Πολιτικη & Οικονομια

Ακρότητες στο κέντρο

Η αιτία του μένους είναι περισσότερο ψυχική παρά πολιτική

Αγγελική Σπανού
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Δεν είναι εύκολο να παρακολουθήσει κανείς με απάθεια το bullying εναντίον του Νίκου Μουζέλη επειδή μετέχει στην επιτροπή διαλόγου για την αναθεώρηση του Συντάγματος, που συγκροτήθηκε με πρωτοβουλία του Α. Τσίπρα. Το γεγονός ότι το πρώην μέλος της «Κίνησης των 58» είπε ότι δεν έχει προσχωρήσει στον ΣΥΡΙΖΑ αλλά δεν είναι και φανατικά αντιΣΥΡΙΖΑ, τάχθηκε κατά των εκλογών τώρα και απέρριψε τα σενάρια μετατροπής της χώρας σε Βενεζουέλα, ήταν αρκετό για να πυροδοτήσει έξαλλες επιθέσεις εναντίον του. Δεν αναφέρομαι σε άθρα πολιτικής κριτικής, παρόλο που ακόμη και εκεί σε αρκετές περιπτώσεις η ένταση και η οξύτητα δεν δικαιολογούνται με πολιτικούς όρους, αλλά σε οπαδικούς χαρακτηρισμούς και χυδαιότητες για «προσκόλλησή του στο καθεστώς Τσίπρα» και «ροπή υποταγής στις εξουσίες». Φυσικά, η αγέλη δεν λαμβάνει υπόψιν ποιος είναι ο Μουζέλης, αρκεί που δεν είναι μετωπικά απέναντι στην κυβέρνηση και που δεν την αντιμετωπίζει σαν εκκολαπτόμενη χούντα. 

Το πιο ενδιαφέρον ερώτημα δεν είναι αν έχει δίκιο ή άδικο ο Μουζέλης, γιατί η απάντηση σ' αυτό είναι υποκειμενική. Το σημαντικό είναι να ειπωθεί αν στον ενδιάμεσο χώρο, στην κεντροαριστερά, αναγνωρίζεται το δικαίωμα στην άλλη άποψη ή και το δικαίωμα στο λάθος. Ακόμη περισσότερο, αν υπάρχει δυνατότητα διαλόγου και ανοχής στη διαφωνία. Γιατί, σύμφωνα με πολλές ενδείξεις, ο χώρος αυτός έχει δηλητηριαστεί απο τη διχαστική ανάλυση της πραγματικότητας, έχει μολυνθεί από το φανατισμό και τη μισαλλοδοξία, αναγνωρίζει μόνο το μαύρο και το άσπρο. Είναι όλο και περισσότεροι αυτοί που δεν ακούν παρά μόνο τη φωή τους και δεν σέβονται παρά μόνο όποιους συμφωνούν μαζί τους. Τους αρέσει ο Άδ. Γεωργιάδης γιατί βλέπει κι αυτός τον Τσίπρα σαν Μαδούρο, αλλά δεν αντέχουν τον Τσουκαλά ή τον Βεργόπουλο γιατί δεν φωνάζουν για κίνδυνο κατάλυσης της δημοκρατίας. 

Είναι σοκαριστικό άλλωστε το γεγονός ότι σε ένα χώρο που αυτοπροσδιορίζεται ως προοδευτικός, μεταρρυθμιστικός, επικρατεί η αισθητική του Τwitter και η πολιτική ανάλυση γίνεται με όρους Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός, απλώς δεν πέφτουν μπουνιές. 

