Πολιτικη & Οικονομια

Η Δημοκρατική Αριστερά στο μάτι του κυκλώνα

Λεωνίδας Καστανάς
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Υπάρχει ένα σοβαρό επιχείρημα, ότι σε μια διαλυμένη οικονομία σαν την ελληνική τα εργασιακά δικαιώματα του ιδιωτικού τομέα είναι ένα πουκάμισο αδειανό. Οι συλλογικές συμβάσεις δεν τηρούνται εδώ και χρόνια, οι απολύσεις προφανώς και δεν προειδοποιούνται 4 μήνες πριν, οι μειώσεις στις αποζημιώσεις αφορούν τους μεγαλόμισθους. Έτσι είναι. Υπάρχουν και άλλες αλήθειες. Η ανασφάλιστη εργασία τείνει να γίνει καθεστώς ειδικά στις εποχιακές δουλειές και στην απασχόληση των νέων, το ωράριο είναι πλέον ελαστικό, οι υπερωρίες δεν πληρώνονται. Σε μια ασθενή οικονομία δεν παράγεται αρκετός πλούτος και συνεπώς οι εργοδότες μπορούν να ισχυρίζονται ότι δεν έχουν δυνατότητα να καταβάλουν τα νόμιμα στους υπαλλήλους τους. Παραδόξως όμως σε αυτήν τη σχεδόν χρεωκοπημένη χώρα, οι άνθρωποι συνεχίζουν να τρέφονται, να κινούνται, να ζεσταίνονται, να επιδιορθώνουν τις μηχανές τους, να στέλνουν τα παιδιά τους φροντιστήριο, να χρησιμοποιούν computer και αναλώσιμα. Να ζουν. Δε νομίζω να έχει μηδενιστεί το ΑΕΠ. Δε νομίζω ότι στη χώρα αυτή έχει μηδενιστεί το κέρδος. Έχει μειωθεί αναμφισβήτητα, αλλά δεν έχει μηδενιστεί.

Κάποιοι όμως εννοούν ότι όταν μειώνεται ο τζίρος τα κέρδη πρέπει να μένουν σταθερά. Και πως επιτυγχάνεται αυτό; Ας είναι καλά η «νόμιμη» παρανομία. Δηλαδή, η αύξηση της φοροδιαφυγής και το ρίξιμο των εργαζομένων. Το γεγονός ότι ακόμα και στα χρόνια της αφθονίας πολλά από τα εργασιακά δικαιώματα ήταν στα χαρτιά ήταν και ο λόγος που γράφαμε για τους αδικημένους outsiders του ιδιωτικού σε σχέση με τους προνομιούχους insiders του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Ήταν το αποτέλεσμα μια γενικευμένης ανομίας που έθιγε πρώτα και κύρια τους αδύναμους και τους ακάλυπτους.

Μια άλλη αλήθεια είναι ότι σε ένα παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον ύφεσης, όπου όλα αλλάζουν δραματικά είναι αδύνατο, οι εργασιακές σχέσεις να μένουν αλώβητες. Σίγουρα θα πρέπει να επανεξεταστούν ή και να αναθεωρηθούν στα πλαίσια της νέας πραγματικότητας αλλά και με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα. Η ευρωπαϊκή οικονομία πρέπει να διασωθεί, αλλά και οι εργαζόμενοι πρέπει να ζήσουν σαν Ευρωπαίοι.

Με τα δεδομένα αυτά θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί όταν σχεδιάζουμε την ανατροπή των ευρωπαϊκών κεκτημένων, όταν νομοθετούμε την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και τη δυνατότητα της διαπραγμάτευσης μεταξύ των παραγωγικών τάξεων. Σε μια εποχή που η παγκόσμια οικονομία ρέπει προς την πλήρη απελευθέρωση, φαντάζει παράταιρο οι κυβερνήσεις να καθορίζουν τον ελάχιστο μισθό.

Νομίζω ότι οι επιχειρούμενες αλλαγές στα εργασιακά δεν είναι προς την φιλελεύθερη κατεύθυνση αλλά αντιθέτως προς την κρατικιστική. Είναι απόρροια μιας ταξικής διαμάχης, στην οποία η τρόικα έρχεται να επιβάλει ανακωχή εις βάρος όμως των εργαζομένων. Αν η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση, αυτό επιβάλει τόσο στους εργοδότες όσο και στους εργαζόμενους να αναζητήσουν λύσεις που θα συμφέρουν και τους δύο. Μπορούν να τα βρουν μόνοι τους, κανείς δεν είναι παράλογος όταν πρόκειται για το ψωμί ή και το παντεσπάνι του. Συνεπώς η ίδια η κοινωνία έχει τη δυνατότητα να βρει ένα εργασιακό μορατόριουμ, να ορίσει τη χρυσή τομή μέσα από συλλογικές και όχι βέβαια ατομικές διαπραγματεύσεις. Την ίδια όμως στιγμή, το κράτος οφείλει να προστατεύει τους πλέον αδύναμους που είναι οι εργαζόμενοι και αυτό θα το κάνει όταν εγγυάται το πλαίσιο μέσα στο οποίο διεξάγεται η ταξική διαμάχη. Να καθορίζει τους κανόνες του παιχνιδιού, αλλά όχι το αποτέλεσμα.

