Πολιτικη & Οικονομια

Βοήθημα χαμένων ευκαιριών και υψηλού κόστους

Πώς μεταφράζονται 617 εκ. ευρώ που θα δοθούν ως χριστουγεννιάτικο βοήθημα στους χαμηλοσυνταξιούχους;

Γιώργος Κύρτσος
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το χριστουγεννιάτικο βοήθημα στους χαμηλοσυνταξιούχους, το οποίο θα κοστίσει στον κρατικό προϋπολογισμό και στους φορολογούμενους πολίτες 617 εκατομμύρια ευρώ, μοιάζει εντυπωσιακό αλλά δεν είναι πρωτότυπο.

Τα Χριστούγεννα του 2009 η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου μοίρασε πάνω από ένα δισ. ευρώ σε φτωχούς συμπολίτες μας επειδή νόμιζε ότι υπήρχαν τα λεφτά, αλλά στη συνέχεια στράφηκε εναντίον τους με αλλεπάλληλες δέσμες μέτρων και το πρώτο πρόγραμμα-μνημόνιο.

Την άνοιξη του 2014 η κυβέρνηση Σαμαρά μοίρασε 500 εκ. ευρώ σε φτωχούς συμπολίτες και σε ένστολους από το πλεόνασμα του 2013 το οποίο μόλις είχε μετρηθεί. Η διαφορά είναι ότι η κυβέρνηση Τσίπρα διανέμει χρήματα από το πλεόνασμα προτού καν επισημοποιηθεί το ύψος του, στις αρχές του επόμενου χρόνου, από την ΕΛΣΤΑΤ και την Eurostat.

Και στις τρεις περιπτώσεις έγινε μια προσπάθεια από τους πολιτικούς ηγέτες να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι μπορούσαμε να αποφύγουμε τα δύσκολα μέτρα ή πως οι δυσκολίες έφταναν στο τέλος τους. Με το τρίτο πρόγραμμα-μνημόνιο να ισχύει επισήμως μέχρι τον Αύγουστο του 2018 και να αναπτύσσεται ήδη η συζήτηση για την παράτασή του μέσω της διατήρησης του πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα για μια περίοδο τεσσάρων ως δέκα ετών μετά το 2018, αντιλαμβανόμαστε ότι οι επιλεκτικές παροχές του 2009, του 2014 και του 2016 ήταν όλες εκτός τόπου και χρόνου.

Οι παροχές αυτού του είδους έχουν σχέση με τις πολιτικές ανάγκες αυτών που τις αποφασίζουν και δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι διευκολύνουν την αντιμετώπιση της κρίσης.

Χαμένες ευκαιρίες

Τα 617 εκ. ευρώ που θα δοθούν με τη μορφή χριστουγεννιάτικου βοηθήματος στους χαμηλοσυνταξιούχους θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν την προσπάθεια επανεκκίνησης της οικονομίας.

Για παράδειγμα, θα μπορούσαν να στηρίξουν τη δημιουργία δεκάδων χιλιάδων θέσεων απασχόλησης, σε start-ups, αγροτουρισμό και εξωστρεφείς υπηρεσίες, μειώνοντας κάπως την ανεργία των νέων και ενισχύοντας την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας.

Μια άλλη δημιουργική χρήση των 617 εκ. ευρώ θα ήταν η χρηματοδότηση της σταδιακής μείωσης του ΕΝΦΙΑ για να περιοριστεί η κρίση στην αγορά ακινήτων, να σταματήσει η υποχώρηση της οικοδομικής δραστηριότητας και να βοηθηθούν οι δεκάδες κλάδοι της οικονομίας που εξαρτώνται από την οικοδομή όπως η τσιμεντοβιομηχανία και η χαλυβουργία.

Αν υποθέσουμε ότι οι κυβερνήσεις είχαν τα λεφτά που μοίρασαν το 2009, το 2014 και το 2016 θα έπρεπε να τα χρησιμοποιήσουν για την επανεκκίνηση της οικονομίας και όχι για διευκολύνσεις και παροχές χωρίς προοπτική.

Ξέχασαν τους άνεργους

Αν δεχθούμε ότι οι κυβερνήσεις είναι κοινωνικά ευαίσθητες και αποφεύγουν την ενίσχυση της πραγματικής οικονομίας για να αντιμετωπίσουν επείγοντα κοινωνικά ζητήματα θα έπρεπε να είχαν δώσει μεγαλύτερη σημασία, ιδιαίτερα το 2014 και το 2016, στους μακροχρόνια άνεργους.

Υπάρχουν στη χώρα μας πάνω από 800.000 μακροχρόνια άνεργοι, δηλαδή έχουν χάσει την επαφή με την αγορά εργασίας για περισσότερους από δώδεκα μήνες και δεν παίρνουν κανένα επίδομα. Στηρίζονται αποκλειστικά στις δυνατότητες των οικογενειών τους για να επιβιώσουν και οι περισσότεροι από αυτούς είναι στα όρια της οικονομικής και κοινωνικής απελπισίας. Θα ήταν λοιπόν κοινωνικά πιο δίκαια η καταβολή του χριστουγεννιάτικου βοηθήματος σε αυτούς για να περάσουν τα Χριστούγεννα σε ανθρώπινες συνθήκες.

Θεωρούνται όμως άνευ πολιτικής σημασίας από τα επιτελεία των κομμάτων γιατί η ψήφος τους κατανέμεται ενώ πολλοί από αυτούς δεν ασχολούνται με τα κοινά γιατί έχουν χάσει κάθε ελπίδα για το μέλλον. Αντίθετα οι συνταξιούχοι θεωρούνται, όπως και οι δημόσιοι υπάλληλοι, μια αρκετά συμπαγής πολιτική ομάδα που ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις δυο προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις γιατί ανέβασε το ποσοστό του στους συνταξιούχους κοντά στο ποσοστό της ΝΔ, η οποία διατήρησε την πρωτιά σε αυτή την κοινωνική κατηγορία ψηφοφόρων. Έτσι γίνεται η πολιτική στην Ελλάδα, έτσι χάνονται οικονομικές ευκαιρίες και έτσι ανεβαίνει το κόστος διαχείρισης της κρίσης.