Πολιτικη & Οικονομια

Μπορεί να αλλάξει η παλιά παραλία της Θεσσαλονίκης;

30 χρόνια τώρα αναζητείται μια λύση για το πιο εμβληματικό κομμάτι της πόλης 

Πάνος Ερμείδης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Με αφορμή την Ευρωπαϊκή Εβδομάδα Βιώσιμης Κινητικότητας, ο Δήμος Θεσσαλονίκης εξήγγειλε για την Πέμπτη, 22 Σεπτεμβρίου, το κλείσιμο του μεγαλύτερου μέρους του ιστορικού κέντρου της πόλης για τα αυτοκίνητα. Προσπαθώ να αντιληφθώ τη λογική αυτής της ιδέας, όταν η όλη εικόνα όχι μόνο του ιστορικού κέντρου της πόλης, αλλά του συνόλου του πολεοδομικού συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης, κάθε άλλο παρά τη βιώσιμη κινητικότητα υποστηρίζει.

Τα δικαιώματα των πεζών καταπατούνται βάναυσα προς όφελος των οχημάτων και των τραπεζοκαθισμάτων, οι ράμπες αναπήρων έχουν καταντήσει διακοσμητικές, οι λεωφορειόδρομοι τελούν συστηματικά υπό κατάληψη και οι οδοσημάνσεις έχουν αποκτήσει σε τέτοιο βαθμό διακοσμητικό χαρακτήρα, που ούτε καν ανανεώνονται ή βελτιώνονται. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η απουσία διαγραμμίσεων στις κεντρικότερες οδούς της πόλης. Δεν είναι μόνο η ανεπάρκεια αστυνόμευσης, είναι και η ανεπαρκής βούληση όλων των εμπλεκομένων φορέων για βελτίωση της εικόνας αυθαιρεσίας και παρακμής που επικρατεί.

Με αυτά τα δεδομένα, η «ημέρα χωρίς αυτοκίνητο» μάλλον ως φύλλο συκής προβάλλει μπροστά στη συνολική ανικανότητα διαχείρισης του κυκλοφοριακού προβλήματος της πόλης, είτε αυτό αφορά τους πεζούς είτε τα οχήματα. Παράλληλα, αγνοώντας τα πραγματικά κυκλοφοριακά δεδομένα, διάφορες φωνές, καλοπροαίρετα φαντάζομαι, ξαφνικά διαπιστώνουν την ανεπάρκεια της παλιάς παραλίας της πόλης (Λεωφόρος Νίκης) να εξυπηρετήσει πεζούς και ποδηλάτες. Ως λύση προτείνουν τη γιγάντωση του μπάχαλου, την απαγόρευση δηλαδή της κυκλοφορίας των οχημάτων από την παραλιακή οδό, σε μια πόλη που τα διερχόμενα οχήματα από το ιστορικό κέντρο υπολογίζεται ότι αντιπροσωπεύουν το 70% περίπου του συνολικού φόρτου.

Η ειρωνεία είναι ότι φετινή Ευρωπαϊκή Εβδομάδα Βιώσιμης Κινητικότητας συμπίπτει με μια δυσάρεστη επέτειο: συμπληρώνονται ακριβώς 30 χρόνια από τότε που τέθηκε ως πρωτεύον πρόβλημα το ζήτημα της διαμπερούς κίνησης οχημάτων από το ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης. Τότε, στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1986, παρουσιάστηκε προεκλογικά από τον υποψήφιο δήμαρχο Θεσσαλονίκης Σωτήρη Κούβελα η πρόταση για εκτεταμένη επιχωμάτωση της θάλασσας στην παλιά παραλία της πόλης, ώστε να δημιουργηθεί μια οδός ταχείας κυκλοφορίας οχημάτων και να αποσυμφορηθεί το ιστορικό κέντρο της πόλης από τα διερχόμενα οχήματα.

Υπήρξαν πολλές ενστάσεις στην πρόταση αυτή και δικαίως από πολλούς χαρακτηρίστηκε ως «μπάζωμα», που θα κατέστρεφε τη φυσιογνωμία της πόλης. Ωστόσο ένα πραγματικό πρόβλημα είχε τεθεί και έτσι ακολούθησε μια ατέρμονη σειρά διαβουλεύσεων από φορείς της πόλης και διάφορες κινήσεις πολιτών, που ξεφύτρωσαν ως μανιτάρια. Ύστερα από αρκετό χρονικό διάστημα, διαμορφώθηκε το αίτημα προς την κεντρική κυβέρνηση για τη δημιουργία μιας υποθαλάσσιας αρτηρίας που θα συνέδεε τη δυτική Θεσσαλονίκη με την ανατολική, και αντίστροφα.

Έκτοτε, τα χρόνια κύλησαν και πάντα –δοθείσης ευκαιρίας– φορείς της πόλης μας (Δήμος, Νομαρχία, Επιμελητήρια κ.α.) εξέφραζαν τη δυσαρέσκειά τους για την μη υλοποίηση του έργου. Έως ότου πολλά χρόνια αργότερα το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων παρουσίασε ένα σύνθετο έργο κατασκευής ενός υποθαλάσσιου αυτοκινητοδρόμου μετά διοδίων και προχώρησε το 2006 στη δημοπράτησή του.

