Πολιτικη & Οικονομια

Ο επαρχιωτισμός της Ευρώπης

Προκόπης Δούκας
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

“Τι νοιώθουν, τι δηλώνουν τα παιδιά σας”, ρώτησα πρόσφατα μια Γερμανίδα που ζει εδώ και δεκαπενταετία στην Αθήνα, παντρεμένη με Έλληνα. “Ούτε Έλληνες, ούτε Γερμανοί, Ευρωπαίοι δηλώνουν”, μου απάντησε. Αυτή, την τόσο απλή και καθημερινή επιβεβαίωση, δίπλα μας, της υβριδικής ομορφιάς της φύσης, που καταρρίπτει κάθε εθνικισμό, σωβινισμό και ρατσισμό, η σύγχρονη Ευρώπη φαίνεται να αδυνατεί να την υπηρετήσει, παρά τις κοινές αξίες και την κουλτούρα του ανθρωπισμού που καλλιέργησε τις μεταπολεμικές δεκαετίες.

“Εμείς οι Ευρωπαϊστές έχουμε δώσει πολλές λαβές στους εχθρούς της Ένωσης, τα τελευταία χρόνια”, μου είπε αργότερα ένας άλλος τηλεοπτικός καλεσμένος. Η αλήθεια είναι οτι η Ευρωπαϊκή Ένωση δικαίως βάλλεται τον τελευταίο καιρό, όλο και περισσότερο, εξ αιτίας της κρίσης και της λιτότητας, που εξαπλώνεται σε όλον τον ευρωπαϊκό νότο. Ωστόσο, τις περισσότερες φορές βάλλεται για λάθος λόγο: Αντί να ψέγεται για τον αυξανόμενο συντηρητισμό και επαρχιωτισμό της, τουλάχιστον της τελευταίας δεκαετίας, επικρίνεται (κυρίως από την αριστερά, αλλά και τους πάσης φύσεως εθνικιστές και ευρωσκεπτικιστές) για “έλλειμμα δημοκρατίας”.

Οι εθνικές κυβερνήσεις όμως, που διαμορφώνουν τους συσχετισμούς στο εσωτερικό της Ένωσης, εκτός από συμφέροντα, εξυπηρετούν κατά κύριο λόγο και τα εκλογικά τους ακροατήρια - για την ακρίβεια, τον λαϊκισμό που επιβάλλουν κομμάτια του εκλογικού τους ακροατηρίου. Αυτές (και τα αντίστοιχα κομματικά “μαγαζάκια”) διαμορφώνουν τις μίζερες κατευθύνσεις της ατολμίας για γενναίες ευρωπαϊκές λύσεις. Ίσως οι κάτοικοι των βορείων χωρών, που είναι αυτοί που “βάζουν το χέρι στη τσέπη”, για να χρηματοδοτούν τα ελλείμματα του νότου, είναι εν πολλοίς δικαιολογημένοι στο δισταγμό τους. Στην πραγματικότητα όμως, η ευρωπαϊκή συνείδηση, η αίσθηση οτι πρέπει να προσπαθήσουμε όλοι μαζί για το κοινό ευρωπαϊκό καλό, έχει υποχωρήσει σημαντικά, μετά τη στροφή της χιλιετίας.

Η “δημοκρατία” και η λαϊκή βούληση λοιπόν των Ευρωπαίων είναι αυτή που διαμορφώνει αυτό το απομονωτικό, εσωστρεφές και συμφεροντολογικό πλαίσιο, που κάνει το κοινό όραμα να ασφυκτιά - και όχι τόσο η γραφειοκρατία της Κομισιόν, που άλλα θα είχε να της ψέξει κανείς. Πόσο είναι έτοιμοι οι Ευρωπαίοι πολίτες να εγκαταλείψουν το τοπικό τους συμφέρον και να σκεφτούν με γνώμονα το “συνολικά ευρωπαϊκό”, αναδεικνύοντας και τους ηγέτες με ευρωπαϊκό όραμα; Πόσο διατεθειμένοι είναι να αναβαθμίσουν τη σημασία του Ευρωκοινοβουλίου (τις εκλογές του οποίου σνομπάρουν) ή ακόμα περισσότερο, να δεχτούν να ψηφίζουν για μια ενιαία ευρωπαϊκή κυβέρνηση, μέσω ευρωπαϊκών κι όχι εθνικών κομμάτων; Και πόσο θα δέχονταν κατάργηση των σημαιών, των εθνικών οικονομιών και τη διαμόρφωση μιας ενιαίας στρατιωτικής δύναμης, ακολουθώντας το μοντέλο των Ηνωμένων Πολιτειών;

Αντιθέτως, ενισχύονται τα τελευταία χρόνια οι αυτονομιστικές τάσεις, όπως αυτές της Καταλωνίας, της Σκωτίας ή οι “προαιώνιες” των Ιρλανδών και των Βάσκων. Κι αν στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Ευρώπη, η πτώση του κομμουνισμού δικαιολογεί εν μέρει την αναδιάταξη των συνόρων, στη μέχρι τώρα ευημερία του δυτικού κόσμου είναι αδιανόητο να σπεκουλάρουν πολιτικές παρατάξεις στον εθνικό/θρησκευτικό φανατισμό ή στον (ίδιο πάλι) λαϊκισμό, που θεωρεί οτι “θα ζήσουμε καλύτερα εμείς οι πλούσιοι του Βορρά, αν δεν χρηματοδοτούμε τους τεμπέληδες νότιους”. Αντί να στηρίζουμε, με κάθε κόστος, το “η ισχύς εν τη ενώσει”, αποδεχόμαστε την ιδέα της κατάτμησης, ακόμα κι αν εκεί που η ζωή έχει καταδείξει τη γελοιότητα των διαχωρισμών, σε κράτη με πληθυσμό μικρότερο από ένα δήμο της Αττικής.

