Πολιτικη & Οικονομια

Nα επενδύσουμε στις ευρύτερες δυνατές συναινέσεις

Χρήστος Χωμενίδης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ομιλία στο ανοιχτό συνέδριο της Δράσης


Χαίρομαι ιδιαίτερα που βρίσκομαι σήμερα εδώ, φίλες και φίλοι, σε ένα ανοιχτό συνέδριο οργανωμένο από τη «Δράση».

Χαίρομαι διότι η «Δράση» στάθηκε από την ίδρυσή της και μέχρι σήμερα ένα κόμμα αρχών. Ένα κόμμα αρχών από τα πολύ λίγα - από τα μετρημένα, μπορώ να πω, στα δάκτυλα- στη μεταπολιτευτική μας Ιστορία. Ένα κόμμα αρχών σε μιαν Ελλάδα όπου τα κόμματα ήταν εκ γενετής ή μετατρέπονταν με την πάροδο του χρόνου σε μηχανισμούς νομής και διανομής της εξουσίας. Σε δίκτυα κάθε λογής αλληλοεξυπηρέτησης. Σε ενδιάμεσους μεταξύ των ψηφοφόρων τους και του κράτους. Σε μεσολαβητές ανάμεσα στους χορηγούς τους και στο κράτος. Σε διαύλους μέσα στους οποίους το οποιοδήποτε σχεδόν κοινωνικό ζητούμενο εκφυλιζόταν βαθμιαία ώσπου να καταντήσει αίτημα πελατειακής φύσης, που η ικανοποίησή του ισοδυναμούσε κατά κανόνα με την εξαργύρωσή του. Σε οργανισμούς εν ολίγοις, οι οποίοι εναλλάσσονταν στους κυβερνητικούς -μα και σε κάθε άλλο δημόσιο θώκο- με μόνο αντικειμενικό σκοπό το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα της περίφημης «πίττας», μιας «πίττας» η οποία ανεπαισθήτως ολοένα και συρρικνωνόταν…

Σε έναν τέτοιο ζοφερό, πλην χαρισάμενο -κυρίως δε αυτοϊκανοποιούμενο και αυτοθαυμαζόμενο- κόσμο, η πολιτική ως πεδίο σύγκρουσης αντιλήψεων και ως μήτρα σχεδιασμού του κοινού μας μέλλοντος -η πολιτική στην ουσία της- αναμενόμενο ήταν διαρκώς να φθείνει. Και λογικό ήταν οι διαμορφωτές της κοινής μας γνώμης να ενθουσιαστούν από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 με το πολυδιαφημισμένο διεθνώς «Τέλος της Ιστορίας και των Ιδεολογιών», το οποίο μετέφρασαν ελληνιστί σε «βλέποντας και κάνοντας» ή -ακριβέστερα- σε «ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε…»

Με την αντίληψη αυτή για μπούσουλα, πορεύτηκε η ελληνική κοινωνία σταθερά προς τον γκρεμό, φωτιζόμενη από εντυπωσιακά πυροτεχνήματα, όπως η τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων, η στέψη της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου, ακόμα δε και η πρωτιά στη Eurovision… Ας μη γελιόμαστε, φίλες και φίλοι: Προτάγματα όπως ο εκσυγχρονισμός της κοινωνίας ή η επανίδρυση του κράτους ουδέποτε συγκίνησαν τις πλατιές μάζες. Χρησίμευαν σαν άλλοθι για τις πολιτικές ηγεσίες. Αποτελούσαν τη ρομαντική ψευδαίσθηση των πνευματικών ελίτ, οι οποίες έχτιζαν με τα λόγια ανώγια και κατώγια ενώ οι εργολάβοι ντήλαραν αδίστακτα κάτω από το τραπέζι. Αυτό το ξέρουμε πλέον καλά. Το έχουμε μάθει στο πετσί μας.

