Πολιτικη & Οικονομια

Ακούγοντας τον Μητσοτάκη

Η απουσία καθαρής στρατηγικής

Παντελής Καψής
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Μερικές φορές ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ακόμα και όταν συμφωνείς μαζί του, σου προκαλεί εγκεφαλικό. Έχει έναν τρόπο να διατυπώνει την σκέψη του που σε κάποιους μπορεί να φαίνεται ντόμπρος και ειλικρινής. Στην πολιτική όμως προσφέρεται για παρεξηγήσεις αλλά και για  διαστρεβλώσεις από τους αντιπάλους του. Ό,τι ακριβώς έγινε στη συζήτηση για την παιδεία στη Βουλή.

Μια συζήτηση στην οποία ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας αν δεν έχασε, σίγουρα δεν κέρδισε τις εντυπώσεις και πάντως απέτυχε να απευθυνθεί σε ένα κοινό πέραν όσων ήδη υποστηρίζουν τη Νέα Δημοκρατία. Κι αυτό για δυο λόγους.

Ο πρώτος έχει να κάνει με την επιλογή του να μην απαντήσει στον κ. Τσίπρα για τη διαπλοκή. Έτσι ο πρωθυπουργός εμφανίστηκε ως κατήγορος σε ένα ζήτημα για το οποίο  είναι πράγματι απολογούμενος. Προφανώς αυτό δεν αναιρεί το πρόβλημα που έχει η κυβέρνηση  και το ψέμα μπορει να αποδειχθεί ότι έχει κοντά ποδάρια - ως την επόμενη συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών αυτή τη φορά για τη διαφθορά. Όμως δεν πρέπει να υποτιμά κανείς το επιχείρημα που συστηματικά φιλοτεχνεί η κυβέρνηση ότι παρέλαβε μια κατεστραμμένη οικονομία και ένα διεφθαρμένο κράτος μετά απο 40 χρόνια λεηλασίας από ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Τα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τα λάθη του, επιχειρεί να εξυγιάνει.  Είναι ένα επίχειρημα πίσω από το οποίο οχυρώνονται πολλοί για να απορρίψουν αυτό που ονομάζουν παλιό.

Το πόσο ρηχό και ψεύτικο είναι, φάνηκε μόλις ο πρωθυπουργός έφυγε από τα ζητήματα της διαφθοράς και πήγε στα ζητήματα της παιδείας. Εκεί αναλώθηκε σε ένα διθύραμβο για το παλιό, για τα ελληνικά πανεπιστήμια, δηλαδή, τα οποία όπως είπε ανήκουν στο 5% των καλύτερων πανεπιστημίων του κόσμου. Προφανώς τα 40 χρόνια του παλαιού δικομματισμού κάτι καλό έκαναν ακόμα και κατά τον κ. Τσίπρα.

Στην πραγματικότητα αυτή είναι η μεγάλη αντίφαση του ΣΥΡΙΖΑ. Επαγγέλεται το νέο αλλά στην πράξη υπερασπίζεται το παλιό που κατηγορεί. Κι αυτό σχετίζεται και με τον δεύτερο λόγο χάρη στον οποίο  ο κ. Τσίπρας κατάφερε να απευθυνθεί με επιτυχία στο κοινό του στη συζήτηση για την παιδεία: η γλώσσα που χρησιμοποιεί και τα επιχειρήματα που επικαλείται αντανακλούν σε πολύ μεγάλο βαθμό την κυρίαρχη αντίληψη στην ελληνική κοινωνία. Ένα δημοκρατικό σχολείο και ένα δημοκρατικό πανεπιστήμιο με εγγυημένη πρόσβαση σε όλους. Ένα εκπαιδευτικό συστημα που δεν επαφίεται στις δυνάμεις της αγοράς και στο οποίο τον πρώτο λόγο έχουν οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί δημοκρατικά πάντοτε οργανωμένοι.

Το πρόβλημα βέβαια είναι και πάλι η πραγματικότητα. Γιατί στην πράξη έχουμε δημιουργήσει ένα εκπαιδευτικό σύστημα όπου οι νησίδες της αριστείας είναι η εξαίρεση. Και όπου ο κανόνας είναι σχολεία και πανεπιστήμια της ήσσονος προσπάθειας για την μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών και των φοιτητών. Σαν να υπάρχει μια άρρητη συμφωνία μεταξύ κοινωνίας και εκπαιδευτικών με την επικύρωση της Πολιτείας: Τους χαρίζουμε την διαχείριση της Παιδείας αρκεί να εγγυώνται ένα χαρτί για όλους. Έτσι κι αλλιώς για μια μεγάλη μερίδα φοιτητών και κυρίως γονιών, σημασία δεν έχει η γνώση  αλλά η πρόσβαση στο δημόσιο. Να προστεθούν τα παιδιά στις στρατιές των αδιόριστων - να μια έννοια που δεν υπάρχει σε καμία άλλη χώρα της Ευρώπης. Πριν πολλά χρόνια και σε μια στιγμή αυτοκριτικής ο Ανδρεας Παπανδρέου, αναφερόμενος στο ΕΣΥ, είχε πει ότι το έδωσε το ΠΑΣΟΚ στους γιατρούς και αυτοί το ιδιοποιήθηκαν για ίδιο όφελος. Αυτό ισχύει σε μεγάλο βαθμό και για την εκπαίδευση.

