσπαθεί να κάνει καθυστέρηση, να εμποδίσει την εξέλιξη του παιχνιδιού για να κερδίσει χρόνο, επειδή τη συμφέρει.

Τους τελευταίους μήνες, ή μάλλον τα τελευταία χρόνια, ίσως και τις τελευταίες δεκαετίες, οι σεπτές μορφές του ελληνικού πολιτικού σκηνικού δείχνουν μια τρομερή επιδεξιότητα σ’ αυτό το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό του σπορ. Γκολ μπορεί να μη βάζουν με τίποτα, από άμυνα δε σκαμπάζουν γρι, αλλά την μπάλα στην εξέδρα τη στέλνουν πανεύκολα και στην πρώτη ευκαιρία.

Ειναι ενδιαφέρον: Μοιάζουν όλοι να νομίζουν ότι η καθυστέρηση τους συμφέρει. Αυτό εξ’ ορισμού δεν μπορεί να ισχύει.

Κάποιος μπορεί να πει ότι από το 2010 κι ύστερα σ’ αυτήν εδώ τη χώρα υπάρχει ένα προβληματάκι το οποίο είναι κάπως μεγαλύτερο από όλα τα υπόλοιπα: Πτωχεύσαμε. Με το χρέος που είχαμε δεν τα βγάζαμε πέρα, οπότε πάπαλα, τέρμα τα δίφραγκα, έπρεπε να πάμε ζήτουλες στους impromptu σχηματισθέντες παγκόσμιους χρηματοπιστωτικούς Avengers (καθώς είμαστε κομματάκι μεγάλοι για να μας σώσει μόνο ένας φορέας) για να μην καταρρεύσουμε ολοκληρωτικά και έκτοτε πρέπει αφενός να τηρούμε τους όρους των Avengers κι αφετέρου (πράγμα που όμως δεν είναι άσχετο) να βρούμε κάποιο μαγικό τρόπο να φτιάξουμε το κράτος μας έτσι ώστε να μη χάνει δισεκατομμύρια σαν κάνουλα που στάζει και κάποτε στο μέλλον να μπορέσουμε να γίνουμε ξανά βιώσιμοι.

Αυτό το πρόβλημα είναι τεράστιο. Είναι μεγαλύτερο από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν συνήθως κανονικά κράτη. Οι άλλες χώρες έχουν να αντιμετωπίσουν απλά ελλείμματα, regular ανεργίες. Εμείς πρέπει να ξαναφτιάξουμε κοτζάμ κράτος απ' τα σμπαράλια. Όλα τα άλλα προβλήματα μπροστά σ' αυτό μοιάζουν μικρά. Τρία χρόνια τώρα αντιμετωπίζουμε αυτό το πρόβλημα, κυρίως αυτό το πρόβλημα. Δεν υπάρχει άλλο, μεγαλύτερο. Δεν υπάρχουν καν συγκρίσιμα.

Και τι κάνουμε; Συζητάμε μέρα νύχτα πώς θα το λύσουμε; Αναλύουμε τις αιτίες, αναζητούμε λύσεις; Όχι.

Στέλνουμε την μπάλα στην εξέδρα.

Άλλοι επιλέγουν μια λέξη και τη φορτώνουν με τις μαγικές ιδιότητες των παντός είδους ευθυνών («μνημόνια!»), άλλοι τα βάζουν με τους πολιτικούς εκπροσώπους που οι ίδιοι ψήφισαν (δύο φορές μόλις πέρυσι), άλλοι περιχαρακώνονται από τα κεκτημένα του συναφιού. Όλοι φωνάζουν, ο καθένας για τα δικά του θέματα. Μερικά από αυτά ακουμπάνε στα συμπτώματα. Κανένα δεν ασχολείται με την ασθένεια.