Το ερώτημα τίθεται αδυσώπητο: Γιατί δεν αντιδράσαμε εγκαίρως και αποτελεσματικά; Γιατί δεν κρούσαμε τότε, στην ένταση που επιβαλλόταν, τον κώδωνα του κινδύνου;

Κάποιοι, θα υπενθυμίσετε, το έπραξαν: Ο νόμος Γιαννίτση κατατέθηκε στο κοινοβούλιο προτού αποσυρθεί κακήν-κακώς. Δύο πρώην πρωθυπουργοί –οι κ.κ. Μητσοτάκης και Σημίτης- προειδοποίησαν σε ανύποπτο σχεδόν χρόνο για τον ολισθηρό κατήφορο που έπαιρνε η χώρα. Ο ιστορικός πρόεδρος της «Δράσης» κατέθετε παγίως τις ρηξικέλευθες προτάσεις του. Η σκεπτόμενη Αριστερά διετύπωνε τους προβληματισμούς της…

Κι όμως, η αλήθεια είναι ότι ανεχόμασταν σε μεγάλο βαθμό το περιρρέον όργιο. Κι όχι επειδή φοβόμασταν το ρόλο της Κασσάνδρας – πολλά και διάφορα θα μπορούσε κανείς να μας προσάψει μα όχι δειλία. Ανεχόμασταν την κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος, τη σταδιακή μετατροπή κάθε θεσμού σε σκέτο πρόσχημα, τα πολυποίκιλα φαινόμενα εκφυλισμού, επειδή είχαμε κάνει δύο βασικές παραδοχές.

Η πρώτη ήταν πως η Ελλάδα διαθέτει δίχτυ ασφαλείας. Πως οι στρατηγικές της επιλογές –η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση πρωτίστως- την έχουν θωρακίσει με κεκτημένα, τα οποία δεν νοείται να τεθούν υπό αμφισβήτησιν. «Ό,τι και να συμβεί, αποκλείεται να μας πάρει ο διάολος!» καθησυχάζαμε.

Για τη δεύτερη σιωπηλή παραδοχή μας ευθύνεται –πιστεύω- η γονιδιακή σχεδόν αισιοδοξία, η οποία ανέκαθεν χαρακτηρίζει τους ανθρώπους του Διαφωτισμού. Η πίστη πως ο κόσμος αργά αλλά σταθερά προοδεύει. Πως οι συνήθειες και οι νοοτροπίες δεν γίνεται παρά να αλλάζουν επί τα βελτίω. Πως τα παιδιά είναι πάντοτε καλύτερα από τους γονείς τους, το αύριο πιο ελπιδοφόρο από το χθες. Από ετούτη την αντίληψη εμφορούμενοι, απομονώναμε λίγες ψηφίδες της γενικής εικόνας –τη μερίδα της νέας γενιάς που εμφορούνταν πράγματι από κοσμοπολιτισμό, το κομμάτι της επιχειρηματικότητας που διαπνεόταν όντως από καινοτόμο πνεύμα- τις αναδεικνύαμε, τις ευλογούσαμε και ποντάραμε πάνω τους το συλλογικό μας μέλλον.

Φευ! Οι δραματικές εξελίξεις της τελευταίας τριετίας κατέδειξαν το μέγεθος της φενάκης μας. Δεν είναι μονάχα η οικονομική κατάρρευση και ο κοινωνικός κατακερματισμός που έχει αυτή επιφέρει. Είναι -όπως το θέτει ένα αθυρόστομος φίλος μου- είναι που «βγήκαν», και που βγαίνουν, «όλα τα σκατά στο πιάτο». Οι πλέον σκοτεινές όψεις του παρελθόντος, οι πλέον παρωχημένες συμπεριφορές βρυκολάκιασαν και μάς τρίζουν τα δόντια. Η Αριστερά των παλαιοημερολογίτικων συνιστωσών και των εν πολλαίς αμαρτίαις γηρασάντων εργατοπατέρων, η Αριστερά του δογματικού κρατισμού και της στρουθοκαμηλικής άρνησης της πραγματικότητας, έχει βρεθεί ξαφνικά στο κέντρο του γηπέδου και προσδοκά να κυβερνήσει. Η πιο αντιδραστική, φοβική, μισαλλόδοξη Δεξιά, η ναζιστική Δεξιά, φιλοδοξεί βασίμως να αναδειχθεί σε φρικαλέο ρυθμιστή όχι μόνο του πολιτικού παιχνιδιού αλλά και της καθημερινότητας μας. Ο «Αυριανισμός», στη διαδικτυακή του εκδοχή, θολώνει σκούζοντας την κρίση των ανθρώπων. Το κίτς του life style μεταμορφώθηκε εν μια σχεδόν νυκτί σε κιτς της επανάστασης ή του δήθεν πατριωτισμού. Το πιο εξωφρενικό δε για μένα είναι πως ο ίδιος ακριβώς θίασος των παλιάτσων, που κατά τις ημέρες της αφθονίας τα έσπαγε στα μπουζούκια, πόζαρε σε πάρτυ και σε καλλιτεχνικά σουαρέ, ανεμίζει τώρα τα κόκκινα και τα μαύρα λάβαρα. «Τι περίμενες;» θα μου πείτε. «Ο τόπος μας είναι κλειστός» όπως το γράφει και ο Σεφέρης. Κλειστός και ανακυκλούμενος…