Άραγε όλη αυτή η μανία τους πάει πουθενά; Κερδίζουν κόσμο διασύροντας οποιονδήποτε κρατά ίσες αποστάσεις από την κυβέρνηση και την αξιωματική αντιπολίτευση ή δεν βλέπει τον Τσίπρα σαν Ερντογάν; Δεν προκύπτει κάτι τέτοιο μέχρι στιγμής. Μήπως αποκτούν αξιοπιστία στο ευρωπαϊκό περιβάλλον στο οποίο είναι η βασική τους αναφορά; Το αντίθετο συμβαίνει αφού στις Βρυξέλλες δεν θέλουν εκλογές, ενώ οι ευρωσοσιαλιστές τους πιέζουν για προσέγγιση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Τι ακριβώς πετυχαίνουν τότε; Τίποτα πέρα από την εκφόρτιση που είναι ανακουφιστική όταν κανείς είναι πολύ πιεσμένος. 

Η αιτία του μένους είναι περισσότερο ψυχική παρά πολιτική. Μοιράζονται κοινωνικά τον ίδιο χώρο, βλέπουν πρόσωπα που δεν σέβονται καθόλου να κάθονται στις δικές τους καρέκλες και να συνομιλούν με ένα ευρωπαϊκό σύστημα που θεωρούσαν οικείο. Δεν το αντέχουν και ξεσπούν αντί να αναζητήσουν μια πολιτική άρση του αδιεξόδου τους.

Η υπόθεση γίνεται ακόμη πιο θλιβερή αν συνεκτιμηθεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν επιχειρεί επί της ουσίας σοσιαλδημοκρατική στροφή παρά μόνο καταφεύγει σε τακτικισμούς για τις εντυπώσεις. Αλλωστε, ψηφίστηκε ως αντιμνημονιακό και όχι ως αριστερό κόμμα και προσπαθεί να διαχειριστεί τη μνημονιακή προσαρμογή με επικοινωνιακές πατέντες που δεν έχουν ιδεολογικό και αξιακό βάθος. 

Έχει ενδιαφέρον η προσέγγιση του αν. καθηγητή Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Γεράσιμου Μοσχονά σε συνομιλία του με το Rethinking Greece. 

«Η σταθεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ ως κεντρικού και όχι κεντρώου κόμματος της Αριστεράς προϋποθετει τη διαμόρφωση ενός ισχυρού μεταρρυθμιστικού προφίλ και την εφαρμογή προοδευτικών μεταρρυθμίσεων, που είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να κρατήσει την ιδιαίτερα σύνθετη εκλογική του βάση. Επομένως, το σημαντικό για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι να κερδίσει τις επόμενες εκλογές, αλλά να αντέξει στο χρόνο ως κεντρική πολιτική δύναμη στην ελληνική κοινωνία. Αυτό δεν είναι κάτι για το οποίο θα μπορούσε κανείς να είναι βέβαιος, αλλά ούτε είναι πάρα πολύ δύσκολο. Ωστόσο, ο πνευματικός και στρατηγικός ορίζοντας για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει σε μεγάλο βαθμό να εκτείνεται όχι μακρύτερα από τις επόμενες εκλογές. Ο τακτικισμός κυριαρχεί. Αυτή είναι μια δυσάρεστη εξέλιξη, ειδικά αν έχει κανείς κατά νου τα μεγάλα προβλήματα της χώρας. Η κουλτούρα του βραχυπρόθεσμου (short-termism) είναι ιδεολογικά και πολιτικά αυτοκαταστροφική (self-defeating)». 

Ο Γ. Μοσχονάς έχει δίκιο. Επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πιστεύει στις μεταρρυθμίσεις, επειδή ο τακτικισμός και ο βραχυπροθεσμισμός καθορίζουν την πολιτική και τη στρατηγική του, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα τα καταφέρει, θα πνιγεί στις αντιφάσεις, στην αμφιθυμία και στα ελλείμματά του. 

Όμως, οι φανατισμένοι της κεντροαριστεράς δεν μπορούν ούτε να περιμένουν ούτε να σκεφτούν καθαρά. Θέλουν εδώ και τώρα εκδίκηση, κανιβαλισμό, αίμα. Θέλουν, δηλαδή, ό,τι ήθελε το πιο σκληροπυρηνικό κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ για τους αντιπάλους του πριν γίνει κυβέρνηση. Και, με αυτή την έννοια, του μοιάζουν.