Η «Λίστα Λαγκάρντ», ας πούμε. Τρομερό σκάνδαλο. Αφορά σε ένα παλιό αρχείο τραπεζικών καταθέσεων Ελλήνων πολιτών στην Ελβετία που είχε δώσει η Κριστίν Λαγκάρντ στις ελληνικές αρχές πριν από χρόνια. Κανένας ποτέ δεν διερεύνησε αν οι καταθέτες αυτοί είναι όντως φοροφυγάδες και η λίστα έκανε τη βόλτα της σε γραφεία πολιτικών που την καταχώνιαζαν σε συρτάρια και αρμόδιους που δεν ξέρουν από πού ανοίγει το κομπιούτερ. Αυτό που μάθαμε από το «σκάνδαλο της λίστας» είναι ότι οι Έλληνες πολιτικοί δεν είχαν ποτέ καμία διάθεση να καταπολεμήσουν τη διαφθορά, πιθανότατα επειδή στην πλειοψηφία τους είναι βαθιά διεφθαρμένοι, οπότε κάτι τέτοιο θα πήγαινε ενάντια στο ένστικτο αυτοσυντήρησής τους. Επίσης μάθαμε ότι μεγαλοστελέχη της δικαιοσύνης είναι τεχνολογικά και άρα (στον 21ο αιώνα ζούμε) και λειτουργικά αναλφάβητα. Αλλά δεν μάθαμε καθόλου το πώς θα λυθεί το πρόβλημα της διαφθοράς ή ποιος φοροδιαφεύγει και πώς θα γίνεται καλύτερα η είσπραξη των φόρων, αν χρειάζεται. Από όλο αυτό το νταραβέρι δεν αντλήσαμε κανένα χρήσιμο στοιχείο που θα οδηγήσει το ελληνικό πρόβλημα σε λύση. Ούτε καν κάποιας μορφής κάθαρση δεν επήλθε, έστω, πες έτσι, για ψυχολογικούς λόγους. Μόνο πέρασε άσκοπα χρόνος, φτιάχνοντας ανούσιες εξεταστικές, με φωνές και κουβέντα καφενείου στη Βουλή και τα καφενεία. Η μπάλα πήγε στην εξέδρα.

Τι άλλο; Η μετανάστευση. Άλλο πρόβλημα αυτό που θυμηθήκαμε ότι μας μάρανε. Επειδή όλα μας φταίνε, βρήκαν οι ακροδεξιοί και οι ναζί αφορμή κι αποφάσισαν να επενδύσουν στην τσατίλα και το φόβο και έβαλαν στο τραπέζι το πρόβλημα «μετανάστευση», κλωτσώντας με τα ατσούμπαλα, πρησμένα από τα αναβολικά κανιά τους την μπάλα στην εξέδρα (και παρεισφρύοντας στο κοινοβούλιο ξαφνικά και ύπουλα, σα μούχλα). Βεβαίως, πρόκειται για ένα πρόβλημα που 1) Δε λύνεται και 2) Δεν έχει άμεση σχέση με την ελληνική πτώχευση και γι' αυτό είναι παράλογο να του αφιερώνουμε περισσότερο χρόνο, φωνές κι ενέργεια από ό,τι στην επιβίωσή μας ως χώρα. Τι άλλο; Α ναι, η ΕΛΣΤΑΤ! Αντί να συζητήσουμε τους λόγους πίσω από την πτώχευση, ας κάτσουμε να σκαρώσουμε συνωμοσίες ότι δήθεν δεν πτωχεύσαμε αλλά μας πολεμάνε Εφιάλτες, εμείς μια χαρά ήμασταν, τα χρέη που τουμπάνιασαν διαδοχικές κυβερνήσεις –που ψηφίσαμε– (με τελευταία και θεαματικότερη την του κάποτε καταλληλότερου, ακόμα στο απυρόβλητο Καραμανλή) δεν ήταν και τόσο πολλά, σιγά. Έτσι λένε αυτοί που τότε μέτραγαν τα ελλείματα και τα έβρισκαν μια χαρά, κανένα πρόβλημα, συνεπικουρεί και το Δελφινάριο της βουλής από πίσω, οι ψεκασμένοι καμένοι συνωμοσιολόγοι, και ποιος τους αδικεί, γι' αυτά ζουν. (Εντωμεταξύ, η πραγματικότητα)

Τις τελευταίες ημέρες μόνο μία φορά άκουσα κάτι ουσιαστικό για το θέμα του οικονομικού προβλήματος της χώρας, παραδόξως από τον ΣΥΡΙΖΑ, μια παραδοσιακή δύναμη συντήρησης, καθυστέρησης κι εξέδρας. Ο βουλευτής Κουράκης έθεσε το θέμα του χωρισμού εκκλησίας-κράτους, μια τίμια και συνεπή πρόταση, ώστε να σταματήσει ο φορολογούμενος να πληρώνει τους ιερωμένους του δόγματος. Φυσικά, μόλις αυτό το αλλόκοτο και πρωτοφανές πράγμα συνέβη (πολιτικός να ζητάει εξοικονόμηση χρημάτων από το κράτος; ντροπή!), ο δεξιός συρφετός, ο εξαρτημένος από την ψήφο της χριστιανοσύνης, έπεσε να τον φάει, κάνοντας αυτό που τόσο καλά ξέρει:

Καραβολίδα την μπάλα στην εξέδρα.

Εδώ και τρία χρόνια παίζουμε τις καθυστερήσεις και η μπάλα όλο στην εξέδρα πάει, και καμία από τις ομάδες δεν μοιάζει να έχει καταλάβει ότι το μέχρι τώρα αποτέλεσμα δεν συμφέρει κανένα.

Αυτό που γίνεται δεν είναι αγώνας. Είναι δυσφήμηση του αθλήματος.

ΠΡΟΣΦΑΤΑ

ΤΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΦΙΛΗ