Πολιτικη & Οικονομια

Ένας χρόνος βυζαντινή Αριστερά

«Εις την μονή του Ταεκβοντού κάνουνε γλέντια και βουντού» (δημώδες άσμα)

Γιώργος Παναγιωτάκης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τω καιρώ εκείνω, εις το Θέμα της Ελλάδος υπήρχε ένα μοναστήριον ξακουστό δια το μέγεθός του. Το έλεγαν Ιερά Μονή του Ταεκβοντού και το είχε ιδρύσει η οσία Ιωάννα η Πτωχή -η και Αγγελοπούλου καλούμενη. Είχε λοιπόν λάβει την χάριν Της και γίνονταν εκεί συχνά πυκνά θαύματα.

Μίαν ημέρα ένας χατζής που ταξίδευε με τον μονάκριβον υιόν του για τους Αγίους Τόπους, βρέθηκε σε εκείνα τα μέρη και είπε να σταθούν λίγο δια να ξαποστάσουν. Όμως, πράγμα παράξενον, πίσω από τα ντουβάρια της μονής ακούγονταν ομιλίες και γέλια καθώς και τραγούδια που έλεγαν «Πίπολ χεβ δε πάουερ» και «Σιγά μην κλάψω» και «Ροκ δε κάσμπα, ροκ δε κάσμπα». Και ο προσκυνητής έκρουσε απορημένος την πύλη και οι μοναχοί τού άνοιξαν και τον καλωσόρισαν με μεγάλη ευγένεια.

Και εισερχόμενος αντίκρισε μέγα πλήθος να γλεντά και να χαίρεται. Ήταν εκεί ο Φίλης ο Λιγόφαγος και ο Παπάς ο Δολοπλόκος και η Όλγα η Ζεϊμπέκισσα και ο φοβερός Κατρούγκαλος και ο σοφός Φλαμπουράρης και ο Δραγασάκης και ο Σκουρλέτης και πολλοί πολλοί ακόμη. Και στη μέση, ροδαλός και χαρούμενος και δίχως ίχνος έρπητος εις τα χείλη του, ήταν ο μάγιστρος Αλέξιος ο Αγραβάτωτος, ο Πρωτηφοράς.

Και το παιδίον έμπλεον θαυμασμού ερώτησε τον πατέρα του: «Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελά, πατέρα; Γιατί λάμπει έτσι ο Τσίπρας; Γιατί φέγγει η Περιστέρα;». Και εκείνος δεν ήξεβρε τι να του απαντήσει και για αυτό εσκούντηξε έναν νεαρόν με μούσι και τον ερώτησε. Και ούτος, όπως απεδείχθη, δεν ήτο όποιος και όποιος. Μον’ ήταν ο περίφημος Γιάσονας, ο απόγονος των αγωνιστών που οι δικοί του μάτωσαν και φυλακίσθηκαν δια έναν και μόνο λόγο: δια να γίνει κάποτε ο Γιάσονας μετακλητός σφουγγοκωλάριος και να μην υπάρχει χρεία να ραπάρει και να λέγει γιο δια να βγάζει τα προς το ζειν.

«Γλεντούμε», είπε ο Γιάσονας, «διότι πάγει ένας χρόνος από την ημέρα που ο Αλέξιος επάταξε τον Σαμαροβενιζέλοντα, τον αιμοσταγή δράκο που λυμαινόταν τη χώρα. Και έκαμε κυβέρνηση της αριστεράς, από κοινού με τον Πανοκαμμένο, τον γελωτοποιό της δεξιάς. Και αντάμα κτύπησαν τους ολιγάρχες ωσάν το χταπόδιον. Και έσκισαν τα μνημόνια και έδιωξαν την τρόικα και έδωκαν στον κοσμάκην να φάγει ψωμί και άναψαν την σπίθαν δια να αλλάξει η Εσπερία προς το καλύτερον και πλέον μας σέβονται και μας φοβούνται απανταχού της γης. Προχτές, επί παραδείγματι, ο Βολφγκάνγκος ο Στριφνός απεκάλεσε τον Αλέξιο ανόητο. Αν τολμούσε ας έλεγε τίποτε χειρότερο!»