Τότε ξεκίνησε ένας νέος κύκλος αντιδράσεων με σκοπό τη ματαίωσή του, σύνηθες φαινόμενο στην πόλη μας. Το έργο χαρακτηρίστηκε ως «φαραωνικό» και επιπλέον θεωρήθηκαν σκανδαλώδη τα δικαιώματα που δίνονταν στον παραχωρησιούχο ανάδοχο, που θα κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος των δαπανών (περίπου τα 4/5) της κατασκευής. Τελικά το έργο ματαιώθηκε και με απόφαση της Διαιτησίας επιδικάστηκε αποζημίωση υπέρ του αναδόχου 67,8 εκατ. ευρώ. Το ποσό όμως αυτό δεν καταβλήθηκε ποτέ και έκτοτε τοκίζεται, με αποτέλεσμα σήμερα το ύψος της οφειλής να υπερβαίνει τα 110 εκατ. ευρώ.

Σχετικά με την απόδοση ευθυνών, ένα ερώτημα που δεν απαντήθηκε ουσιαστικά είναι αν σε όλο αυτό το διάστημα των 20 χρόνων (1986-2006) υπήρξαν φορείς της πόλης μας που να επεξεργάστηκαν και να διατύπωσαν συγκεκριμένες και εφαρμόσιμες προτάσεις, πέραν μιας γενικόλογης επιθυμίας. Τι είδους υποθαλάσσια δηλαδή θέλαμε, μια «μικρή υποθαλάσσια» ή ένα έργο των διαστάσεων αυτών που μελετήθηκαν από το Υπουργείο και τι ακριβώς συνεπάγονταν (πολεοδομικά, περιβαλλοντικά, οικονομικά, λειτουργικά) η κατασκευή του. Το βέβαιο είναι ότι από το 1986 έχουν περάσει 30 ολόκληρα χρόνια και η πόλη μας δεν βρίσκεται απλώς στο σημείο αφετηρίας: έχει επιπλέον επιβαρύνει τον δημόσιο προϋπολογισμό με το ποσό της αποζημίωσης του παραχωρησιούχου.

Σήμερα, κυρίως λόγω της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, άλλα και της άμεσης ανάγκης να δοθούν λύσεις, δεν υπάρχει η πολυτέλεια για πολυδάπανα έργα. Προέχει η ολοκλήρωση και επέκταση του μετρό της πόλης. Πρέπει με τους ελάχιστους πόρους που διαθέτει η χώρα μας να σταθμιστούν πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, ώστε να υπάρξουν ρεαλιστικές λύσεις. Η ανάγκη μερικής επέκτασης της παλιάς παραλίας της πόλης δεν αμφισβητείται πλέον ουσιαστικά, είναι προφανής η ανάγκη διαπλάτυνσης των πεζοδρομίων και δημιουργίας ποδηλατοδρόμου.

Μία λύση θα μπορούσε να είναι η μετάθεση του κρηπιδώματος της παλιάς παραλίας για λίγα μέτρα προς τη θάλασσα (το πολύ 10), χωρίς έτσι να βιάζεται η από τη θάλασσα αισθητική της πόλης. Από αυτά, ένα μέτρο το πολύ είναι απαραίτητο για τη διαπλάτυνση των τριών υφιστάμενων λωρίδων κυκλοφορίας οχημάτων, τα δε υπόλοιπα θα μπορούσαν να διατεθούν για τη δημιουργία ποδηλατόδρομου και τη διαπλάτυνση των πεζοδρομίων.

Μια ακόμη τολμηρότερη επιλογή, εάν οι οικονομικές συνθήκες (αλλά και η αρχαιολογία) το επιτρέψουν, θα ήταν η δημιουργία και τέταρτης λωρίδας κυκλοφορίας με παράλληλη υπογειοποίηση των 2 προς τη θάλασσα λωρίδων στο τμήμα μεταξύ Λευκού Πύργου και Βασιλικού Θεάτρου, διευκολύνοντας έτσι την κυκλοφορία των οχημάτων, αλλά και παρέχοντας επιπλέον πεζοδρομημένο χώρο στη ζώνη αυτή.

Αν στο μέλλον υπάρξουν οι οικονομικές δυνατότητες κατασκευής υπόγειας αρτηρίας (υπό τη θάλασσα ή από οπουδήποτε αλλού με τη μορφή τούνελ), η επέκταση του κρηπιδώματος δεν θα πάει χαμένη: θα έχει δημιουργηθεί μια ευρεία ζώνη πεζών και αναψυχής και οι επιθυμίες πολλών για τον αποκλεισμό ή περιορισμό των οχημάτων από το μέτωπο της παλιάς παραλίας θα μπορούσαν να εκπληρωθούν.