Με έναν ευρωπαϊκό προϋπολογισμό μίζερο (που θα αποφασιστεί στις επόμενες συνόδους για την επταετία 2014-2020) και με μια αντίληψη διατήρησης των εθνικών κεκτημένων, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα πάει μπροστά. Κι όσο κι αν η τέχνη της είναι ο διαρκής συμβιβασμός, τα τρένα της ζωής (και η γιγάντωση των αναπτυσσόμενων κρατών όπως η Κίνα και η Βραζιλία) δεν συγχωρούν. Τουλάχιστον το τανγκό θα πρέπει να είναι δύο βήματα εμπρός και ένα πίσω - κι όχι το ανάποδο. Κι αυτό δεν εξασφαλίζεται, όταν η παρτίδα σώζεται μονίμως στο “παρά πέντε”...

Μια Γερμανία, μεταπολεμικά πλέον δημοκρατική και ευρωπαϊκή, αλλά που θέλει να επιβάλει το δικό της μοντέλο και τις δικές της σκοπιμότητες πάνω από το κοινό καλό, μια Βρετανία μονίμως απομονωτική υπέρ των χρηματοοικονομικών της συμφερόντων, μια Γαλλία με αυξημένη ακροδεξιά και επιπόλαια στάση στη συνταγματική ολοκλήρωση, μια Ισπανία πνιγμένη στη φούσκα της οικοδομής και της ανεργίας και μια Ιταλία που μπόρεσε να ζήσει τόσα χρόνια με τις απάτες του Μπερλουσκόνι, είναι κακοί οιωνοί για το μέλλον. Μαζί με μια οικονομική αρχιτεκτονική, που χρειάζεται επειγόντως επιδιόρθωση. Το να πιέζει ο Ομπάμα και το “σατανικό” ΔΝΤ για περισσότερη Ευρώπη και πιο δραστική παρέμβαση στην κρίση χρέους, δεν είναι είναι και το πιο αισιόδοξο δείγμα γραφής.

Αντίθετα λοιπόν από τις φωνές που ανθίζουν πάνω στην κρίση του ευρώ και τη λιτότητα, οι Ευρωπαίοι πολίτες πρέπει επιτέλους να ενισχύσουν την ευρωπαϊκή τους συνείδηση, απαιτώντας περισσότερη ενωτική και προοδευτική εκλογική δύναμη. Καταδικάζοντας τις φωνές της φασιστικής ακροδεξιάς, του εθνικισμού και του απομονωτισμού, που δεν προοιωνίζονται παρά επικίνδυνη οπισθοδρόμηση και υστέρηση έναντι των άλλων δυνάμεων. Αλλά και τις φωνές που ταυτίζουν την Ευρωπαϊκή Ένωση με τον “καπιταλισμό” και το παγκόσμιο οικονομικό μοντέλο των τελευταίων δεκαετιών, φορτώνοντας της όλα τα κακά τους, λες και το σπίτι ταυτίζεται με την εκάστοτε επίπλωση.

Κι εμείς εδώ στην Ελλάδα, πρέπει να εκμεταλλευθούμε την κρίση, όχι για να ενισχύσουμε τις αντίστοιχες φωνές, αλλά για να τις καταδικάσουμε, αποκαθιστώντας την τραυματισμένη ευρωπαϊκή μας πορεία. Αποκρούοντας τις σειρήνες του “λόμπι της δραχμής” και αντιλαμβανόμενοι οτι πια δεν μπορούμε να έχουμε ηγέτες που δεν μπορούν να σταθούν άνετα στα διεθνή φόρα, υπουργούς που δεν μπαίνουν στο αεροπλάνο ή δεν μιλούν αγγλικά, τηλεοπτικά κανάλια που δεν ξέρουν να στήσουν μια εκπομπή για διεθνή θέματα, δημοσιογράφους που δεν μπορούν να διαβάσουν μια “ξένη” εφημερίδα, στελέχη και υπαλλήλους του δημοσίου που δεν δέχονται να αξιολογηθούν, κόμματα που ζουν το δικό τους “βαλκανικό” μύθο, πολιτικούς που δεν μπορούν να χειριστούν ούτε μισό θέμα έξω από τη ρουσφετολογική λογική της (όποιας) “επαρχίας” τους. Γιατί ο επαρχιωτισμός της Ευρώπης ουδόλως αποτελεί άλλοθι για τον ακόμα μεγαλύτερο δικό μας.