Και ο προσκυνητής εσταυροκοπήθηκε με αυτά που άκουγε και πήρε το τέκνο του από το χέρι και έφυγαν δρομαίοι από την μονή του Ταεκβοντού. Σύντομα όμως αναγκάστηκαν να σταθούν και πάλι διότι στην στράτα υπήρχε μαζωμένος κόσμος πολύς. Και κάποιοι ήσαν ντυμένοι σαν Σαρακηνοί, μόνον είχαν στα μούτρα τους μάσκες ώστε να ομοιάζουν του Αλέξιου. Και κάποιοι άλλοι μασκαράδες ήσαν γονυπετείς και φορούσαν ράσα και οι πρώτοι καμώνονταν πως τους πριόνιζαν τους σβέρκους και όλα τα παραπάνω εγίνονταν σε κάτι καρότσες που έγραφαν πάνω Τουότα. Και το θέαμα ήταν τόσον όμορφο ώστε ο χατζής και ο υιός του σταυροκοπήθηκαν ξανά. Και όταν οι συγκεντρωμένοι εδέησαν να παραμερίσουν συνέχισαν τον δρόμο τους.

Και παρακάτω είδαν πάλι κόσμο, μπροστά σε ένα γυαλί μαγικό, όπου μέσα κατοπτρίζονταν δύο μορφές. Από την μία ήταν ένας κατσαρομάλλης γίγαντας με βλέμμα παγερό –ο τρομερός Παπαχελάς. Και από την άλλη, στητός και με μια πουκαμίσα κουμπωμένη μέχρις απάνω, καθόταν Αυτός. Ο Ένας. Ο Ιωάν(ν)ης ο Νάρκισσος! (Ευλογημένο το όνομά του). Και οι θεαταί έκλαιγαν από την συγκίνηση διότι είχαν μήνες να τον δουν να βγαίνει στο γυαλί. Και ο Παπαχελάς ρώταγε και ο Ιωάν(ν)ης απαντούσε. Και είπε ξανά για το πλανέξ και το πλανμπί. Και ανέλυσε για ογδοηκοστήν φοράν την χαιρετούραν του με τον Γερούνδιο τον Κατωχωρίτη, τότε που είχε τολμήσει να πει «ουάου» μέσα στα μούτρα του Γερούνδιου.

Και ο προσκυνητής ήθελε να μείνει και άλλο. Μα τότε ακούστηκαν ποδοβολητά και φωνές. «Έρχεται ο Τσιριάκος ο Μητσοτάκης! Παραμερίστε!» φώναζαν. Και γεμάτος τρόμο, τράβηξε τον υιόν του στο πλάι. Διότι είχε ακούσει πως ετούτος ο Τσιριάκος ήταν θηρίο μοναχό. «Το βλέπεις αυτό το βουνό;» του είχε πει κάποιος. «Ο Τσιριάκος το έφτιαξε, ένα απόγευμα που βαριόταν. Και εκείνο το ποτάμι, το βλέπεις; Αν ο Τσιριάκος διψάσει, δεν θα το ξαναδείς!»

Και επιτέλους, φάνηκαν οι πρώτοι της συνοδείας. Κάλπαζαν αργά, βαστώντας μεγάλα κάδρα με το βιογραφικό του Τσιριάκου –το καλύτερο σε όλη την αυτοκρατορία. Και παραπίσω έρχονταν ο Άδωνις Βουμβούκος και ο Χατζιδάκης ο Σιγανοπαπαδιάς, οι δύο αντιπρόεδροι. Και ακολουθούσαν η Θεοδώρα και οι υπόλοιποι. Και πίσω πίσω, καβάλα σε κάτι αχαμνά γαϊδούρια έρχονταν οι καραμανλικοί και ο Μεϊμάρ και όλοι εκείνοι που έχασαν από το Τσιριάκο. Άλλωστε ποιος μπορεί να τα βάλει με τον Τσιριάκο; Ουδείς!

Και κάπου εκεί στη μέση ήταν και ο ίδιος Τσιριάκος, αλλά κανείς δεν πρόφτασε να τον δει. Γιατί ο Τσιριάκος είναι πιο γρήγορος και από την αστραπή. Και η καβαλαρία πέρασε και ο χατζής ετοιμάστηκε να ξεκινήσει και αυτός. Μα ο υιός του τού τράβηξε το ρούχο και τού είπε: «Πατέρα. Γιατί να ταξιδεύουμε και να θαλασσοπνιγόμαστε για να φτάσουμε στους Αγίους Τόπους; Γιατί να μην μείνουμε εδώ, στο Θέμα της Ελλάδος, αφού σε κάθε μας βήμα βλέπουμε πράγματα και θάματα;»

Και ο χατζής συμφώνησε με την ιδέα του παιδιού του. Και έμειναν στο Θέμα της Ελλάδος και από τότε πληρώνουν και αυτοί ένφια και τέλος επιτηδεύματος και εισφορά αλληλεγγύης και όλα τα συναφή.

Αμήν.