Και τώρα τι κάνουμε; Και τώρα, σήμερα, εδώ, εμείς, ποιοι είμαστε; Αρκεί να κοιταχτούμε και η απάντηση προκύπτει αβίαστα. Εμείς είμαστε εκείνοι που δεν επενδύσαμε ούτε το έχειν ούτε και το είναι μας στο πελατειακό σύστημα το οποίο καταρρέει. Εμείς είμαστε εκείνοι που δεν σπεύσαμε με την κατάρρευση του πελατειακού συστήματος να παραστήσουμε τους απελεύθερους δούλους, ώστε να συμμετάσχουμε στο μοίρασμα των ιματίων του. Εμείς είμαστε εκείνοι που διαφυλάξαμε ως κόρην οφθαλμού την ψυχραιμία και το καθαρό μυαλό μας. Που δεν γυρίσαμε την πλάτη στην πραγματικότητα, ακόμα κι όταν μας απογοήτευσε οικτρά. Που όποτε οι εκτιμήσεις και οι προσδοκίες μας διαψεύστηκαν, αναλάβαμε ακέραια την ευθύνη της διάψευσης, αναστοχαστήκαμε και ανασκουμπωθήκαμε. Εμείς είμαστε εκείνοι που ομνύουμε –λόγω και έργω- στη ρήση του Διονυσίου Σολωμού: «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό.»

Βεβαίως εμείς δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Διακρίνω ανάμεσά μας θιασώτες του οικονομικού φιλευθερισμού αλλά και της σοσιαλδημοκρατίας. Παιδιά της πεφωτισμένης, όπως την αποκαλούσαν κάποτε, Δεξιάς αλλά και της Κεντροαριστεράς. Εναλλακτικούς που εννοούν να αμφισβητήσουν τα πάντα – τα πάντα, από τις οικονομικές δομές και τις παραγωγικές προτεραιότητες της χώρας έως και την ίδια την ιδέα του έθνους-κράτους. Τα πάντα εκτός από τον Ορθό Λόγο και από τη Δημοκρατία… Υπό ομαλές συνθήκες, το μόνο που θα μπορούσαμε να μοιραστούμε θα ήταν οι διαφωνίες μας. Μα οι συνθήκες σήμερα πόρρω απέχουν από το είναι ομαλές.

Δεν θα γίνω διόλου πρωτότυπος εάν διαπιστώσω ότι η βαρβαρότητα βρίσκεται προ των πυλών. Πως ο κίνδυνος μιάς ξαφνικής καταστροφής ή ενός επιταχυνόμενου μαρασμού, ο οποίος θα καταντήσει την Ελλάδα μια ξένη, άνυδρη χώρα, κάθε άλλο παρά έχει εκλείψει. Ότι εάν δεν διατυπωθεί επειγόντως ένα καινούργιο πρόταγμα που θα πείσει και θα κινητοποιήσει την κοινωνία –κι όταν λέω «κοινωνία» εννοώ πρωτίστως τους ανθρώπους που οι ζωές τους κατέρρευσαν από το 2010 και εντεύθεν, εννοώ τους ανέργους, τους συνταξιούχους, τις οικογένειες που καλούνται να επιβιώσουν με λιγότερο από χίλια ευρώ το μήνα- εάν δεν διατυπωθεί ένα καινούργιο πρόταγμα και αν δεν προταθεί ένα νέο εθνικό σχέδιο που θα περιλαμβάνει τον κάθε πολίτη, τότε θανάσιμα αγκαλιασμένοι θα συντριβούμε όλοι μαζί στα κατσάβραχα της πραγματικότητας.