Πρόκειται ασφαλώς για υπεραπλούστευση που υποτιμά το έργο πολλών αφοσιωμένων εκπαιδευτικών οι οποίοι εργάζονται μάλιστα με πενιχρές απολαβές. Τόσο στα σχολεία όσο και στα πανεπιστήμια υπάρχουν καθηγητές και φοιτητές που επιμένουν κόντρα στο ρεύμα και με προσωπικό κόστος. Όμως η επιτυχία ενός συστήματος κρίνεται από αυτό ακριβώς. Το αν δηλαδή το ίδιο το σύστημα σε βοηθά ή αντιθέτως σε αντιστρατεύεται. Οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις των τελευταίων χρόνων από την κ. Γιαννάκου και την κ. Διαμαντοπούλου είχαν αυτό τον στόχο. Και είχαν αντικείμενο σχεδόν αποκλειστικά το δημόσιο σχολείο και το δημόσιο πανεπιστήμιο. Με αυτή την έννοια ήταν κατ εξοχήν δημοκρατικές, φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις. Γιατί μόνο μέσα από την ποιοτική αναβάθμιση θα ακυρωθεί ο διαχωρισμός πτυχιούχων από (συχνά δήθεν) καλά πανεπιστήμια του εξωτερικού και πτυχιούχων από υποβαθμισμένα ελληνικά.

Ο κ. Μητσοτάκης στη Βουλή επιχείρησε να κινηθεί στην ίδια λογική βάζοντας στο επίκεντρο της συλλογιστικής του την αξιολόγηση και την αριστεία. Υπογράμμισε ταυτόχρονα , σε αντίθεση με τον πρωθυπουργό, την ανάγκη προσαρμογής του εκπαιδευτικού συστήματος στις τεράστιες αλλαγές που συντελούνται γύρω μας. Εκεί που έχασε ήταν στο να δείξει γιατί αυτή η πολιτική δεν αφορά κάποια ελίτ αλλά αντιθέτως ανοίγει νέους δρόμους σε όλους του μαθητές, κατ’ εξοχήν στους πιο αδύνατους οικονομικά. Παλινδρομούσε ανάμεσα στην υπεράσπιση αυτής της αρχής και σε μια διαφορετική αντίληψη όπου μόνο κριτήριο είναι η αγορά. Ήταν πολύ επιτυχημένη για παράδειγμα η υπεράσπιση των πρότυπων σχολείων -ένα σε κάθε πρωτεύουσα νομού είπε- ώστε να έχουν δυνατότητα πρόσβασης παιδιά από όλη την Ελλάδα. Αντιθέτως ξένισε όταν υποστήριξε ότι η ΝΔ δεν πιστεύει στην αρχή της ισότητας. Προφανώς εννοούσε ότι δεν είναι ισότητα να επιβραβεύονται εξ ίσου ο καλός εκπαιδευτικός με τον κακό ή ο καλός με τον αδιάφορο φοιτητή. Αυτή όμως είναι απλώς μια διαφορετική εκδοχή της ισότητας. Το ίδιο ή και περισσότερο ατυχής η αναφορά του στα δίδακτρα για τα μεταπτυχιακά. Αν έχουν όριο, υποστήριξε, τότε για να καλύψουν το κόστος τα πανεπιστήμια θα παίρνουν πολλούς φοιτητές και θα πέσει η ποιότητα. Η λογική, ότι θα πρέπει τα δίδακτρα να αντανακλούν το κόστος, είναι σωστή. Ιδίως σήμερα που το κράτος δεν έχει τους πόρους να καλύπτει τα ελλείμματα. Η αρχή ότι η προσφορά και η ζήτηση όμως θα καθορίζουν ποιοι θα μπορούν να συνεχίζουν τις σπουδές τους γίνεται διεθνώς όλο και λιγότερο αποδεκτή. Ακόμα και τα πιο ακριβά αμερικανικά πανεπιστήμια υιοθετούν πολιτικές ίσων ευκαιριών: παίρνουν τους φοιτητές αποκλειστικά με βάση τις επιδόσεις τους και στη συνέχεια ορίζουν τα δίδακτρα που θα πρέπει να καταβάλουν ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες τους. Έτσι η αναφορά του στα δίδακτρα χωρίς μάλιστα καμία πρόβλεψη για αντισταθμιστικές ρυθμίσεις, π,χ. υποτροφίες,  έδινε την εντύπωση οτι πράγματι αναφέρεται σε μια ελίτ.

Όλα αυτά μπορεί και να μην είχαν μεγάλη σημασία αν δεν φανέρωναν κάτι σοβαρότερο. Την απουσία μια καθαρής στρατηγικής από την πλευρά του κ. Μητσοτάκη. Για να σχηματίσει κυβέρνηση πρέπει να απευθυνθεί σε έναν κόσμο πέραν της σημερινής Νέας Δημοκρατίας. Κι όσο σωστό είναι ότι δεν πρέπει να υποκύψει στον πειρασμό των υποσχέσεων άλλο τόσο είναι αναγκαίο να εγκαταλείψει έναν στεγνό ιδεολογικό - τεχνοκρατικό λόγο και να απευθυνθεί και στους πολίτες που πίσω από τις αναφορές του στην αριστεία και την αξιολόγηση βλέπουν προάσπιση των προνομίων μιας ελίτ.