Πολιτικη & Οικονομια

Μαζί

Η μαγική δύναμη του στρωμένου τραπεζιού

Γιώργος Παναγιωτάκης
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Θέλετε να καθίσετε στο τραπέζι μας;». Η πρότασή τους με έκανε να νιώσω αμήχανα. Η αλήθεια είναι ότι δεν μου πολυαρέσει να τρώω μόνος στις ταβέρνες. Όμως από την άλλη, να πάρω τα πιάτα και τη μπύρα μου και να καθίσω με τρεις αγνώστους…

«Για να μην τρώτε μόνος. Κρίμα είναι» είπε η γυναίκα της παρέας. «Και ο καθένας πληρώνει τα δικά του, κανονικά».

Η φιλύποπτη πλευρά μου με συμβούλευε να αρνηθώ. Αν βρισκόμουν στην Αθήνα, μάλλον θα το είχα κάνει. Όμως, εκτός έδρας συχνά ο εαυτός μας γίνεται μέρος του τοπίου και τον παρατηρούμε από διαφορετική γωνία. Σαν να τραβάμε σέλφι.

Καθίσαμε λοιπόν μαζί. Δοκίμασα μία από τις ψητές σαρδέλες της γυναίκας («έτσι κι αλλιώς είναι πολλές, αποκλείεται να τις καταφέρω») και οι δύο άντρες μοιράστηκαν έναν από τους χορτοκεφτέδες μου. Εκείνοι έπιναν κρασί και κόκα κόλα. Εγώ συνέχισα με την μπύρα μου.

Ήταν οικογένεια. Πατέρας, γιος και κόρη. Μόνιμοι κάτοικοι Ηνωμένων Πολιτειών. Ο πατέρας είχε κλείσει τα ογδόντα αλλά δεν του φαινόταν. Φορούσε κοντομάνικο πουκάμισο κουμπωμένο μέχρι πάνω. Στο τσεπάκι είχε τα τσιγάρα του. Μαλακό πακέτο, με το αναπτηράκι μέσα, για να μη χαθεί. Ο τρόπος που τα έβγαζε, έφερε στη μνήμη μου κάτι το πολύ οικείο.

Είχαν έρθει στο χωριό για να ανοίξουν λίγο το σπίτι και να κάνουν ένα μνημόσυνο για τη μητέρα. «Κάθε Κυριακή καλούσε για φαγητό γνωστούς και αγνώστους. Μας έχει μείνει, λοιπόν, και δεν μας πάει να τρώμε μόνοι».

Όταν κάθεσαι στο τραπέζι συζητάς. Είπαμε για το χωριό, για τον καιρό και για τις αμερικανικές εκλογές. Οι περισσότεροι ομογενείς θα ψηφίσουν Ρεπουμπλικάνους. Ο γιος θεωρεί τον Τραμπ καραγκιόζη, «αλλά τουλάχιστον αυτός δεν είναι του συστήματος». Ο πατέρας και η αδελφή είναι της παλιάς σχολής, δεν ανακοινώνουν ποτέ τι ψηφίζουν για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις. Του πρώτου, πάντως, του αρέσει πολύ το καρπούζι. Αυτό το είπε δυνατά για να το ακούσει ο σερβιτόρος, ο οποίος μας το έφερε χωρίς καθυστέρηση μαζί με τους δύο ξεχωριστούς λογαριασμούς.

Συζητήσαμε λίγο ακόμη, καθώς καθαρίζαμε αργά τα κομμάτια μας από τα κουκούτσια. Σύντομες κουβέντες για την Τουρκία, για το ντόπιο τυρί, για ένα χωράφι εκεί πιο πάνω που ανήκε σε έναν γνωστό τους και μέσα βρήκανε αρχαία, για τους Ολυμπιακούς και για τον Ολυμπιακό.

Κάναμε φιλότιμες προσπάθειες για να βρούμε κοινούς τόπους και σε μεγάλο βαθμό τα καταφέραμε. Είναι αυτή η παράξενη δύναμη του στρωμένου τραπεζιού που επιβάλλει αμβλύνσεις, συμβιβασμούς και ανοχή. Ένας αρχαίος μηχανισμός, φτιαγμένος για να συντηρεί αόρατους δεσμούς. Για να μας αναγκάζει να βρούμε την κατάλληλη απόσταση, όμοια με τους σκαντζόχοιρους στην παραβολή του Σοπενχάουερ: «Μια παγερή χειμωνιάτικη μέρα, μερικοί σκαντζόχοιροι στριμώχτηκαν ο ένας κοντά στον άλλο για να προστατευτούν από το κρύο. Σύντομα όμως άρχισαν να ενοχλούνται από τα αγκάθια του διπλανού τους και απομακρύνθηκαν. Όταν η ανάγκη για ζεστασιά τους έφερε πάλι κοντά, επαναλαμβανόταν η ενόχληση από τα αγκάθια. Έτσι βρίσκονταν για ώρα ανάμεσα σε δύο κακά, μέχρι που κατάφεραν να πετύχουν την κατάλληλη απόσταση ώστε να ανεχτούν ο ένας τον άλλον».

«Ε, τώρα που φάγαμε μαζί, γίναμε λίγο συγγενείς» είπαν όταν τους αποχαιρέτησα. «Αν σε φέρει ο δρόμος από το Σικάγο, να μας αναζητήσεις».