Πυρήνας προφανώς ενός τέτοιου εθνικού σχεδίου θα είναι οι μεταρρυθμίσεις σε όλα τα πεδία και σε όλα τα επίπεδα. Προϋπόθεση για την επιτυχία ενός τέτοιου εθνικού σχεδίου αποτελούν οι ευρύτερες δυνατές συγκλίσεις και υπερβάσεις. Για αυτό ακριβώς βρισκόμαστε, φρονώ, σήμερα, όλοι εμείς εδώ. Για να συγκροτήσουμε ξανά, σοφότεροι και τολμηρότεροι, σε μεγαλύτερο βάθος και με μακρύτερη ασφαλώς πνοή, τα δίκτυα εκείνα των πολιτών, τα οποία κατάφεραν –πριν από δύο περίπου χρόνια- να ανατρέψουν όλα τα προγνωστικά και να φέρουν την αλλαγή στους δυό μεγαλύτερους δήμους, στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη.

Θυμάμαι τον αγώνα εκείνον ως τη σημαντικότερη πολιτική εμπειρία της ζωής μου. Θυμάμαι ανθρώπους να παραμερίζουν τις αντιθέσεις -και τις προκαταλήψεις τους ακόμα- και να συνεργάζονται αρμονικά για το κοινό ζητούμενο. Πιστεύω δε ακράδαντα ότι εάν τα δίκτυα εκείνα των πολιτών –αντί να διαλυθούν μετά τη νίκη- είχαν ριζώσει και αναπτυχθεί, τότε η κατάσταση όχι μονάχα στους δήμους αλλά και στη χώρα γενικά, θα ήταν σήμερα διαφορετική.

Ελάτε να ξαναπιάσουμε το νήμα από εκεί που το αφήσαμε. Ελάτε να αναζητήσουμε, να βρούμε και να επενδύσουμε επάνω στις ευρύτερες δυνατές συναινέσεις.

Δεν εννοώ να απεμπολήσουμε τις διαφορές μας στο όνομα μιας βεβιασμένης ομογενοποίησης. Ούτε να εγκαταλείψουμε ως πρόσωπα τους κομματικούς φορείς στους οποίους πιθανόν ανήκουμε. Προτείνω, αντίθετα, να δραστηριοποιηθούμε άοκνα και τολμηρά, ώστε ο ευρύς χώρος στον οποίον όλοι εντασσόμαστε -ο χώρος ο οποίος αντλεί την έμπνευσή του από μορφές σαν τον Ιωάννη Καποδίστρια αλλά και τον Ρήγα Φεραίο, από μορφές σαν τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, τον Γεώργιο Καρτάλη αλλά και τον Ηλία Ηλιού- να διαδραματίσει τον ιστορικό ρόλο που του αρμόζει και να κατατροπώσει τους εκπρόσωπους της στασιμότητας που γίνεται αντίδραση και του λαϊκισμού που καταντάει κοτζαμπασισμός.

Μακάρι το παρόν ανοιχτό συνέδριο να καταλήξει στη διατύπωση μιας πλατφόρμας, μιας πλατφόρμας συγκεκριμένων, απτών δράσεων, η οποία δεν θα αφήνει στα κόμματα και τις πρωτοβουλίες μας το περιθώριο να μην τη στηρίξουν. Είθε η «Δράση» να αναδειχθεί ως ο καταλύτης του καινούργιου, ως ο σπινθήρας που η κοινωνία των πολιτών έχει σήμερα περισσότερο ανάγκη από ποτέ.

Σας εύχομαι, μας εύχομαι, κάθε επιτυχία και κάθε χαρά.