Πολιτικη & Οικονομια

Συνηθίζεται η φτώχεια;

Λεωνίδας Καστανάς
ΤΕΥΧΟΣ 590
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αν ψηλαφίσουμε την ιστορία, ναι, η φτώχεια συνηθίζεται. Τεράστιες χώρες με σημαντικά αποθέματα φυσικού πλούτου επέλεξαν να ζουν στη φτώχεια επί δεκάδες χρόνια σχεδόν αδιαμαρτύρητα. Τα παραδείγματα της Σοβιετικής Ένωσης και της Κίνας αρκούν. Αρνήθηκαν την ανάπτυξη των παραγωγικών τους δυνάμεων, εγκατέστησαν ολοκληρωτικά και βάρβαρα καθεστώτα, απομονώθηκαν, έζησαν πίσω από τον κόσμο, υπέφεραν. Όταν το κατάλαβαν, είχαν ήδη χάσει πολλές γενιές. Η επαναφορά στην κανονικότητα είναι δύσκολη και ιδιαίτερα τραυματική υπόθεση.

Στην Ελλάδα συνηθίζουμε τη φτώχεια, μαθαίνουμε να ζούμε μαζί της, σχεδόν μας αρέσει. Τη δεκαετία του ’60 ήμασταν φτωχοί αλλά δεν μας άρεσε. Είχαμε ως δικαιολογία τον πόλεμο και τον εμφύλιο αλλά είχαμε και την ελπίδα ότι θα βγούμε από το τούνελ. Πιστεύαμε ότι δεν φταίγαμε εμείς, οι ξένες επεμβάσεις ήταν η αιτία, γι’ αυτό μισούσαμε τους δυτικούς ενώ θέλαμε να τους μοιάσουμε. Υπήρχε προσδοκία. Δουλέψαμε σκληρά και κάτι καταφέραμε. Κάποια στιγμή φάνηκε ότι ανεβήκαμε κατηγορία. Μπήκαμε στον σκληρό πυρήνα της Ευρώπης, βρήκαμε φθηνό δανεικό χρήμα και επιδοτήσεις, αλλάξαμε τα παραδείγματα, γίναμε πλούσιοι, 44η πλουσιότερη χώρα του κόσμου. Από τη μια άκρη στην άλλη. Γι’ αυτό και αφιερωθήκαμε στην κατανάλωση. Αφήσαμε το χωριό, καταστρέψαμε τις πόλεις, εγκαταλείψαμε τη γη και τη φάμπρικα, διαλύσαμε την εκπαίδευση, καταφύγαμε στις ευκολίες, νομίσαμε ότι η ζωή είναι μόνο γλυκιά και οι δείκτες μόνο ανεβαίνουν. Μετά ήρθε η κρίση.

Χρεώσαμε την κρίση στα μνημόνια και στους κακούς δανειστές, απαξιώσαμε τους μέχρι πρότινος ήρωές μας και αναζητήσαμε την κάθαρση στον κάθε λογής λαϊκισμό. Πιστέψαμε στα παραμύθια, στην άκοπη ανάκαμψη με ένα νόμο και ένα άρθρο. Αποτύχαμε. Τώρα καίμε τις επιστολές που μας στέλνουν οι μέχρι χθες λυτρωτές μας και τους αποδοκιμάζουμε σε κάθε ευκαιρία. Επιστρέφουμε αλαφιασμένοι σε αυτούς που πριν από δυο χρόνια βρίζαμε. Τι θέλουμε επιτέλους από τη ζωή μας;

Θέλουμε τη φτώχεια. Αν είναι να πουλήσουμε την ψυχή μας στο διάολο, να παραδεχτούμε την αλήθεια των αριθμών, να δουλέψουμε σοβαρά και με υπομονή, να πάει στα κομμάτια η ανάπτυξη. Καλύτερα φτωχοί αλλά τίμιοι. Αν είναι να πουλήσουμε τα ασημικά μας, να επενδύσουμε στη γνώση, να ανοίξουμε την κοινωνία μας στην πρόοδο, τότε καλύτερα να γυρίσουμε πίσω στα κανόνια μας, στα χωριά μας, και να λιαζόμαστε στα καφενεία. Όχι όλοι, αλλά οι περισσότεροι.

Και τα παιδιά μας, τι θα απογίνουν τα παιδιά μας; Όσα καταφέρουν να μάθουν γράμματα και έχουν τη δυνατότητα να φύγουν, ας πάνε πέρα στους «ανθρωποφάγους» να δουλέψουν, να μας στέλνουν και εμβάσματα. Τα άλλα, αυτά που δεν μπορούν ή δεν θέλουν, ας μείνουν εδώ να πεινάσουν μαζί μας. Ένας καφές κι ένα σουβλάκι πάντα θα μας βρίσκονται. Θα την παλέψουμε. Αρκεί εργοστάσια να κλείνουν, υπουργεία να ανοίγουν, να ‘χουμε να βολεύουμε. Αρκεί να βγαίνουν στα κανάλια ακροβάτες και κλόουν να μας πιπιλάνε τα μυαλά με ξουρίες ολημερίς και ολονυχτίς. Και εμείς να βρίζουμε ή να αποθεώνουμε τον ένα ή τον άλλον αγράμματο ήρωα της ευκαιρίας. Στα καφενεία και στα social. Και μη δούμε κανένα λογικό, αμέσως να τον πούμε ξενερουά ή διαπλεκόμενο.

Η εθνική μοναξιά δεν έφυγε ποτέ από μέσα μας. Καλά τα μεγαλεία αλλά θέλουν μελέτη και τρέξιμο. Οι εποχές έχουν αλλάξει και στο παγκόσμιο περιβάλλον επιβιώνει ο πιο προσαρμοστικός αλλά εμείς δεν θέλουμε να προσαρμοστούμε. Είμαστε με το ΟΧΙ, δεν αγαπάμε το ΝΑΙ. Είμαστε με την Ανατολή, δεν αγαπάμε τη Δύση. Δεν έχει νόημα να βρίζουμε πια τον Σόιμπλε, βαρεθήκαμε. Είδαμε κι αυτούς που τον έβριζαν, τα ίδια κάνουν, μας εξαπάτησαν. Τι μας απομένει; Να γυρίσουμε στο καβούκι μας και στο νόμισμά μας. Να σιγουρέψουμε τη φτώχεια μας. Το στείλαμε το μήνυμα στους ανωτέρους και αυτοί το έλαβαν. Τι είναι το Geuro; Υπάρχει κάποιος να μας εξηγήσει;