Με τη λογική αυτή χρειάζονται χρόνος, μελέτη και ανάλυση των σημερινών δεδομένων της ελληνικής οικονομίας έτσι ώστε να προχωρήσουμε στην αλλαγή του νομικού πλαισίου, αν το κρίνουμε απαραίτητο. Είναι δική μας υπόθεση. Οι κραυγές που θέλουν να μας πείσουν ότι όλα είναι διαλυμένα και γι’ αυτό θα πρέπει να κονιορτοποιηθούν οι εργαζόμενοι δεν μας βοηθούν. Φοβάμαι ότι υπό το κράτος των πιέσεων της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης και της ανακεφαλαίωσης των τραπεζών καμιά από τις δύο πλευρές δεν μπορεί να βρει την καλύτερη λύση. Και οι αντιμαχόμενες πλευρές δεν είναι όπως φαίνεται η τρόικα και η κυβέρνηση αλλά οι εργοδότες και οι εργαζόμενοι.

Η συγκυρία έφερε το κόμμα της ΔΗΜΑΡ στο μάτι του κυκλώνα. Συμμετέχει στην κυβέρνηση αλλά αρνείται να ψηφίσει την κατάργηση κάποιων εργασιακών δικαιωμάτων. Αυτό θα την οδηγήσει πιθανόν στο να μην ψηφίσει και τα οικονομικά μέτρα των 13,5 δις με τα οποία όμως συμφωνεί, αφού συνέβαλε τα μέγιστα στη διαμόρφωσή τους. Αν δεν βρεθεί λύση, αν δηλαδή η τρόικα δεν υποχωρήσει, η ΔΗΜΑΡ θα αναγκαστεί να φύγει από τη συγκυβέρνηση. Αυτό συνεπάγεται σοβαρούς κινδύνους για τη χώρα, αλλά όχι μόνο. ΝΔ και ΠΑΣΟΚ θα ψηφίσουν το πακέτο των μέτρων, αλλά η νέα κυβέρνηση που θα συγκροτήσουν θα είναι αδύναμη, με κίνδυνο να πέσει και να οδηγηθούμε σε εκλογές με πρωταγωνιστές τη ΝΔ, τη ΧΑ και το ΣΥΡΙΖΑ. Το αύριο από ελπιδοφόρο μεταβάλλεται αίφνης σε ζοφερό. Ποιος είναι αυτός που αναλαμβάνει την ευθύνη να βάλει τη χώρα σε νέες σκληρότερες περιπέτειες;

Αν η ΔΗΜΑΡ κάνει πίσω, αν αρνηθεί την κυβερνητική ευθύνη που ανέλαβε, τώρα που όλα είναι πιο δύσκολα, υπογράφει την θανατική της καταδίκη. Το 6% που εισπράττει στις δημοσκοπήσεις είναι αποτέλεσμα της πολιτικής τόλμης που επέδειξε όλο το προηγούμενο διάστημα. Ο κόσμος που την εμπιστεύεται δεν είναι ο κόσμος της κλασσικής Αριστεράς που της συγχωρεί το συγχρωτισμό με τις αστικές δυνάμεις ή το αμαρτωλό ΠΑΣΟΚ και τώρα ανακουφισμένος θα συνεχίσει να την ακολουθεί. Αυτός την εγκατέλειψε μετά την πρώτη εκλογική μάχη. Είναι ένας κόσμος προοδευτικός και φιλελεύθερος, κόσμος της κοινής λογικής που θέλει παραμονή στο Ευρώ και βαθιές μεταρρυθμίσεις. Αν η ΔΗΜΑΡ αποχωρήσει τώρα από την παλαίστρα, τον προδίδει και αυτός δεν θα της το συγχωρέσει. Η αποχώρησή της θα ενταφιάσει τις όποιες ελπίδες του για μια προοδευτική μεταρρύθμιση του κράτους και της οικονομίας.

Μια τέτοια στάση δίνει στο ΠΑΣΟΚ το φιλί της ζωής. Τότε ο κ. Βενιζέλος αναδεικνύεται ως ο μοναδικός, από το χώρο της Κεντροαριστεράς, που συνεχίζει να παλεύει για τη σωτηρία της χώρας. Το αίτημα της ανασύνθεσης της σοσιαλδημοκρατίας με βασικό πυλώνα τη ΔΗΜΑΡ ακυρώνεται. Γιατί οι πολίτες δεν έχουν την πολυτέλεια να ατενίζουν το σοσιαλδημοκρατικό αύριο, όταν το παρόν είναι ερεβώδες. Θα είναι τραγικό να ομιλούν για μια άλλη Ελλάδα, όσοι την εγκατέλειψαν τη στιγμή που βυθιζόταν. Εγκατάλειψη του σκάφους τώρα, με οποιοδήποτε δίκαιο ή μη αίτημα, συνεπάγεται και το τέλος της Δημοκρατικής Αριστεράς. Αν ήταν να κάνει πίσω στην πιο κρίσιμη στιγμή θα ήταν προτιμότερο να μην είχε ανακατευτεί καθόλου, να είχε μείνει στη εφεδρεία. Σε ένα τόσο ρευστό πολιτικό περιβάλλον οι αξίες ωριμάζουν και αποσυντίθενται στη στιγμή.

Η ζωή βάζει πάντα τα πιο φρικτά διλήμματα. Από τη μια η υποστήριξη των δικαιωμάτων των εργαζομένων, από την άλλη η παραμονή της χώρας, όχι απλά στην ΕΕ, αλλά στον κόσμο των ζωντανών. Αν η διαπραγμάτευση δεν έχει αίσιο αποτέλεσμα για τον κόσμο της εργασίας, σίγουρα θα πρέπει να αναζητηθεί ένας τρόπος αναδίπλωσης. Εκτός και αν όλα έχουν ήδη κριθεί και δεν το ξέρουμε. Όπως και να γίνει όμως, η ζωή δεν θα πάψει να προκαλεί τους τολμηρούς. Ο αγώνας για μια αριστερή και φιλελεύθερη Ελλάδα συνεχίζεται.